Έφυγες ξαφνικά.
Δεν συναντηθήκαμε ποτέ, έστω τυχαία, είχαμε ανταλλάξει μερικές τυπικές κουβέντες, λόγια απλά.
Πόσο σιωπηλά έζησες αυτό το προσωπικό, το τελευταίο σου δράμα μέσα στο θόρυβο εκατομμυρίων λέξεων, την πλημμύρα των εικόνων. Λίγες δεκάδες μέρες έφτασαν, δεν ζήτησες την συμπάθεια κανενός, ποτέ δεν ήσουν της υπερβολής που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Άνθρωπος με κριτική σκέψη, αξιοπρέπεια στην διατύπωση των απόψεων, σεβασμός στον συνομιλητή. Πολλά προτερήματα, για χάρη τους παρέβλεπες τα μικρά ελαττώματα που θα μπορούσε κανείς να τα πει χαριτωμένα, όπως για παράδειγμα όταν θύμωνες και ξεσπούσες με την ανοησία που μας έγινε συνήθεια. Και τι να λέγαμε αφού είχες το δίκιο με το μέρος σου.
Τρεις εβδομάδες όλες κι όλες από τη σιωπή σου κι ύστερα δέκα λιτές γραμμές από φίλο για την αναχώρησή σου. Ολοι βουβοί, ακολουθήσαμε το παράδειγμά σου, κρατήσαμε τις σκέψεις μας για τον εαυτό μας.
Είδα την εικόνα σου, ήταν σα να ρουφούσε όλους τους ήχους για χάρη της γαλήνης σου. Μπορεί τώρα να έχεις βρει την ευτυχία. Το εύχομαι. Το διακριτικό, σχεδόν διστακτικό χαμόγελό διέγραφε όλα τα χρώματα και γινόταν ο κόσμος σου ασπρόμαυρος πριν πετάξεις και χαθείς οριστικά.
Για την Ν.Ζ.