Υπάρχει λοιπόν, ομορφιά μου, κάτι πολύ πιο επιδέξιο και ειλικρινές από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου.
Τελικά, μάλλον ψέματα λέω όταν κλαίγομαι πως τάχα θέλω να μάθω ποια είμαι στην πραγματικότητα.
Στα τσακίδια το εδιζησάμην εμεωυτόν.
Αφού το βλέπω τόσα χρόνια στην πράξη: χωρίς τον εαυτό μου, υπάρχω. Χωρίς το ρόλο μου, δεν είμαι τίποτα.
Μόνο αυτός με εξάπτει, με πληροί, με αποκαθιστά.
Παίζω λοιπόν, χαρά μου, παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την τέχνη της.
Γιατί δεν μπορώ να εννοήσω και να εννοηθώ, παρά σαν αυτουργός της κατασκευής μου.
Γιατί ο κόσμος δεν ορίζεται εν τέλει, παρά μόνο από τον τρόπο που ο ρόλος μου επινοεί τον εαυτό μου.
Στον έρωτα, για παράδειγμα.
Όποτε μπαίνω στον ολέθριο χώρο χωρίς το δραματουργικό μου οπλοστάσιο, καταλήγω ένας Δον Κιχώτης σε λαϊκή έκδοση τσέπης.
Ο ήρωάς μου, αν θυμάσαι, δεν μπορεί να εστιάσει στο θέμα του, δεν δύναται να εκφραστεί, του αρκεί η απλή αναφορά του ανόητου ονόματός της –Δουλτσινέα- για να γίνει γελοίος.
Πόσο την αγαπάει, δεν ξέρει να το πει.
Για να δηλώσει την αγάπη του, κάνει μια τούμπα στον αέρα, η πουκαμίσα του σηκώνεται, ο κώλος του μένει έκθετος μπροστά στα μάτια του υπηρέτη του.
Ο Δον Κιχώτης εκείνη τη στιγμή είναι ο εαυτός του, αν με εννοείς.
Μεγαλειώδες, θα πεις.
Θα έκλαιγες μπροστά σε μια τέτοια σκηνή, ναι, είμαι σίγουρη, θα έκλαιγες.
Μεγαλειώδες, αλλά και πάλι. Άχαρο. Διόλου δεν το θέλω.
Γιατί λοιπόν να είμαι ο εαυτός μου, αφού μάλιστα αγαπώ τόσο τη μίμηση;
Αφού συντάσσομαι με αυτό που λέει ο Τόμας Μαν: «Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν, παρά να μιμείται πάντοτε κάτι που ήδη συνέβη».
Εκ γενετής σμίλευσα ένα και μόνο ρόλο, συρραφή από αγαπημένους θεατρικούς εαυτούς μου.
Ξεκίνησα σαν Νίνα.
Έλεγα μονόλογο πηδώντας σκοινάκι: «Όταν τον δείτε, μην του πείτε τίποτα. Τον αγαπώ περισσότερο από πριν».
Μετά πρόσθεσα λίγη Ιψενική Νόρα.
Άνοιξα υπάκουα το στόμα μου, «για να δω, μήπως το κοριτσάκι μου έφαγε σοκολατάκι και θα καταστρέψει τα δόντια του; Είπαμε. Όχι σοκολάτα».
Άλλες θεατρικές σεζόν ήμουν μια τέλεια θλιμμένη Μελισσάνθη -τι να τον κάνω τον ασαφή σου μακρόκοσμο, θα μείνω στον τιποτένιο κήπο μου, μωρό μου.
Και πόσο τέλεια Άλκηστις υπήρξα…
Μόνο εγώ από όλες τις τραγικές ηρωίδες θα γινόμουν εκουσίως Χείρωνας, θα κατέβαινα στον Κάτω Κόσμο για να ζήσει ο Αδαής.
(Για να μη μάθει ποτέ πώς έζησε).
Μετά βαρέθηκα και έγινα η Λαβίνια. Όχι η μουγκή από τον Τίτο Ανδρόνικο -τότε ακόμα, μουγκή με τίποτα.
Η άλλη, του Τόμας Έλιοτ. Αυτή, του Κοκτέιλ πάρτι.
Που φεύγει και κανείς δεν ξέρει πού πάει, αλλά πάντα επιστρέφει.
Ό,τι ρόλο όμως και αν έπαιζα, ένα μυστήριο πράμα, προς το φινάλε το γύριζα πάντα σε νύφη.
Εκεί επινοούσα τον πραγματικό εαυτό μου.
Νύφη που κακοπάθησε -σε όλες τις παραλογές του δημώδους- νύφη από την Κούλουρη (α λα très Gaultier), μα πάνω από όλα,, νύφη από το Ματωμένο γάμο… «Και με όλα τα παιδιά του γιου σου κρεμασμένα πάνω από τα μαλλιά μου, εγώ πάλι θα έφευγα με τον άλλον, αν μου το ζητούσε».
Και πάει να εγκατασταθεί στο βασίλειο της δοκιμασίας.
Γι’ αυτό παντρεύτηκα με μαύρο νυφικό.
Γιατί είχα παράσταση και ήθελα να είμαι μια μικρή Νουρία Εσπέρτ -κι έτσι τη σκηνοθέτησα Ανδαλουσιάνικα και της φόρεσα μαύρα της νύφης μου.
Να αλλάξω λες, διανομή;
Μπα. Το αποκλείω. Δεν ξέρω να παίζω Μις Τζούλιες.
Είμαι σαν τους ηθοποιούς του θεάτρου Νο, που ασκούνται σε ένα και μοναδικό ρόλο, μια ζωή.
Γεννήθηκα νύφη, λέω σαν νύφη να συνεχίσω να κάνω καριέρα.
Και είμαι τόσο γεννημένη νύφη, που ποτέ δεν κατάλαβα πως χώρισα.
Απλώς ξαναπαντρευόμουν.
Έτσι το θέτω εγώ. Αυτή είναι η περίπτωσή μου.
Όλη μου η ψυχανάλυση σε τρεις λέξεις.
Οτιδήποτε άλλο (φλερτ, ραντεβού, διαθεσιμότητες, συμβιώσεις, δεσμοί, τηλεφωνήματα και ένας που δεν είναι άντρας μου), όλα αυτά τα επίπονα με κάνουν καρδιακή.
Με βγάζουν από το οικοσύστημά μου.
Δεχτείτε με λοιπόν, ω περιπέτειες της αρετής μου εσείς, έκθαμβοι αναγνώστες, με την αβλαβή (;) τρέλα μου.
Έτσι θα πάω να κάνω οντισιόν στο Βασιλικό Θέατρο της Σουηδίας.
Σαν τον Άντονι Πέρκινς στην τελευταία σκηνή του Ψυχώ.
Που καθόταν τυλιγμένος στην κουβέρτα του και δεν πείραζε τη μύγα – και αν με δει ο δεσμοφύλακας, θα καταλάβει πόσο άκακος είμαι.
Πως ούτε μια μύγα πειράζω, θα κάθομαι στη σκηνή σιωπηλή -ένας κάθετος, εξπρεσιονίστικος φωτισμός θα πέφτει-, δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα, όλοι ξέρουν ότι συνέχεια παντρεύομαι, θα καταλάβουν.
Πως αυτός ο ρόλος γράφτηκε πάνω μου.
Πως καμιά δεν θα τον παίξει καλύτερα…
Αποσπάσμα από το βιβλίο Σαββατογεννημένη – Τα τελευταία κείμενα της Μαλβίνας Κάραλη 2000-2001, εκδ. Τσαγκαρουσιάνος