“Ε, και;”
Ο φίλος μου με κοίταξε με το ύφος “άντε πάλι, ο Αλέξης θα μας πρήξει με ότι ασχολείται αυτόν τον καιρό σαν να είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.” Κοπάνησα το τραπέζι δυνατά
-Δεν καταλαβαίνεις;
“Τι να καταλάβω ρε Αλέξη; Περνάτε καλά;” Ξανακοπάνησα το τραπέζι. Έπεσε ένα βάζο πλάγια, νομίζω χάλασε λίγο. Το άφησα πεσμένο να μην φαίνεται η ρωγμή.
-Αν περνάμε καλά; Καλα;
Έπιασα δυο βιβλία από την βιβλιοθήκη στην τύχη. Δεν τα κοίταξα καν. Τα άφησα να πέσουν στο πάτωμα. Το ένα σκίστηκε πέφτοντας. Ήταν από τα μεγάλα που χαλάνε με τον καιρό στο δέσιμο.
“Καλά, ηρέμησε!” Είχε αρχίσει να αγχώνεται. Το ήξερα ότι θα δούλευε αυτή η προσέγγιση.
-Μα, ήρεμος είμαι. Θέλεις να σου πω πόσο με ηρεμεί αυτή η σχέση; Κρατούσα με το ένα δάχτυλο την γωνία του ενυδρείου. Τον κοίταξα με χαμόγελο. Πίεσα δυνατά αλλά χωρίς να το δείχνω. Άρχισε να χύνεται το νερό.
“ΟΚ, σε πιστεύω! Μπράβο σου. Και μπράβο της. Μπράβο σε όλους!” Είχαν πεταχτεί οι φλέβες του. Δεν με σταμάτησε όμως. Το ενυδρείο έπεσε, έσπασε και τα έτρεχε να σώσει τα ψάρια. Κόπηκε άσχημα στα σπασμένα κομμάτια και γέμισε το πάτωμα αίμα, βότσαλα, ψεύτικα φυτά του ενυδρείου και ψάρια που σφάδαζαν.
-Όχι φίλε μου. Θέλω να νιώσεις τον θρίαμβο του έρωτα!
Έπεσα δραματικά στα γόνατα. Προσεκτικά, σε σημείο χωρίς τζάμια.
-Ξέρεις πόσο καιρό περίμενα να ερωτευτώ;
Έσπρωξα όλα τα χαρτιά από το γραφείο του. Ήταν και το laptop του το καινούργιο. Ο φίλος μου είχε κοκαλώσει πια, με τρία ψάρια στα χέρια και δάκρυα στα μάτια.
-Έτσι! Έτσι ρε φίλε! Πόσο χαίρομαι που κλαις από την χαρά σου!
Τον αγκάλιασα και έφυγα. Πρέπει να είχε συγκινηθεί πολύ, γιατί δεν κουνιόταν. Χωρίς φίλους δεν ευχαριστιέσαι κάτι τέτοιες μαγικές στιγμές της ζωής.