Κάθε λέξη που βάζω εδώ σωστά είναι μια μνήμη που πήρα πίσω από το ενεχυροδανειστήριο του θανάτου. Κι έχω τις μαύρες μου. Σε τέτοιες περιπτώσεις μου αρέσει φαντάζομαι ότι αυτή τη στιγμή κάπου στον Ισημερινό βρέχει. Σε ένα μικρό χωριό, από αυτά τα πολύ μικρά, ξέρετε εσείς, από ταινίες δράσης β’διαλογής που πάνε και σώζουν το κορίτσι δίπλα σε ντάνες κοκαΐνης. Όταν έχω κατάθλιψη τους σκέφτομαι εκεί μέσα σε τροπικό δάσος. Σε διαλυμένες παράγκες από λάσπη που λιώνει με το νερό, κάτι κότες βρέχονται αλλά δεν τους νοιάζει βασικά γιατί είναι ηλίθια ζώα, μια κατσίκα γυρνάει και με κοιτάει απλανώς γιατί πως αλλιώς να σε κοιτάξει μια κατσίκα; Και έχει ανθρώπους το χωριό αλλά δυσκολεύομαι να τους φανταστώ. Βρέχει, κάπου θα έχουν αράξει. Κι αν τους ρωτήσεις θα πούνε:
“Ε, ναι, κοίτα έξω, βρέχει.”
Δίκιο έχουν. Τέλειωσε το γάλα, κρύο το σπίτι, χρωστάω ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και OTE, κάποιος έσπασε την μοναδική γλάστρα που είχε ζωντανό φυτό στην είσοδο του σπιτιού μου αλλά ανέβηκε λέει το χρηματιστήριο σήμερα. Εμείς οι 50ρηδες είμαστε σαν τους παλιούς 30άρηδες δηλαδή νομίζω ότι το 50ευρώ έχει πλέον αξία 20ευρου. Είναι μέρα που αρχίζεις να πίνεις στις 8 το πρωί επειδή δεν κοιμήθηκες καλά αλλά πέφτει ο φελλός στο μπουκάλι κι αναρωτιέσαι τι διαφορά έχει αρχάγγελος από τα αρχίδια σου καθότι και τα δύο ξύνονται εξίσου τελικά και απλά κρέμονται εκεί άχρηστα.
Είναι μέρα που παγώνεις στην γραμμή της εκκίνησης με τα πόδια κολλημένα στη λάσπη, αλλά καθαρίζω τον καθρέφτη, δοκιμάζω τον λεβιέ ταχυτήτων μια τελευταία φορά, σφίγγω τα χέρια στο τιμόνι , ξέρω ότι θα κερδίσουν πάλι οι μαφιόζοι, θα μου βάζουν τρικλοποδιές οι πουτάνες οι γάτες όπου με βρούνε, αλλά μαλάκα μου που διαβάζεις ακόμα, θα ξεκινήσω σαν άγριο άλογο τουλάχιστον.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης έχει πιει κρασί με φελλό παρέα με αγγέλους, αρχαγγέλους και έναν αδέσποτο σκύλο. Όταν δεν γκρινιάζει ότι δεν πάει καλά η μέρα του παραλαμβάνει βραβεία λογοτεχνίας και χρίζεται ιππότης στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου για το λογοτεχνικό του έργο.