Και μια και βρισκόμαστε ντάλα καλοκαίρι, θα ήθελα σήμερα να μοιραστώ μαζί σας μια καλοκαιρινή ιστορία αγάπης. Ίσως την πιο παλαβή ιστορία που έχω ζήσει ποτέ. Αβάντι.
Που λέτε μια φορά και έναν καιρό ερωτεύτηκα κι εγώ. Όχι, δεν ήταν κάτι απλό, ούτε ερωτεύομαι εύκολα. Ήταν love στο δόξα πατρί που λέμε πράγμα ολίγον σπάνιο για τα δεδομένα μου. Αλλά δόξα τον ύψιστο, εφόσον βρέθηκα σ αυτήν την κατάσταση αποφάσισα να το ζήσω.
Λε περιπτωσιέν, δυσκολουά, πορκέ ανταπόκρισις φρομ λα μετωπέ, ασθενής. Πάρα ταύτα όμως κατά έναν αξιοζήλευτο τρόπο, επέμεινα. Συνήθως οι περιπτώσεις που με βάζουν σε διαδικασία τρεξίματος με ξενερώνουν απιστεύταμπλι. Γιατί, ναι μεν είναι πολύ ωραίο το συναίσθημα, να πεταρίζουν οι πεταλουδίτσες στο στομάχι σου, να έχεις γίνει στυλάκι απ΄ την ανορεξία και τα λοιπά αλλά όταν αυτό παρατραβάει και ο παράγων Χ σε έχει κάνει Βέγγο, οι πεταλούδες πάν για βρούβες και εμείς για πιτόγυρα. Με τη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν ξέρω τι έγινε και κόλλησα. Κάτι έβλεπα στους ορίζοντας ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται και με δυό σταγόνες βενζίνη στο ντεπόζιτο ξεκίνησα να κάνω διαδρομές. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Η γνωριμία με το πρόσωπο έγινε σε μπουζουκλερί παρακμιακών προαστίων, όπου από αστείον εκαλέσθη από φίλο, ειδικό σε γαβ καταστάσεις. Ε ο δικός σου λοιπόν, πάω, κάθομαι, το φιλαράκι από δίπλα, ποτάκι, τα τσιγάρα στο τραπέζι, η ορχήστρα να παίζει κι όλα καλά. Μέχρι που έφτασε η στιγμή. Εκείνη, μπήκε απ την πόρτα και κατευθύνθηκε προς τα μας. Φίλος σκουντάει πόδι.
– Ήρθε
– Ποιός;
– Το θέμα που σου λεγα.
– Πούντο;
– Να το απέναντι.
Γυρίζω το βλέμμα και να τη σαν ψέμα. Παθαίνω οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου μαζί με διπλό εγκεφαλικό. Με τη φάτσα μπλέ μαρέν και επαναφέροντας με μεγάλη προσπάθεια τη γλώσσα που είχα καταπιεί στην κανονική της θέση, κατάφερα και ψέλλισα στο φίλο:
– Τι είν αυτό ρεεεε????????
Απάντηση:
– Ο Θάνατος….
Όντως. Ήταν από τις υπάρξεις που κατατάσσονται στην κατηγορία τούμπανο, προς παίρνεις δουλειά για το σπίτι. Καταλαβαίνετε λοιπόν το μέγεθος της λαμαρίνας που επρόκειτο να δαγκώσω. Η κοπελιά πλησίασε προς το μέρος μας και μου φάνηκε σαν να έβλεπα διαφήμιση του Μartini σε slow motion. Τα πάντα γύρω είχαν σκοτεινιάσει, μια θολούρα κάλυψε το οπτικό μου πεδίο και το μόνο που έβλεπα καθαρά ήταν η φιγούρα της και μια αύρα που τη φώτιζε ολόγυρα λες και την είχαν περάσει Photoshop για εξώφυλλο του Νίτρο. Σύνελθε Μήτρο. Τελικά φτάνει, πρέπει να πέρασε μισός αιώνας και κάθεται μια θέση παραδίπλα με τον φίλο ανάμεσά μας. Πάλι καλά. Είχα απόσταση ασφαλείας. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ σύνηθες να λέω μαλακίες από την αμηχανία κι αν δεν βοηθά και ο άλλος τότε το παρατάω για λίγο, πίνω 3-4 Haig μονοκοπανιά για να στρώσω και ξανά πάλι. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε γιατί είχα πάρει μπροστά, ήταν κι αυτή δεκτική και η βραδιά προχώρησε με διαλόγους του στυλ:
– Λεφτά έχεις;
– Ορίστε? Ναι γιατί;
– Γιατί μου χρωστάς 6 ευρώ προς το παρόν και βλέπουμε
– ??? Ε?? Και γιατί παρακαλώ;
– Γιατί έχω καπνίσει ήδη δυο πακέτα τσιγάρα εδώ πέρα με σένα απέναντι… :Ρ
Καλά τώρα που το ‘γραψα, μαλακία μου φάνηκε, αλλά τότε, το ‘χα ότι είπα και γαμώ τις ατάκες. Τες πα πρέπει να πα κι άλλα ωραία γιατί το τέλος ήταν αίσιο. Ενεπλακήκαμεν τελικώς εις τρυφεράς καταστάσεις και γύρισα σπίτι με ένα τηλέφωνο στην τσέπη και ένα χαμόγελο καρφωμένο στα μούτρα. Τι ωραίο πράγμα να σε παίρνει ο ύπνος στο μαξιλάρι με θλάση από χαμόγελο στο σαγόνι. Ωραίες εποχές.
Και ξυπνάω το πρωί που λέτε και ο κόσμος είναι υπέροχος. Έχω διάθεση να τρέξω μαραθώνιο. Τα περιστέρια κουτσουλούν με τέχνη τα μπαλκόνια και οι κόρνες των αυτοκινήτων παίζουν μια θεσπέσια μουσική. Το γκρί των πολυκατοικιών είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Ζω σε άλλο πλανήτη. Τέλος πάντων δεν έκανα κίνηση την ίδια μέρα, εφαρμόζοντας το σύστημα οπού αφήνεις να περάσει ένα διάστημα 2-3 ημερών για να πάρεις τηλέφωνο, κάτι που τώρα το θεωρώ μαλακία, αλλά είπα, γιατί ρε φίλε να μην κάτσεις 2 μερούλες ευτυχής; Δεν ξέρεις τι γίνεται. Παίρνω λοιπόν τηλέφωνο μετά 2 μέρες. Ε… δεν έτρωγα σκατούλες; Το γνωστό σενάριο συνέβη και εδώ.
– Γεια τι κάνεις. Ο Παναγιώτης είμαι.
– Γεια. Μια χαρά, μπλα μπλα μπλα………. θα τα πούμε κάποια στιγμή γιατί είμαι σε περίεργη κατάσταση κτλ……. 🙁
Ωπ… Το πιάσαμε το υπονοούμενο. Πάνε οι πεταλούδες. Τις έπιασε η απόχη. Εποχή Μάιο συνέβη αυτό και για να μην τα πολυλογώ μέχρι και Αύγουστο που έφευγα διακοπές, έζησα το έργο, ‘‘Με θέλεις, δεν θέλω, δεν θέλεις σε θέλω, τελείως μπουρδέλο”. Με τα πολλά το νευρικό μου σύστημα δεν άντεξε αυτό τον πλήρη παραλογισμό. Ο λογικός Δίδυμος μην αντέχοντας τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας του Καρκίνου, έβγαλε τον καρκίνο. Αποφασίζει λοιπόν να κατευθυνθεί προς τον θεραπευτικό προορισμό του ”πάω διακοπές Μυτιλήνη μόνος μου”. Τον Σεπτέμβριο ελέγχεται αν θα πήγαινα να δω τη Βου προβολή του έργου.
