“Α, να’σαι!”
Τα ραντεβού στα τυφλά το έχουν αυτό. Εκείνη την πρώτη φορά που ψάχνεις στο σημείο που είπατε να βρεθείτε. Ευτυχώς ή δυστυχώς ήταν απόμερα εδώ και τουλάχιστον δεν γινόμουν ρεζίλι ψάχνοντας σε μπαρ με κόσμο. Προέκτεινε το χέρι της. Το άρπαξα, την γύρισα ανάποδα, κατέβασα το παντελόνι μου και ξεκίνησα να της τον σφυρίξω από πίσω.
“Τι κάνεις; Είσαι τρελός;”
Ήταν καλογυμνασμένος κώλος, λίγο που τον πρόλαβα, σφιχτός και δυστυχώς πολύ γρήγορος. Έμεινα κυριολεκτικά με το πουλί στο χέρι. Ή μάλλον να προσπαθώ να το καλύψω το πουλί με το χέρι, πράγμα το οποίο, ε, μην το παινευόμαστε αλλά δεν γίνεται, είναι μεγάλα τα χέρια μου αλλά όχι και τόσο μεγάλα.
“Θέλεις να φωνάξω την αστυνομία παιδάκι μου;” Κι αυτή είχε καταλάβει το παράλογο της κατάστασης προφανώς και αναζητούσε κάποια λογική. “Μόλις γνωριστήκαμε. ΟΚ, έχουμε τσατάρει καμπόσο και δεν σε κόβω για βιαστή ή ανωμαλιάρη. Θέλεις να μου εξηγήσεις αυτό που μόλις έκανες;”
-Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα.
“Πως διάολο θα ήταν καλύτερα να με έχεις γαμήσει πριν καν πούμε από κοντά μια κουβέντα;”
-Για να μην υπάρχει η ένταση μωρέ. Δεν καταλαβαίνεις; Ήδη είχα αρχίσει να σε γουστάρω από το τσατ, ε, τώρα να καθόμαστε να κοιτιόμαστε και να μιλάμε, εγώ θα έβραζα από πάθος, ίσως κι εσύ, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κουβέντα της προκοπής. Σκέφτηκα να το βγάλουμε από την μέση.
“Γιατί τόση βιασύνη ρε Αλέκο; Νόμιζα εκεί στο Μεξικό είστε πιο χαλαροί.”
-Μμμμ…καλό παράδειγμα. Πες ότι έχεις ένα αβοκάντο.
Με κοιτούσε με περιέργεια. Προφανώς κάτι από τα χίλια που γράφω το δευτερόλεπτο την είχαν αγγίξει αρκετά ώστε να παραβλέψει το γεγονός ότι μόλις πήγα να την ξεκωλιάσω, οπότε συνέχισα. Κάποτε μια δασκάλα στο δημοτικό μου είχε πει “Αλέκο να είσαι ο εαυτός σου. Όλοι οι άλλοι είναι πιασμένοι. Γιατί βασικά πιάστηκαν προσπαθώντας να σε αποφύγουν. Κανείς δεν θέλει να είναι σαν κι εσένα, οπότε παίξε μπάλα. Ίσως μόνος σου. Ναι, πάρε την χαλασμένη μπάλα και παίξε στην πίσω αυλή του σχολείου μόνος σου καλύτερα, δεν αντέχω άλλους γονείς να έρχονται να παραπονιούνται για την συμπεριφορά σου.” Σταμάτησα να αναπολώ και συνέχισα την εξήγηση στο φλερτ μου:
-Παίρνεις το αβοκάντο την Τρίτη για να κάνεις guacamole το Σάββατο που έχει και ματς. Το ελέγχεις την Τετάρτη, θεόσκληρο. Τετάρτη βράδυ, τα ίδια. Πέμπτη είναι ακόμα πέτρα. Παρασκευή τα ίδια. Παρασκευή βράδυ, αργά μετά την έξοδο το τσεκάρεις πριν κοιμηθείς στις 4 το πρωί είναι ακόμα τελείως ανώριμο. Σαν εμένα. Πέφτεις για ύπνο. Και 4 το πρωί και 17 λεπτά ξαφνικά ωριμάζει και είναι τέλειο! Σηκώνεσαι στις 11 εσύ και το πιάνεις, το αβοκάντο είναι για πέταμα, καφέ και χαλασμένο ήδη.
Γέλασε. Καλό αυτό. Ή είπα κάτι βαθυστόχαστο που ταίριαζε ή της άρεσε τελικά η ιδέα του πισωκολλητού και αποφάσισε να κάνει τον μαλάκα.
.
.
.
.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης θα μπορούσε να συνεχίσει αυτήν την 100% αληθινή ιστορία εδώ, αλλά του είπε ο φίλος του ο Χούλιο στο συνεργείο αυτοκινήτων ότι με τις μικρές οθόνες στα κινητά βαριούνται οι άνθρωποι να διαβάζουν μεγάλα κείμενα. Αν γουστάρει θα το γράψει όλο τώρα που το θυμήθηκε και θα σας το σερβίρει σε συνέχειες, άλλωστε πολλά μεγάλα κείμενα άλλων διάσημων συγγραφέων βγήκαν έτσι σε συνέχειες. Είναι που λέει κάποιος “ωρε, ΧΑΛΙΑ φαγητό έχει εδώ” και του απαντάει ο φίλος του “ναι, και χάλια και πολύ μικρές μερίδες γαμώτο!”