Ήταν μία από εκείνες τις νύχτες, που μοιάζουν πως θα περάσουν γρήγορα και μέσα από μια συμπαντική υποχρέωση θα δώσουν σχεδόν διαδικαστικά τη θέση τους στο ξημέρωμα.
Οι τόμοι της ιστορίας δε θα την ανέφεραν ποτέ, όπως δεν έχουν αναφέρει εκατομμύρια άλλες. Θα ξεχνιόταν, όπως έχουν ξεχαστεί τόσες και τόσες στιγμές, οι περισσότερες στιγμές, των περισσότερων ανθρώπων που πάτησαν ποτέ το πόδι τους σ’ αυτόν τον μικρό πλανήτη.
Η ιστορία είναι το πιο ελλιπές βιβλίο του κόσμου.
Το ημερολόγιο είχε ήδη γυρίσει στην επόμενη σελίδα.
Μέσα στην αδιαφορία του χρόνου, την ώρα που τα σκουπιδιάρικα της Μόσχας έβγαιναν αποφασιστικά στους δρόμους σαν τανκς σε πραξικόπημα, την ώρα που μια οικογένεια στο Ντιτρόιτ καυγάδιζε γιατί η δεκατετράχρονη κόρη άργησε να επιστρέψει στο σπίτι, ένας Αυστραλός φοιτητής στο Σίδνεϋ ξυπνούσε και αναζητούσε την επαφή του με τη ζωή μέσα από μια κόκκινη κούπα με νερόβραστο καφέ, τρεις ιθαγενείς Παπούα ετοίμαζαν ξανά τα βέλη για το κυνήγι, κάπου στην Βρετανία μια κοπέλα ξαγρυπνούσε και φωτογράφιζε με νάζι το γεμάτο φακίδες πρόσωπό της για να το καμαρώσει σε μια σελίδα του διαδικτύου, την ώρα που τα δυο μικρά αδέρφια απ’ την Ουγκάντα περνούσαν τη βροχερή νύχτα μόνα τους στην πόλη για να μη τα απαγάγουν οι αντάρτες στο χωριό, ένας Τούρκος στην Σμύρνη ροχάλιζε και δεν άφηνε τη γυναίκα του να κοιμηθεί, μια γιαγιά απ’ τη Βραζιλία πέθαινε με ανοιχτή την τηλεόραση , ένας Ιάπωνας τραβούσε αγχωμένος το καζανάκι στις τουαλέτες του γραφείου, ένας αδέσποτος σκύλος σε μια κωμόπολη στο Περού γάβγιζε με μανία σε μια ατρόμητη γάτα, την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, εκείνος μόλις έμπαινε στον πιο οικείο χώρο του τα τελευταία χρόνια.
Στο αεροδρόμιο της Αθήνας.
Όπως πάντα, είχε φτάσει επίτηδες πολύ νωρίτερα. Κάθισε στο ίδιο ακριβώς σημείο του αεροδρομίου, στην ίδια ακριβώς καρέκλα, παρήγγειλε τον ίδιο δυνατό καφέ και το ίδιο αφράτο κρουασάν βουτύρου. Δίπλωσε με περίσσια σπουδή το γκρι κασκόλ και το άφησε πάνω απ’ το παλτό του στο άδειο διπλανό κάθισμα. Λάτρευε την ύπαρξη αυτής της αναμονής και το φιλόξενο κενό που δημιουργούσε. Καμία σκέψη, καμία αμηχανία, μόνο κινήσεις που πρόδιδαν το τυπικό μιας αυτοσχέδιας προσωπικής ιεροτελεστίας.
Οι επιβάτες άρχισαν να μπαίνουν στο αεροσκάφος. Αγουροξυπνημένοι, αφηρημένοι, κινούμενοι διεκπεραιωτικά ανάμεσα στις θέσεις. Μόνο εκείνος έμοιαζε ν’ απολαμβάνει την φαινομενικά άχαρη διαδικασία. Κοιτούσε σα μικρό παιδί κάθε γωνιά του αεροπλάνου, παρατηρούσε κάθε λεπτομέρεια, χαμογελούσε σε όλους, έδειχνε πως ηθελημένα χανόταν μέσα σε μια ακαθόριστη μαγεία της στιγμής, σαν να βίωνε την έκσταση της πρώτης φοράς. Ή της τελευταίας. Μοιάζουν οι δύο αυτές περιπτώσεις. Δεν ξέρεις τι ακολουθεί μετά.