Με την νεαρά δεν είχε προχωρήσει το θέμα και πολύ. Είχαμε μείνει σε πιο πλατωνικές μορφές σχέσης, όχι ότι προσωπικώς δεν ήθελα αλλά δεν σκέτο. Τρεις μήνες όμως, ζώντας το μαρτύριο της σταγόνας, ήταν αρκετοί ώστε να τα παρατήσω μην βλέποντας προκοπή. Ένιωθα ότι το θέμα, ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τι ωραία λοιπόν να την κάνουμε σιγά σιγά. Και τι πιο σωστό να πάμε στο νησί σε freelancer κατάσταση να ξεχάσουμε. Όμως ο βελζεβούλ έχει πολλά ποδάρια.
Δεν είχε περάσει λοιπόν πενθήμερο και εκεί που βρίσκομαι στο beach bar του νησιού με τη μοχιτάρα μου ανά χείρας και με τον κόσμο να παραληρεί απ το ντάμπα ντουμπα, το κινητόν εγκντούμπα. Λοιπόν από τη στιγμή που εφευρέθηκε αυτή η μαλακία, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων δεν μου χει βγει σε καλό. Γιατί εκεί που είμαι χαλαρός, τα ‘χω αφήσει όλα πίσω, τσουπ να τη η μπρίζα στο hands free μου. Το θέμα καλεί. Η κατάσταση νιάου.
– Γεια σου Παναγιωτάκη Μου. (νιάου). Πως περνάς; (νιάου) (το ΜΟΥ το προσέξατε ε;)
– Γάβ. Εεεεμμ ναι καλά να εδώ είμαι σ ένα πάρτι στην παραλία κι όλα ωραία
– Α ναι ε; Καλά. Ξέρεις εμείς λέμε να πάμε τελικά με τα παιδιά στο Πήλιο τον 15 Αυγούστου. Τι λες; Θες να ‘ρθεις; (νιαουουουυουοουυοουου!!)
Ο τριμμένος πάγος έλιωσε αυτόματα στο ποτήρι και ο φρεσκοκομμένος δυόσμος μαράθηκε σε χρόνο DT. Η ζάχαρη εδιασπάσθει σε νετρόνια κώνειου. Μα τι μου λέει η ψιψίνα; Αφού τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε. Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη.
– Ε τι να σου πω ρε συ της λέω, αφού ήρθα εδώ τώρα δεν γίνεται. Πως να ρθω Πήλιο από Λέσβο; Δύσκολο. Άλλωστε τα είχαμε πει και στην Αθήνα. Ας κάτσουμε να ηρεμήσουμε λίγο κι από Σεπτέμβριο βλέπουμε.
– Καλά (νιαου λυπημένο). Έχεις δίκιο. Οκ μιλάμε.
Ουφφφφ. Μα τώρα τι ειν΄ αυτά που μου κάνει? Δεν τα ‘χαμε πει; Τες πα. Αλλά έτσι είναι αγαπητοί φίλοι. Μόλις ο αντίπαλος καταλάβει ότι η στάση σου είναι σκληρή και αδιάλλακτη, τότε δέχεται να επαναδιαπραγματευτεί το μνημόνιο. Δεν περνάν άλλες δυό μέρες να το πάλι το γκντούμπ. Με πετυχαίνει σε κατάσταση ουζοποσίας εν ταβερνείο. Μα με GPS δορυφόρο με παρακολουθεί, να μου γαμήσει τις καλύτερες φάσεις; Έλεος.
– Τι κάνεις. Πως περνάς; (classic)
– Είμαι καλά καλό μου, να εδώ πίνουμε ουζάκια με τα παιδιά
– Α τι ωραία, εγώ εδώ στην Αθήνα ακόμα μπλα μπλα μπλα, τυχερέ. Τελικά το σκέφτηκες; Μήπως θες να ρθεις;
Ρε τι έχουμε πάθει. Το ‘χει πιάσει η εξυπνίδου εντωμεταξύ ότι είμαι επιρρεπής τύπος στη μαλακία και σου λέει, θα τον κάνω Κεντέρη τώρα τον μπάμια. Κοίτα να δεις. Δεν τσιμπάω πάραυτα, ούτε εκείνη τη φορά και ευγενικά προσπαθώ να της δώσω να καταλάβει, ότι απλά δεν παίζει το σενάριο να κάνω το γύρο του κόσμου σε 2 μέρες. Εγκαταλείπει με λύπη την προσπάθεια και τότε λέω επιτέλους ας αφεθώ να απολαύσω τις διακοπές μου, που πες μου φίλε αναγνώστη: δεν θα τις είχα τόσο ανάγκη μετά από 3μηνο τρέξιμο;
Αλλά μεγάλε κούνια που σε κούναγε να μου πείτε. Το ρητό που θαύμαζε η νεαρά περισσότερο από όλα, ήταν το ”η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία”. Και κάνει την τελευταία προσπάθεια λίγο πριν αποσυρθούμε στα αποδυτήρια. 14 Αυγούστου τηλεφώνημα. Σπίτι λίγο πριν βγω έξω. Άντε πάλι νιάου νιάου, εγώ πάλι το ίδιο αδιαπραγμάτευτος και τότε αποφασίζει να βάλει τα μεγάλα μέσα. Θα με χτυπούσε στο φιλότιμο και στην ανδρική μου αξιοπρέπεια. Το παλιοθήλυκο. Η συζήτηση ανάβει έπειτα από μισάωρο και κουβέντα στην κουβέντα πετάει και μια ρουκέτα:
– Αυτό είναι τελικά που έλεγες ενδιαφέρον; Τελικά τσάμπα μάγκας είσαι κι εσύ. Μόνο λόγια…
Ντόινκκκκκκκκ. Τι είπε καλέ; Εμένα είπε τσάμπα μάγκα; Που χω πληρώσει τα μαλλιοκέφαλά μου σε συναισθηματικούς λογαριασμούς; Αααααααααα. Θα καραφλιάσει ο κάθε αναμαλλιασμένος, κάτσε να δεις.
Απαντώ:
– Λοιπόν σε κλείνω, θα τα πούμε Πήλιο. Γειά. Κλάαανγκ και το κλείνω.
Τι έκανα; Πάω καλά; Δεν έχω σκεφτεί καν τι έχω πει. Έχω γίνει σαν αστακός απ τα νεύρα. Πρέπει να πιω. Ντύνομαι σφαίρα και πάω στα ούζα. Ο ταβερνιάρης πρέπει να με αγάπησε εκείνη τη μέρα. Νομίζω έχω και μετοχές. Μέσα στο μυαλό μου όλα είναι μαλλιοκούβαρα και καταλήγω σε μπαράκι με ξάδερφο να συζητώ το θέμα.
– Θα πάω
– Ρε μαλάκα είσαι τρελός; Πως θα πας; Αύριο είναι η γιορτή σου. Έχουμε κανονίσει πανηγύρι εδώ με όλους.
– Θα πάω
– Ρε μαλάκα σε τρέχει δεν το ‘χεις καταλάβει; Είναι 2 τα μεσάνυχτα
– Θα πάω
– Δεν έχεις λεφτά, τα ρούχα σου είναι άπλυτα
– Θα πάω
– Εξωγήινοι έχουν καταλάβει στο νησί και σου έχουν στήσει ενέδρα στην Αγιάσο.
– Θα πάω
Μην το τραβήξω άλλο, καταλαβαίνετε ότι δεν με κρατούσε τίποτα. Ο εγωισμός του Διδύμου χτυπήθηκε καίρια από την ευαισθητομπαρουφίαση της Καρκίνου και σε συνδυασμό ότι είχα ψιλολυγίσει κι από την επιμονή, ενέδωσα στο Παπαζόγλειο απόφθεγμα:
Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό….
