Ένα ταπεράκι είναι. Ούτε καν Ελληνική εφεύρεση. Σε μια σακούλα Σκλαβενίτη στο τραπέζι της κουζίνας. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι ο Σκλαβενίτης είναι πιο φτηνός, “να το προσέχεις αυτό γιόκα μου αν βγεις για ψώνια”. Δεν μου έκανε καν ιδιαίτερο κέφι να την ανοίξω, καθόταν εκεί όλη μέρα από την ώρα που την άφησες εκεί.
Δούλευα, δούλευα, βάραγα το πληκτρολόγιο αλύπητα. Θυμάμαι 11-12 χρονών, που με κοιτούσες με θαυμασμό καθώς κοπανούσα έτσι τα πλήκτρα. Ένα μικρό θαύμα ο γιόκας σου… Η μάνα μου δεν είναι καν Ελληνίδα. Αλλά μένει εδώ από τότε που γεννήθηκα. Με έφερε έξι μηνών. Φτιάχνει τον καλύτερο μουσακά του κόσμου. Κι όλα τα άλλα που θα έκανε μια Ελληνίδα μάνα. Και μου αφήνει ταπεράκια σαν την καλή νεράϊδα.
Χτύπησε ο δείκτης υπογλυκαιμίας, έκανα save και πήγα στην κουζίνα. Έκοψα ένα κομμάτι. “Άλλο ένα περίεργο πείραμα” σκέφτηκα. Όταν είσαι έτσι μισός μισός, “κοπρίτης” που λέμε εμείς, έχεις ευρεία γκάμα γευστικών απόψεων. Το μύρισα μην είναι καμιά πίτα. Κλασσική ελληνική τυρόπιτα ας πούμε δεν την πέτυχε ποτέ. Όχι, ήταν γλυκιά μυρωδιά ευτυχώς.
Προς τιμή της μαμάς, έφτιαξα τσάι. Δεν πίνω ποτέ κλασσικό Αγγλικό τσάι, αλλά ακολούθησα όλα τα βήματα κατά γράμμα. “Time for tea” που λένε. Επέστρεψα στο γραφείο με την κούπα στο ένα χέρι και το… πράγμα στο άλλο. Ξαναβυθίστηκα στην δουλειά για να κρυώσει λίγο.
Η πίτα κάτι από apple crumble. Η γέμιση marzipan αλλά με κάτι σκέψεις από μαρμελάδα απ’ εδώ κι από εκεί. Πάντα βάζει ότι έχει περισσέψει, οικονομία πάνω από όλα. Όταν μεγάλωνε στην Αγγλία μετά τον πόλεμο, δεν υπήρχε σπατάλη. Η κρούστα λίγο άνοστη, έτσι όπως μόνο οι Άγγλοι ξέρουν.
Το έπνιξα με μια γουλιά τσάι και με πήραν τα κλάματα.
Μανούλα μου Ελλάς. Σε ένα ταπεράκι κρύβεις την Μπουμπουλίνα, την Κάλλας, την Καλλιπάτειρα. Μια χώρα τόσο δυνατή που να μπορεί να κάνει μια Αγγλίδα πιο Ελληνίδα από όλους μας. Άγαλμα στον ορίζοντα. Σημαία στο μπαλκόνι που κυματίζει ακούραστη. Φάρος στο σκοτάδι.
Για το ταπεράκι ρε γαμώτο. Αυτή η χώρα δεν θα χαθεί.