Μετά το πρώτο βήμα, μετά το τελευταίο.
Και για εκείνον απόψε ήταν το τελευταίο.
Για οκτώ ολόκληρα χρόνια έκανε αυτή τη διαδρομή δυο φορές το μήνα. Και πάντοτε ξεκινούσε το ταξίδι, αφήνοντας πίσω του όλες τις εμμονές, τις νευρώσεις και τις φοβίες που κυρίευαν την υπόλοιπη ζωή του. Και δεν ήταν λίγες.
Μέχρι και υψοφοβία είχε!
Κάποτε στα Μετέωρα δεν είχε καν τολμήσει να κατέβει από το λεωφορείο κι όταν τον προσκάλεσε ένας φίλος στο πάρτι που θα έκανε στην ταράτσα του σπιτιού του, επικαλέστηκε αμέσως αδιαθεσία για να ξεφύγει από τον τρόμο του ύψους. Απέφευγε ακόμα και να επισκέπτεται τα ρετιρέ. Κι όσο μεγάλωνε τα πράγματα γίνονταν χειρότερα. Ο τέταρτος όροφος ήταν πια απαγορευτικός, το ίδιο κι ο τρίτος. Άρχισε να δυσκολεύεται με οποιοδήποτε ύψος. Το ήξερε πως αν συνέχιζε έτσι, κάποτε θα κατέληγε να στριμώξει το γέρικο σώμα και τον τρομαγμένο νου του σε κάποιο ασφυκτικά χωμένο στο έδαφος υπόγειο. Μα κι εκεί θα τον έπιανε κλειστοφοβία! Τι θα μπορούσε να κάνει; Τι;
Δεν υπήρχε διέξοδος! Θα ήταν καταδικασμένος για πάντα να πατάει στη γη. Ούτε μια σπιθαμή πιο πάνω ή πιο κάτω.
Μα όλα άλλαζαν μέσα στο αεροπλάνο. Βρισκόταν τόσο ψηλά πάνω απ’ το έδαφος κι όμως εκείνος ένιωθε ξαφνικά παράλογα ήρεμος. Καθάριζε το μυαλό του, ήταν επιτέλους ελεύθερος. Ναι! Άλλο ένα ταξίδι στον αέρα! Άλλο ένα ταξίδι στην ελευθερία! Μια γιορτή που ποτέ δε θα μπορούσε να φανταστεί πριν από κείνη τη μέρα που συνάντησε για πρώτη φορά τα μάτια της. Τα μάτια της… Είχε φτάσει σαράντα χρόνων για να καταλάβει πως άξιζε να διασχίζει ολόκληρη την ήπειρο για ν’ αγκαλιάσει – έστω και για ένα βράδυ, έστω για λίγες ώρες – το πιο γοητευτικό πλάσμα στον κόσμο. Τα βήματά του δεν ήταν βαριά και φοβισμένα, όπως στη γη. Γινόταν αέρας…
Ο ίδιος ήταν και το ταξίδι και ο αέρας.
Το μούγκρισμα του μεγάλου σιδερένιου πτηνού, που τέντωσε τα πόδια του ύστερα από αρκετές ώρες, ακούστηκε σαν μελωδία στ’ αφτιά του. Έκλεισε γαλήνια τα μάτια και περίμενε το απότομο θριαμβευτικό φινάλε της ορχήστρας. Γκουπ! Χειροκρότημα. Το αεροπλάνο είχε μόλις προσγειωθεί.
Φόρεσε το παλτό και τύλιξε με μια μόνο κίνηση το κασκόλ γύρω από τον λαιμό του. Έδωσε το τσαλακωμένο χαρτάκι με την διεύθυνση στον ταξιτζή και περίμενε να τον δει να γυρνά ξαφνιασμένος και ολόκληρο το πρόσωπό του να τον βρίζει, πριν καν προλάβουν να βγουν από το στόμα οι λέξεις:
«Και που είναι αυτό το πράγμα;».