Και ναι αγαπητοί. Έκανα την τεραστιότερη παλαβομάρα που έχω κάνει ποτέ, με εξαίρεση τις τρισμέγιστες μαλακίες που έχω κάνει στο στρατό. Γύρισα σπίτι στις 3, πήρα τηλέφωνο την Ολυμπιακή, βρήκα εισιτήριο 6 το πρωί για Αθήνα. Έπιασα μια μάζα από ρούχα, πλυμένα και άπλυτα, τα στρίμωξα παρτσαλιασμένα σε ένα σακ βουαγιάζ και ξεχύθηκα στον πηγαιμό για το αεροδρόμιο. Καβαλάω τη μηχανή μου με αμάνικο μπλουζάκι, μισοτύφλα, να κάνω 45λεπτη διαδρομή μες το δάσος, μαύρα μεσάνυχτα με ψόφο, για ποιο λόγο; Να πάω να παίξω τα ρέστα μου σε αγώνα που είχε απόδοση 9,50. Οκ. Και τι έγινε; Eδώ ο ψηλός πήγαινε και πόνταρε να σκοράρει ο Αβραάμ με απόδοση 45, εγώ δεν θα παίξω με 9,50; Όχι θα παίξω.
Έχω συνέλθει απ το ψοφόκρυο λοιπόν πάνω στη μηχανή και φτάνω στο αεροδρόμιο. Εκεί το ξενέρωμα σε συνδυασμό με το ότι δεν πολυσυμπαθώ τα αεροπλάνα αρχίζουν και με φέρνουν στα σύγκαλά μου. Αλλά όχι στα τόσο σύγκαλά μου ώστε να μην κάνω τη μαλακία. Παρκάρω την μηχανή απ έξω και με φόβο ψυχής, γιατί μου χουν κλέψει άλλη μία, την παρατάω και μπαίνω μέσα. Πηγαίνω στο γκισέ η ώρα 4:30. Ανοίγω πορτοφόλιους, δεν παίζει μια. Κανα 30ευρω έχω αλλά έχω υπολογίσει ότι θα το βγάλω με πιστωτική. Δίνω στην μανδάμ την κάρτα, non acceptable. Γιούχου. Να πλύνω κάνα πιάτο; Που ειν’ η κουζίνα; Παπαριές. Τι κάνουμε τώρα; Έχω άλλη μία που δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ, είναι απ αυτές που ξέρετε σας τις φορτώνουν οι τράπεζες και την είχα πάρει δεν ξέρω για ποιο λόγο. Τες πα σε καλό μου βγήκε γιατί το κάρτα λειτουργεί και βγάζω το πολυπόθητο.
Και να ‘μαι στη θέση μου παράθυρον. Βζουμ βζουμ το αεροπλάνακι. Είναι απ αυτά με το κάρβουνο, που γυρνούν τον έλικα δύο μαύροι και απογειώνεται. Με 8 μποφώρ. Ωωωωωπ. Να μια δεξά, να μια πάνω, να μια δίπλα. Μόνο στο Allou Fun Park είχα φοβηθεί έτσι. Παθαίνω ένα λαλα κι αρχίζω να κατεβάζω ότι καντήλι ήξερα. Τι μαλάκας είμαι. Τι μαλάκας είμαι. Έκατσα και στο παράθυρο λες κι θα χει σημασία αμα πέσει το αεροπλάνο, αν θα ‘χω ωραία θέα. Βλέπω το θάνατό σου επεισόδιο IV. Τέλος πάντων ηρεμώ μετά από 10λεπτο. Το ταξίδι ήταν λογικά 45λέπτου αλλά για κάποιο λόγο έχει περάσει η ώρα κι ακόμα βλέπω θάλασσες. Τα όνειρα μου χάλασες. Μα τι γίνεται; Ο από μηχανής θεός, ο πιλότος, με προλαβαίνει και απαντά στο εσωτερικό μου προβληματισμό:
– Αγαπητοί επιβάτες, η πτήση μας παρουσιάζει καθυστέρηση λόγω της αυξημένης κίνησης στο Ελ. Βενιζελος. Σε δέκα λεπτά υπολογίζουμε να προσγειωθούμε. Μας συγχωρείτε για την αναστάτωση…
Ρε σεις. Ρε τι γίνεται ρε; Όχι ρε δεν σας συγχωρούμε για την αναστάτωση. Να μας πληρώσετε ρε την επίσκεψη στον ψυχολόγο ρε. Ρε δεν αφήνετε τις μαλακίες λέω εγώ. Τόσες ταινίες με συντριβές έχω δει και σε όλες αυτή την παπαριά τους λένε. Και καλά κίνηση και καλά ένα μικρό πρόβλημα στον διάδρομο και βοουουυουουουπ! Γκντούπα της. Και βρίσκεσαι να πίνεις γλυκύ βραστό στο El Paradice καφέ με την αναστάτωση παρέα. Σε τα μας ρε χλεχλέδες; Αφήστε τα σάπια ρε. Όχι απαιτώ να έρθει εδώ ο πιλότος να με κοιτάξει στα μάτια και να μου το πεί. Εγώ θα καταλάβω αν λέει αλήθεια. Όχι πήραμε ένα μικρόφωνο και λέμε ό,τι μαλακία μας κατέβει πίσω απ τον τοίχο. Αν είσαι άντρας βγες έξω απ το κόκπιτ να μας τα πεις ρε.
Θέλω να βγάλω τη ζώνη, θέλω να βγάλω το παντελόνι, θέλω να βγάλω το βρακί μου, θέλω να βγάλω κάτι άλλο τέλος πάντων, εκτός από την ψυχή μου, που έχει βγει ήδη και οδεύει προς Κούλουρη. Που να ναι τα σωσίβια; Τα αλεξίπτωτα; Τα αλεξίσφαιρα που να ‘ναι; Πού είναι ένα εικονοστάσι στην τελική να κάνουμε τον σταυρό μας εδώ μέσα. Εξηντατρία ευρώ ρε το πληρώσαμε το εισιτήριο, χάθηκε ρε να βάλετε ένα εικονοστάσι μες το θάλαμο. Είμαστε και θεοσεβούμενοι άνθρωποι, γαμώ την τρέλα μου μέσα μην αρχίσω τα καντήλια πάλι. Ουφφφφφφφφφφφ.
Με τα πολλά λοιπόν καταλάβατε ότι προσγειωθήκαμε, αφού είμαι εδώ και ζω για να σας τα γράφω.
Αθήνα τον 15 Αύγουστο. Ωραία και τώρα; Ταξί για το σπίτι να πάρω τ’ αμάξι. Με τα τελευταία λεφτά μου φτάνω έξω από το πατρικό μου όπου η μανούλα μου η αγαπημένη βλέπει το γιόκα της στο κατώφλι.
– Παναγιώτη εσύ είσαι;
– Μάνα δεν με γνώρισες; Μαύρισα ε;
– Τι κάνεις εδώ παιδάκι μου;
– Ήρθα να μου πεις χρόνια πολλά από κοντά!
– Είσαι τρελό παιδί μου; Έγινε κάτι;
– Όχι ρε μάνα. Απλά είπα να πάω 3 μέρες Πήλιο με κάτι φίλους. Όλο Μυτιλήνη θα κάθομαι; Όλο ούζο ούζο ούζο το βαρέθηκα…
– Ε τι να πω παιδάκι μου. Εσύ ξέρεις.
