Σκληρό, πικρό και άγουρο σταφύλι ήταν
δεν άφηνε ο μπαμπάς της τότε
να πλησιάσει κανείς τ’αμπέλι.
Ωρίμασε, ομόρφυνε και έμεινε τέλεια καιρό,
πιο τέλεια δεν γίνεται,
αλλά ούτε και έγινε ποτέ.
Tώρα σταφίδιασε και με κοιτάει
απ’τη σακούλα της
με υφάκι.
Σταφίδιασε και αναπολάει
το τσαμπί που δεν δοκίμασα
ένα καλοκαίρι που είχαμε βρεθεί.