– Αχ μανούλα μου. Ξέρω που να μην ήξερα…
Κάθομαι ολίγον που λέτε σπίτι με χαρτζιλικώνει και ο Daddy με μια κατοστάρα για τα χρόνια πολλά και ώπ βγάλαμε τα έξοδα του ταξιδιού. Του ξυδιού δεν τα βγάλαμε, αλλά μην είμεθα και πλεονέκται. Και παίρνω που λέτε το άλλο ηρωικόν όχημα το Corsaki μου να πάω να κορσέψω το Πήλιον. Γιούγριαααα…
Ντάλα στον ήλιον η διαδρομή, εγώ άυπνος κοντά 24ωρο, αλλά πλυμένος, φαγωμένος και χαρτζιλικωμένος ξεκινάω από τον σπίτι μου στον Ταύρον, προς το βουνό των Κενταύρων. Με καφεδάρα στο χέρι, τσιγαράκι και στο τέρμα να παίζει ”Σαν να μην πέρασε μια μέρα”, που όντως δεν είχε περάσει, μπαίνω Εθνική. Αυτά είναι οχήματα ρε, αίντε με τα αεροπλάνα και τις μαλακίες. Μια χαρά που λέτε φτάνω Βόλο. Παίρνω τηλέφωνο το θέμα. Το θέμα μάλλον δεν έχει πιστέψει ότι τελικά με μπρίζωσε τόσο ώστε να κάνω αυτό το ΥπερΕλληνικό ταξίδι και χαχανίζει.
– Έλα τι κάνεις; Πως ήταν το ταξίδι με το αεροπλάνο; αχχαχχααχαχοχιχιχιχιιχιχιχιχι
Τώρα της ρίχνεις κάνα μπινελίκι Βολιώτικο; Δεν τα ξέρω κιόλας. Κάτσε να googlάρω. Μπα.
– Έλα καλά. Κοροϊδεύεις ε;
– Έλα Παναγιωτάκη μου (να το πάλι το Μου) μην τσατίζεσαι. Τελικά δεν το ‘κανες ε; Εντάξει κι εγώ ήμουν υπερβολική αλλά θα θελα να ήσουν εδώ να κάνουμε μαζί λίγες μέρες διακοπές… (μαζί ε?)
– Ε ναι τελικά ήταν δύσκολο δεν γινόταν καλό μου. Αλλά για μισό λεπτό. Να σε ρωτήσω. Εδώ βλέπω μια ταμπέλα.
– Ε; Τι ταμπέλα;
– Να λέει ευθεία Βόλος, αριστερά Πήλιο. Να στρίψω;
– Ορίστε?????? Πλάκα μου κάνεις!!
– Καθόλου πλάκα. Και να μου παραγγείλεις ένα Φρέντο εσπρέσο γλυκό ελαφρύ σε κάνα μισάωρο που θα φτάσω. (Σιγή)
Ε… η νεαρά έπαθε ένα κοκομπλόκο γιατί δεν ήξερε με τι στόκο είχε μπλέξει. Με τα πολλά μου λέει τοποθεσίες κλπ και πάω καρφί για το μέτωπο.
Όλοι σας θα υποθέτετε αυτή την στιγμή, ότι ο υποφαινόμενος με την Σπαϊντερμανιά που έκανε, το κορίτσι εσυγκινήθη, ήταν και η γιορτή του και τα ευκόλως εννοούμενα παραλέιπονται. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όχι αγαπητοί μου δεν έγιναν έτσι. Γιατί της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος, πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος. Τώρα αρχίζει η πλάκα. Φτιάξτε καφέ.
Κι εγώ λοιπόν στο μυαλό μου αυτό το σενάριο είχα. Το κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ναι καλά καημένε εραστή. Υποσυνειδήτως όμως, σαν αξιοπρεπής Δίδυμος που σέβεται τον εαυτό του, κάθε φορά φτιάχνω ένα σενάριο διαφυγής, ασχέτως αν τα πράγματα πάνε στραβά ή όχι. Και κάτι μου έλεγε ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Σκάω λοιπόν στον Αγ. Νικόλαο Πηλίου υποψιασμένος για τα χειρότερα.
Και το χειρότερα ήταν: α) Παίζει ανταγωνιστής β) Έχει βίτσιο να τρέχει κόσμο κι έπεσα μέσα και γ) είναι σε άλλο μέρος και μου κάνει τη χειρότερη πλάκα ever. Πάλι καλά το τελευταίο δεν επαληθεύτηκε, αλλά τα υπόλοιπα δύο έπαιζαν, καθώς με το που σκάω στην παραλία που μπανιαριζόταν η ”αφροδίτη”, αντί να με περιμένει με τον καφέ μου παραμάσχαλα και με ανοιχτές αγκάλες, πλατσούριζε αυτάρεσκα το κορμί της, εις τον αφρό του Αιγαίου πελάγους. Τρώω την πρώτη κατραπακιά. Η υπόλοιπη παρέα με υποδέχτηκε εγκαρδίως, αν και σε όλους ένιωθες το βλέμμα που έχουν όλοι, όταν στο κούτελό σου γράφει, είμαι μαλάκας.
Δεν ξενερώνουμε όμως ποτέ ρε. Εδώ ξεπεράσαμε ολόκληρον κικαιώνα στον αέρα, στο έδαφος θα κολλάγαμε; Φέρτε μου πιλότους να τους σκίσω. Ότι και να γινόταν το ‘χα για πλάκα. Τες πα λέω μέσα μου, χαλαρά Παναγιωτάκη πες ότι ήρθες τρεις μέρες διακοπές κάπου αλλού. Χρόνια μου πολλά.
Και καλά έκανα. Το Afrodite κάποια στιγμή αναδύεται και έρχεται λες και είδε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου.
– Καλώωωως τον Παναγιώτηηηη (Πάει το Μου). Ε δεν σε πιστεύω ότι το ‘κανες αυτό.
– Ε σάμπως εγώ το πιστεύω. Αφού τσιμπιέμαι απ την ώρα που ήρθα.
– Χαχα. Όχι εδώ είσαι. Θα σαι και κουρασμένος. Κάτσε ξεκουράσου.
– Κάθομαι, κάθομαι…. (ούτε φιλάκι ούτε τίποτα, @%!!#^#!@^ μέσα!)
Που κάθομαι. Σ αναμμένα κάρβουνα κάθομαι, σκεφτόμουν. Αλλά είπαμε. Αυτοέλεγχος κι αξιοπρέπεια. Σα να ‘χω κάνει 35 χρόνια γιόγκα. Συγκεντρώσου Πανούλη, συγκεντρώσου. Το ελέγχεις το θέμα. So relax, πάμε τρώμε κάτι και μετά σε άλλη παραλία που ονομάζεται Αγίοι Σαράντα να χαλαρώσουμε. Βρε ποιοι Άγιοι Σαράντα. Ούτε οι Άγιοι Πάντες δεν με κάνουν καλά τώρα εμένα. Ας είναι. Παίρνω το καϊπιρίνι μου. Το ‘χω ψυχολογήσει το θέμα. Έχει το πόδι πατημένο στο φρένο και η μηχανή της έχει κολλήσει από λάδια. Τι άλλη προσπάθεια να κάνω άραγε; Να τη σπρώξω; Μπα δεν τραβάει το μηχάνημα. Τα παρατάω. Την πάτησες μεγάλε μου, σκέφτομαι. Με τις υγείες σου. Αλλά όμως αγαπητοί δεν είχα πει την τελευταία μου κουβέντα. Το μεγάλο όπλο ενός Διδύμου είναι ότι μπορεί να αλλάξει διάθεση και να προσαρμοσθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Και ετούτον έπραξα. Και εν τούτο νίκα.
Παίρνω και δεύτερον Καϊπιρίνιαου λοιπόν και αποφασίζω να πάω βόλτα με το ποτό μου ανά χείρας στην παραλία, η οποία πρέπει να ήταν στο τοπ 5 των παραλιών που ‘χω πάει στη ζωή μου. Νερά γαμάτα, άμμος γαμάτη, και φουλ στο μάτι. Έχει και ένα μπιτσόμπαρο στα ψηλά όπου γίνεται της εκδιδομένης. Όπως λοιπόν βολτάρω σαν τον Ψάλτη σε παραλία γυμνιστών στο ”Έλα να γυμνωθούμε Ντάρλινγκ” πέφτω πάνω σε κοπελίτσα level 9. Και σούξου μούξου μανταλάκια , κάτι τη βοήθησα να κάνει δεν θυμάμαι, να το το γυμνό αγγελάκι πάνω απ τα κεφάλια μας, να προσπαθεί να μας κεντράρει. Αυτή νηπιαγωγός εγώ αγωγός σκέτο επικοινωνίας, τα βρίσκουμε πολύ στο μπλα μπλα. Σας το πα. Δεν είχα πει την τελευταία μου κουβέντα. Έπειτα από συζήτηση ενός τετάρτου αυτή με καλεί το βράδυ στο αυτό μπαράκιον που έχει πάρτι να χορέψουμε και ότι προσκύψει. Εγώ γιούχου. Δέχομαι και γυρίζω στη βάση. Ηθικόν ακμαιότατον. Το θέμα έχει πιάσει το χλιμιτζούριασμα με την άλλη και ο ανταγωνισμός αρχίζει και λειτουργεί ανταποδοτικά. Δεν το κανα επίτηδες αλλά πέτυχε. Δυστυχώς για τους Καρκίνους η ζήλια είναι το αδύνατο σημείο τους και δεν πα να είσαι ο Κουασιμόδος, αν υποψιαστούν παρεμβολές εκεί τρώνε τη φόλα. Ε εκεί εξέπνευσε και αυτή. Εγώ πλέον φοράω το ύφος χιλίων καρδιναλίων κι αυτή βλέπει ότι το παπόρι φεύγει ακόμα δεν ήρθε. Φροντίζω να μάθει και για το πάρτι μέσω τρίτου για να μην καρφωθώ κι εκεί τα κάρβουνα μεταφέρονται σε άλλο κάθισμα. Είμαι κακός ε; Εκδικητικός ε; Δεν σας είπα ότι έχω Σκορπιό ωροσκόπο κι είχε πιάσει τόπο…:Ρ
Η ώρα περνά και τελικώς γυρίζουμε σπίτι. Είμαι ένα πτώμα από την κούραση και χρειάζομαι επειγόντως μια δυο ώρες ύπνο γιατί θα καταρρεύσω. Το δωμάτιο πολυμορφικόν, χωράει 6 άτομα. Δυο για ζευγάρια και άλλο ένα που παίζουν δύο ράντζα. Εγώ θα ‘παιρνα το ένα. Τελικά όμως το πρόσωπο προτείνει να βάλει το ράντζο μέσα στο δικό της δωμάτιο δίπλα της, όπου θα κοιμόμασταν εγώ, αυτή και φίλος. Jackpot. Καλά που το ‘κανε δηλαδή, γιατί τώρα θα μουν φυλακή. Γιατί; Γιατί το πρωί που ξυπνήσαμε, ο ανταγωνιστής που κοιμόταν στο ένα ράντζο, από τον καημό του είχε πιει τόσα Johnny, που το βράδυ σηκώθηκε μη βρίσκοντας τουαλέτα και κατούρησε στο σημείο όπου θα τοποθετείτο το ράντζο που θα κοιμόμουν. Τώρα για πέστε μου φαντάζεστε σκηνή, όπου θα ξύπναγα και εκεί που θα ονειρευόμουν παραδείσια λουτρά με την ύπαρξη αγκαλιά, να έβλεπα τον ουρολάγνο ανταγωνιστή από πάνω μου, να με λούζει με χρυσή βροχή; Και κερατάς και κατουρημένος; Ε όχι. Νομίζω ότι δεν θα τον βρίσκανε μετά από αυτό. Για αυτό λέω. Δόξα τον Κύριο. Και γι αυτόν.
Όλα καλά λοιπόν. Το σήμα ελήφθη. Την πέφτω λοιπόν για ολίγον τι και ξυπνάω για να ετοιμαστούμε. Το πρόσωπο αναρωτιέται αν θα πάω στο πάρτι τελικά. Εγώ σκέφτομαι ότι θα της άξιζε κάτι τέτοιο αλλά ο Δίας μου βρέθηκε εκείνη τη στιγμή στην Αφροδίτη και τελικά βλέποντας ότι ο τροχός τείνει να γυρίσει και μια και ήταν και η γιορτή μου είπα ότι δεν θα πάω. Και σωστός έπραξα. Και βγαίνουμε.
Δεν θα περιγράψω το τι έγινε μετά, αλλά θα πω ότι όλα τελικά πήγαν καλά, περάσαμε 2 μέρες μαζί όπως δεν περάσαμε ποτέ και ένιωσα ότι είχε αρχίσει κάτι που δεν θα έμενε εδώ. Και ήταν αλήθεια. Δεν έμεινε μόνο εκεί. Πάλι δεν είναι αυτό που φαντάζεστε. Φτιάξτε δεύτερο καφέ.
Επιστρέφοντας λοιπόν στην Αθήνα, είμαστε με τη νεαρά σε κατάσταση γούτσου γούτσου, την οποία ευελπιστούσα για αρκετό καιρό. Και είχε συμβεί. Ω ναι ήταν αλήθεια. Ένιωθα ότι ήμασταν τελικά μαζί. Κυκλοφορούσα σ ένα ροζ συννεφάκι όλη την ώρα. Χαρούμενος όσο ποτέ, απολάμβανα την στιγμή. Αλλά ένα μικρό αγκαθάκι ήταν εκεί και με ενοχλούσε. Το γαμίδι. Έπρεπε να γυρίσω στο νησί να μαζέψω τα πράγματά μου και τη μηχανή μου. Δυστυχώς. Εδώ μπορείτε να αναφωνήσετε. Που πα ρε Καραμήτρο; Τώρα που πιτσι πίτσι το χεις ρίξει το κορίτσι πας να φύγεις; Είσαι με τα καλά σου; Κάτσε εδώ ρε μην αλλάξει γνώμη. Ε εγώ δεν το σκέφτηκα ρε χαλβάδες νομίζετε; Αλλά έπρεπε αγαπητοί φίλοι να την κάνω, ένεκα η μηχανή. Με βαριά καρδιά το λοιπόν, μπουκάρω σε παπόρι για το νησί. Σιγά μην έμπαινα στο αεροπλάνο. Άλλη μια διαδρομή. Φτάνω εις Λέσβο και μπαίνω καπάκι σε ταξί. Ταρίφας με τσιτώνει, λέγοντας ότι έξω απ το αεροδρόμιο κλέβουν μηχανές. Με την ψυχή στο στόμα παρακαλώ τους Άγιους Σαράντα να είναι σώα η μηχανή μου. Εντάξει όλα οκ. Εκεί ήταν. Την παίρνω και γυρίζω χωριό.
Η παρέα μου μόλις έφτασα, αδημονούσε να μάθει τα νέα. Τους τα περιγράφω εν ολίγοις και όλοι ικανοποιημένοι τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας. Εγώ από την έκβαση της υπόθεσης και αυτοί που θα είχαν άλλη μια μαλακισμένη ιστορία να θυμούνται, απ’ τον καμμένο φίλο τους. Αλλά η ιστορία δεν είχε τελειώσει εδώ δυστυχώς. Μην τα ξαναλέω με τους καφέδες λοιπόν, έκατσα κάνα δυο μέρες ακόμα και πάω να βγάλω εισιτήριο με το καράβι για πίσω όπου με περίμενε το darling.
Στη Μυτιλήνη που λέτε όταν φτάνει η μέρα της επιστροφής, αν είσαι συνεπής και τακτικός άνθρωπος έχεις βγάλει εισιτήριο από τη μέρα που ήρθες. Το συνεπής και τακτικός είναι δύο λέξεις, που δεν τις συναντάς και πολύ εύκολα πάνω μου. Και για το άνθρωπος ελέγχομαι. Πάω λοιπόν να το βγάλω το ρημάδι και κλασσικά δεν υπάρχει εισιτήριο για τη μηχανή. Μόνο μέχρι Χίο. Ε καταλάβατε. Έκανα τη γνωστή λαμογιά που κάνουν κάθε χρόνο όλοι οι Αθηναίοι. Εισιτήριο μέχρι Χίο και μετά σφυρίζεις κλέφτικα μέχρι να φτάσεις λαθρεπιβάτης ως τον Πειραιά. Το διαπράττω το έγκλημα λοιπόν και έχω συνταξιδιώτη και συνένοχο τη φίλη μου τη Σοφία. Για κακή μου τύχη η μηχανή μου μπαίνει σχεδόν τελευταία από την μπουκαπόρτα και έχω μισοκλείσει ένα αμάξι. Ε σκέφτομαι δεν γαμείς. Θα τα κανονίσουν οι μούτσοι αν εμποδίζει. Δεν είναι δα και τόσο βαριά. Μόλις 330 κιλά…:Ρ
Το ταξιδάκι μια χαρά, κυματάκια, γλάροι ολούθε κι όλα τέλεια. Μετά από τρίωρο φτάνουμε Χίο. Έχω μια ενδόμυχη ανησυχία όμως για την μηχανή. Ρε μου χει φάει τη ζωή αυτό το πράγμα. Ανησυχώ μήπως τελικά κλείσω κανένα αμάξι και πάνε και τη σηκώσουν και κάνουν καμιά ζημιά. Στις μύτες των ποδιών, τσίκι τσίκι, κατεβαίνω στο γκαράζ. Σαν άλλος Αρτέμης Μάτσας παρακολουθώ πίσω από ένα τοίχο τη διαδικασία. Ανέγγιχτο το μηχάνημα. Όλα καλά. Πα να φύγω και ωωωπ. Με πετυχαίνει ο μούτσος που με είχε βοηθήσει να παρκάρω.
– Ειιιιιπ. Που πας εσύ?
– Ι dont speek Greek I m sorri
– Ρε άστα αυτά, εσύ δεν είσαι με τη μηχανή τη μεγάλη που πήγαινε μέχρι Χίο; Έλα εδώ, βγαλ’ την έξω
– Ποια να βγάλω; Εεεεμ I dont understaint what you said, sorri.
– Nαι, καλά. Παιδιαααααα ελάτε να βγάλουμε έξω αυτή τη μηχανή. Σηκωτή.
– Καλά ντε πως κάνεις έτσι. Αφήστε τη μηχανή κάτω ρε. Άντε τη γλίτωσε ο πιλότος μη δείρω κάνα μούτσο τώρα.
– Μεγάλε όπως είσαι βάλε την μπροστά κι έξω.
– Μα ρε παιδιά θα βγάλω εισιτήριο μέχρι Πειραιά, μην μπλέξουμε τώρα.
– Δεν ακούω κουβέντα έξω
– Δεν έχω τα κλειδιά, τα ‘χω πάνω πως να τη βγάλω
– Έξω
– Δεν έχω δίπλωμα
– Έξω
– Δεν έχω χέρια
– Έξω
Ουφφφφ. Γκασμάς. Δεν καταλάβαινε Χριστό. Τι τα θέλω κι εγώ γαμώ την καλοψυχία μου μέσα να πάω να δω αν ενοχλεί η μηχανή μη χέσω. Ρούφα τώρα δέσποτα.
Αναγκάζομαι που λέτε να πάω να βγάλω τη μηχανή έξω. Με χίλια μύρια παρακάλια και αρχίζοντας μανούρα, ένας λιμενικός με καθησυχάζει ότι θα τη βάλει τη μηχανή μέσα στο τέλος απλά να μην κάνω φασαρία. Πείθομαι κι εγώ ως ευκολόπιστος και φιλήσυχος πολίτης για να μην του γαμήσω τα πέταλα.
Εκεί που περιμένω λοιπόν στον λιμένα της Χίου να δω εξέλιξη, γίνεται της ψιλοπουτάνας. Καμιά 50ρια φαντάρια έχουν πάρει άδεια τελευταία στιγμή και δεν τους αφήνουν να γυρίσουν στην ζέστη θαλπωρή του πατρικού τους σπιτιού. Φωνές, σειρήνες, επεισόδια συνθέτουν όλο το σκηνικό. Εγώ έχω μια περίεργη ηρεμία. Η φίλη μου η Σοφία παρακολουθεί από την κουπαστή τα τεκταινόμενα. Μου κάνει νόημα ”τι συμβαίνει” κι εγώ της απαντώ ”ολα ΟΚ”. Οκ είν το μάτι σου χαλβά. Με κίνηση Cobe Bryant οι λοστρόμοι λύνουν τους κάβους, ενώ η μπουκαπόρτα αρχίζει να ανεβαίνει… Τι να κάνω; Ποιόν να βαρέσω; Ποιόν να δαγκώσω; Να βάλω μπρος τη μηχανή, να πάρω φόρα κάνοντας άλμα αλα Ντιουκς και να πηδήξω στο κατάστρωμα ή να κοπανήσω τον πρώτο λιμενικό που θα βρω μπροστά μου; Τρομερό το δίλημμα. Δεν έκανα τίποτα από τα 2 γιατί δεν είχα πάνω μου το τσαντάκι με το πορτοφόλι, το κινητό μου και τα υπόλοιπα είδη πρώτης ανάγκης. Κοιτάζω τη Σοφία που κάνει τη σοφή κίνηση να τρέξει στα πράγματα να πάρει το τσαντάκι μου. Χώνει μέσα ένα 20 ευρό και ενώ το πλοίο απομακρύνεται, εκσφενδονίζει το τσαντάκι από τον 3ο όροφο του ”Θεόφιλος”. Θεός φυλάξει. Σαν σκηνή από αμερικάνική ταινία, βλέπω το τσαντί να πλησιάζει στο έδαφος και με πισωπλάγια βήματα, σαν αμυντικός των New England Patriots, μπλοκάρω το πεπόνι, εεεμ το τσαντόνι. Το Σόφη πάνω έχει πάθει παράκρουση και θέλει να πλακώσει τον καπετάνιο στο ξύλο. Εγώ με το που έχω πιάσει την τσάντα, μπουκάρω στον όχλο με τα φαντάρια και αρχίζω τα γαμοσταυρίδια. Γίνεται της Πόπης, ένα αλαλούμ άνευ προηγουμένου, αλλά το αποτέλεσμα δεν θα άλλαζε. Θα έμενα στη Χίο. ΔυστυΧΙο μου…..
Πέστε μου τώρα εσείς πως θα αισθανόσασταν στη θέση μου; Μονάχος στη Χίο, βαθιά νυχτωμένος, σκοπός και ελπίδα καμιά. Με 20 ευρώ, που δεν φτάνει όχι για εισιτήριο, αλλά ούτε για τσίχλες, χωρίς δωμάτιο, με τις βαλίτσες μου να ταξιδεύουν για Αθήνα και το love να περιμένει να γυρίσω. Σου γυρίζει το μάτι ναι η όχι; Και μετά σου λένε πως γίνονται τα εγκλήματα. Έχω πάθει ζαβαρακατρανέμια. Θα γίνει φονικό Μπάμπη μου. Δεν θυμάμαι καν τι έλεγα στους λιμενικούς, οι οποίοι θέλουν να ηρεμήσω και να πάμε στο λιμεναρχείο για να βρούμε μια λύση. Τι να ηρεμήσω ρε; Ποια λύση ρε; Μία είναι η λύση, δώστε μου ένα τρίφυλλο γεμάτο με χασίσι. Με τα πολλά τελικά πείθομαι να πάω, γιατί ένας λευκοντυμένος μου σφύριξε, ότι έχει κι άλλο πλοίο σε κάνα δυο ώρες. Ε έρχομαι λίγο στα λογικά μου και ακολουθώ. Πάμε λιμεναρχείο.
Από την επεισοδιακή, μη απόβαση του Ελληνικού στρατού στο πλοίο, τοπικά κανάλια έχουν μυριστεί θέμα και έχουν σκάσει συν γυναιξί και τέκνοις. Η χαρά του ντόπιου ρεπόρτερ. Έχει παρακολουθήσει όλο το σκηνικό και ακολουθεί κι αυτός όλον το συρφετό προς το λιμεναρχείο. Εκεί καταγράφει με κάμερα τον παρακάτω διάλογο, σχεδόν μονόλογο με τον αρχιλιμενάρχη:
– Ρε πάτε καλά ρε. Ρε τι ειν αυτά που κάνετε; Θα τρελαθούμε τελείως; Πάτε και βγάζετε ανθρώπους από το πλοίο ρε; Χωρίς τα πράγματά τους ρε; Κι εμένα τη βαλίτσα μου που έχω 20000 ευρώ μέσα (ναι καλά) ποιος θα μου τα πληρώσει άμα τα χάσω εεεεεεεεε; Μου ΛΕΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ (ουρλιαχτό σε Μι ματζόρε, τελευταία οκτάβα δεξιά)
– Ηρεμήστε κύριε, θα πάρουμε τηλέφωνο να σας τη φυλάξουν τη βαλίτσα σας.
– Σιγά μη μου ετοιμάσουν και Νέσκουικ Φραπέ ρε, που θα τη φυλάξουν. Να πάρεις τηλέφωνο να τους φυλάξει αυτούς ο Θεός πες τους
– Μα τι λέτε κύριε. Σας παρακαλώ. Όλα θα τακτοποιηθούν
– Τι θα τακτοποιηθεί κύριε Ναύαρχε, πως θα φύγω εγώ από δω μου λέτε χωρίς λεφτά; Μήπως θα με χαρτζιλικώσετε κιόλας; Πέστε μου τι να κάνω κύριε υποπτέραρχε μου. Να πιάσω καμιά δουλειά να βγάλω λεφτά; Ψάχνει κανένας DJ σήμερα το βράδυ; Δεν έχω και τα δισκάκια μου γαμώ την καταδίκη μου.
– Θα τα βρούμε κύριε μου. Θα σας βάλουμε δωρεάν στο επόμενο πλοίο μην ανησυχείτε.
– Και πότε είναι το επόμενο;
– Εχμ να ξέρετε έρχεται ένα τώρα σε 1 ώρα αλλά είναι φούλ και αυτό. Δυστυχώς πρέπει να περιμένετε μέχρι το πρωί τον Άγιο Ραφαήλ.
– Α δεν ξέρω κανόνισε να μπω μέσα μην δούμε τον Άγιο Ραφαήλ παρέα όλοι μαζί.
– Θα προσπαθήσω. Δεν το υπόσχομαι αλλά θα προσπαθήσω…
Τα νεύρα μου τσατάλια. Δεν ξέρω αν έχω βγει απ’ τα ρούχα μου περισσότερο από εκείνη τη φορά. Κοιτάζομαι συνέχεια να δω αν είμαι γυμνός. Και να και το κερασάκι στην τούρτα όπου ο δαιμόνιος Χιώτης ρεπόρτερ με το μικρόφωνο στο χέρι με προτρέπει να κάνω μια δήλωση. Και βέβαια αγαπητέ. Δήλωση δεν θα κάνω;
– ΝΑ ΠΑ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙΤΕ ΡΕ, ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ…
Αφήνω τα πράγματα στο λιμεναρχείο και πάω να κάνω μια βόλτα μπας και συνέλθω. Σε λίγη ώρα το πλοίο Νο 2 έχει δέσει κι αυτό. Νέα επεισόδια εκτυλίσσονται στην προβλήτα, αλλά δεν μου ‘χε μείνει κουράγιο να εμπλακώ. Έχω αποδεχτεί τη μοίρα μου. Απογοητευμένος, αποκαμωμένος και αποβλακωμένος, καπνίζω ένα τσιγάρο στα σκαλάκια του κτιρίου.
Περνάει καμιά ώρα και λίγο πιο ήρεμος επιστρέφω στο λιμεναρχείο. Τα τυπάκια εκεί περιμένουν round 2 αλλά ο Balboa τους απογοητεύει και κάθεται ήσυχος στη γωνία του. Μετά από λίγο πιάνουμε και την κουβέντα. Από που είσαι μπλα μπλα μπλα, α κι εσύ, έχω ένα φίλο, μπλα μπλα μπλα και για να μην σας κουράσω άλλο ψήνω τους 2 λιμενάρχες να με ξεναγήσουν στην νυχτερινή Χίο… :Ρ
Λεφτά παίζουν μόνο για σουβλάκια αλλά οι παλίκαροι λιμενάρχες προσφέρονται να κεράσουν ότι πιω. Ε δεν με ξέρανε τα παιδιά. Με πάνε λοιπόν σ ένα σκυλέ λιμανίσιο μπαρ, όπου τελικά το κλείνουμε μετά από και ‘γω δεν ξέρω πόσες τεκίλες. Σε κατάσταση σαύρας λοιπόν κι ενώ η ώρα πλησιάζει 6, φεύγω σφαίρα για το πρακτορείο, όπου θα μου έβγαζαν το εισιτήριο.
Όπως τα δεκατριάχρονα που περιμένουν να ανοίξουν οι πόρτες σε συναυλία της Madonna, έτσι κι εγώ έχω στηθεί απ’ όξω και περιμένω τον πράκτορα. Ο Πράκτωρ τελικά μου την κάνει από άλλη πόρτα σαν άλλος 007 και αιφνιδιαστικά ανοίγει από μέσα αυτήν που είχα γείρει. Ωπα της. Ισωμα. Με το που καταλαβαίνω ότι άνοιξε το πρακτορείο, μπουκάρω αστραπιαία και φωνάζω:
– ΤΟ ΕΙΣΗΤΗΡΙΟ ΜΟΥ, ΤΩΡΑ!!!!
Έντρομος ο πράκτωρ μου το βγάζει. Εκεί ησύχασα. Δεν θα μπορούσε τίποτα πια να με κρατήσει εδώ. Ένα πρόβλημα μόνο υπήρχε. Το πλοίο έφευγε 8 το απόγευμα. Τι κάνεις λοιπόν 14 ώρες στη Χίο; Ε τι να κάνεις; Τον τουρίστα. Τα ‘παμε οι Διδυμάρες μπορούν να γυρίσουν αυτόματα, μια άσχημη κατάσταση καπάκι προς όφελος τους. Έτσι λοιπόν είπα να γνωρίσω τις χαρές του όμορφου αυτού νησιού μη χέσω. Αλλά πρώτα έπρεπε να κοιμηθώ. Τι να κάνω λοιπόν είχε ξημερώσει για τα καλά. Παίρνω την μηχανή και ξεκινάω στ’ άγνωστο με βάρκα την ελπίδα να βρω την πρώτη παραλία που θα συναντήσω και να αράξω εκεί. Και να τη πετιέται. Στα 5 χιλιόμετρα ήταν εκεί και με περίμενε η αγαπημένη μου παραλία με την ξαπλώστρα. Παρκάρω και φεύγω σφαίρα. Αποθέτω πράγματα, βγάζω μπλουζάκι κι αράζω, Τον καφέ μου παρακαλώ. Πίνω δυο γουλιές και αααααααχ η απόλαυση. Ερημιά η παραλία στις 9 το πρωί και μου μπαίνει και η ιδέα να ρίξω και μια βουτιά με το βρακί μιας και μετά από 18 ώρες ιδρωκοπανήματος μια μπίχλα άλφα την είχα μαζέψει. Τσαπ, νταπ, ντουκ, μπλουμ και μέσα. Αααααααααχχχ. Τέλεια. Ετσι ρε. Greek Summer. Γυρίζω ξαπλώστρα φοράω και τη βερμούδα μου πάλι και η ώρα για ύπνο έφτασε.
Η μέρα ήταν Δευτέρα και δεν σας ανέφερα μέχρι εδώ ότι υποτίθεται ότι θα ήμουν και στην δουλειά. Ε δεν το θεώρησα σημαντικό… :Ρ Και μετά από αυτό εδώ που τα λέμε, ποια δουλειά, εντάξει. Θα φάω ένα κράξιμο, αλλά ήταν υπεράνω των δυνατοτήτων μου. Θα τους εξηγούσα. Ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε. Γιατί?;Γιατί κατά τις μία το μεσημέρι τα κανάλια είχαν αρχίσει και παίζανε ειδήσεις. Και ποιος σκάει πρώτη είδηση, αλλόφρων να ρίχνει μπινελίκια στο λιμάνι της Χίου; Ποιοοοοοος; Εγωωωωωωωωω. Που στάθηκα μπροστά σου και είπα όλα δικά σου, σ αγαπώ. Άσχετο. Έγινα πρωτοσέλιδο. Είναι αυτά τα γαμημένα τα 15 λεπτά δημοσιότητας που σου αντιστοιχούν τελικά και μένα μου έκατσαν σ αυτήν την περίπτωση. Πάλι καλά γιατί αν ξέφευγα άλλο λίγο θα είχα δημοσιότητα για φόνο. Αρχίζουν λοιπόν και χτυπάνε τηλέφωνα από παντού. Μανάδες, φίλοι, συγγενείς, κοπέλες που ‘χαν να με πάρουν 345 χρόνια τηλέφωνο. Όλοι. Τι έγινε, αν είμαι καλά κλπ κλπ. Νιώθω ότι είμαι τουλάχιστον ο Σάκης και το κιν δεν σταματάει να χτυπά. Τελικά είδατε, μέχρι και αρνητική η δημοσιότητα, δεν παύει να είναι δημοσιότητα. Σοφόν.
Το ευτυχές λοιπόν ήταν, ότι και τ’ αφεντικά μου είδαν την είδηση και έτσι δεν είχαμε γκρίνιες κλπ. Κατάλαβαν. Ε δεν θα μπορούσα και άλλες. Η ώρες περάσαν λοιπόν, πήγα και για καφεδάκι μετά, βρήκα και κάτι παλαιούς συμμαθητάς όπου ταξιδεύαμε μαζί και τελικά όλα καλά. Όλα; Ε όχι κι όλα. Είχα κι ένα θέμα αν ενθυμίστε που με αφορμή αυτό συνέβησαν όλα αυτά τα κουλά. Το θέμα/νιαου/afrodite/πρόσωπο λοιπόν όλο αυτό το διάστημα δεν τα πολυσήκωνε τα τηλέφωνα και όταν τα σήκωνε τα Παναγιωτάκια Μου και όλα γενικά τα Μου είχαν κοπεί. Την ψιλοσακουλεύτηκα τη δουλειά που λέτε αλλά εκείνες τις ώρες είχα άλλα προβλήματα να ασχοληθώ. Και είπα. Θα γυρίσω πίσω και τότε πια θα καθαρίσω. Ε και τελικά ο Οδυσσέας έφτασε, μετά από όλη αυτήν την ταλαιπωρία, στην Ιθάκη.
Και που ναι η Πηνελόπη οεο;
Μήπως με περίμενε στο λιμάνι;
Μπά.
Μήπως με περίμενε σπίτι που μου ‘χε φτιάξει Ιμαμ Μπαιλντι;
Μπα.
Μήπως είχε κόψει τις φλέβες τις μην αντέχοντας την απουσία μου;
Μπα Μπα Μπα.
Ψιλοαδιάφορη εν ολίγοις η κατάσταση κι εγώ ξαναμπαίνω στο τριπάκι κυνήγι. Καταλαβαίνετε λοιπόν αγαπητοί τι είχα τραβήξει όλους αυτούς τους μήνες. Το παρακάτω απόσπασμα περιγράφει απόλυτα την κατάσταση:
Ήθελα να με θέλεις. Εγώ σε ήθελα κι εσύ έκανες πως με θέλεις ενώ δεν ήθελες. Κι ήθελες να σε θέλω. Κι εγώ σε ήθελα αλλά μετά κατάλαβα ότι τελικά δεν ήθελες. Και είπα αφού δεν με θέλεις εγώ γιατί να σε θέλω; Και δεν ήθελα να σε θέλω. Εσύ όμως είδες ότι σταμάτησα να σε θέλω και άρχισες να με θέλεις ενώ εγώ δεν σε ήθελα. Και σκέφτηκα, τώρα γιατί να με θέλεις ενώ δεν με ήθελες; Μήπως κάνεις πάλι ότι με θέλεις ή τελικά με θέλεις; Κι αν με θέλεις στ’ αλήθεια πως θέλεις να ξέρω αν σε λίγο καιρό δεν θα θέλεις και θα κάνεις ότι με θέλεις; Κι εγώ τώρα που δεν θέλω πως να αρχίσω να σε θέλω ενώ νιώθω ότι δεν θέλω; Θα θελα να ‘ξερα τι γίνεται. Με θέλεις δεν θέλω, δεν θέλεις σε θέλω, τελείως μπουρδέλο.
Όπως τα λέγαμε. Γαμήστε τα κι αφήστε τα. Και κάπου εδώ το love story φτάνει στο τέλος του. Επειδή όμως κάθε πιασάρικη ιστορία οφείλει να έχει κι ένα happy end κι εγώ έτσι θα κλείσω την μικρή (!) αυτή ιστορία. Με happy end.
Ο παραλογισμός που λέτε λοιπόν συνεχίστηκε για άλλους 2 μήνες. Πως άντεξες ρε κακομοίρη θα αναρωτιέστε. Ε μα με όλα αυτά που τράβηξα αγαπητοί αν το παρατούσα, θα ήταν κρίμα απ τον Θεό. Και εκτός αυτού, έχω αντιληφθεί ότι η βενζίνα στο ντεπόζιτο που λέγαμε μέρα με την μέρα είχε και περισσότερες σταγόνες. Και μετά από τόσο χρόνο που πέρασε είχε σχεδόν γεμίσει. Και τελικά με το ρεζερβουάρ γεμάτο, το μόνο που απέμενε ήταν, αυτός που διάλεξες για συνεπιβάτη σου, να αποφασίσει να σε ακολουθήσει στο ταξίδι που σχεδίασες. Και κάποια μέρα τελικά το πήρε απόφαση. Κι έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι που κράτησε 5 χρόνια και που είχε μέσα όλα τα συστατικά. Όμορφα κι άσχημα, γλυκά και πικρά, έντονα και ήρεμα. Τα πάντα. Πάνω από όλα όμως είχε κάτι πιο σημαντικό και αυτό ήταν που κράτησα στο τέλος. Γνώση. Γνώση για καταστάσεις, για όνειρα, για όλους όσους συνάντησες και γνώρισες, μα πάνω απ όλα γνώση για σένα. Και τώρα μετά από τόσα χρόνια σκέφτομαι καμιά φορά όλη αυτή την περιπέτεια και αναρωτιέμαι. Άξιζε τελικά τον κόπο; Άξιζε τελικά το ταξίδι; Δεν θα απαντήσω εγώ. Το έχουν κάνει άλλοι για μένα. Πρίν από χρόνια…