Έτσι κι έγινε. Έδωσε βασικές οδηγίες. Ήξερε απ’ έξω τις κατάλληλες λέξεις που θα χρησιμοποιούσε.
Μια ώρα δρόμος. Και βρισκόταν έξω από το σπίτι της. Η ανταριασμένη έκφραση του οδηγού μεταμορφωνόταν όπως πάντα σ’ ένα μειλίχιο χαμόγελο, μπροστά στη θέα της πληρωμής και του αναπάντεχα μεγάλου φιλοδωρήματος.
Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Πάντοτε ψιχάλιζε στη γειτονιά της. Στάθηκε σιωπηλός να κοιτάζει από απέναντι το παράθυρό του σαλονιού. Το πορτατίφ ήταν ακόμα ανοιχτό. Ήξερε ακριβώς σε ποια γωνιά του τριθέσιου καναπέ είχε κουλουριάσει το σώμα της, ήταν σα να έβλεπε μπροστά του τη μικρή κόκκινη κουβέρτα να της ζεσταίνει τα πόδια και το βασιλεμένο βλέμμα της να χάνεται ανάμεσα στην ταινία που έπαιζε η τηλεόραση και στ’ όνειρο που άρχιζε να την παρασέρνει στη μέθη του.
Έβρεχε πια.
Γνώριμος ήχος. Οι σταγόνες να χτυπούν τον τσίγκο στο διπλανό γκαράζ. Φωνές να βγαίνουν από το διαμέρισμα με τα μονίμως κλειστά παράθυρα. Και κάπου στο βάθος τα περιπολικά, μπερδεμένα με τ’ ασθενοφόρα της πόλης, ν’ ακούγονται σαν μια αιωνίως επαναλαμβανόμενη κραυγή απελπισίας.
Και καθώς πια η βροχή δυνάμωνε και το νερό περνούσε μέσα απ’ τα ρούχα του, εκείνος σήκωσε απαλά το χέρι στο ύψος του προσώπου του κι έγνεψε αντίο – σα να βρισκόταν εκείνη αντίκρυ του και να τον κοιτούσε δακρυσμένη.
Εκείνη τη νύχτα είχε κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα για να της πει αυτό το αντίο. Όχι βιαστικά ,με μορφασμούς και λεκτικές συμβάσεις, όπως πριν λίγες μέρες. Εκείνη τη νύχτα είχε βρεθεί ξανά στον αέρα, ψηλά πάνω από τη γη, πάνω απ’ τις φοβίες του, για να αποχαιρετήσει κάθε λεπτομέρεια του ταξιδιού. Για να χαρεί την τελευταία φορά που θα έκανε όλες αυτές τις κινήσεις, αυτές τις σκέψεις, αυτές τις παύσεις των σκέψεων, για να ευχαριστήσει σιωπηλά κάθε κομμάτι της ζωής που τον συντρόφευσε τόσα χρόνια. Δεν επρόκειτο για μια νεανική τρέλα, δεν ήταν μια παρόρμηση της στιγμής, μια εκκεντρική πράξη που θα γινόταν διασκεδαστική αφήγηση σε μελλοντικές κοινωνικές συναναστροφές. Ήταν μια συνειδητή πράξη ευγνωμοσύνης ενός μεσήλικα που γνώριζε πως έζησε κάτι που άξιζε αληθινά. Και που σήμερα το αποχωριζόταν. Ήταν μια σπονδή στα εαυτό που άφηνε πίσω του. Σε αυτόν που από σήμερα θ’ αναπαυόταν στις αναμνήσεις.
Άνοιξε την ομπρέλα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Αντίο…», ψιθύρισε.
Αντίο. Κι ας ήξερε καλά πως, αν εκείνη τη νύχτα χτυπούσε επίμονα την πόρτα της, θα του άνοιγε και θα παραδινόταν ξανά άνευ όρων στον έρωτά τους.
Ναι, εκείνη τη νύχτα, θα την αγκάλιαζε ξανά, θα έκαναν έρωτα.
Θα έκαναν έρωτα τρυφερό, αληθινό.
Θα έκαναν έρωτα που ξεπερνά τις αποφάσεις και τις δεσμεύσεις, που γεννά ζωή. Θα έκαναν έρωτα όπως την πρώτη φορά.
Αλλά δεν έκαναν.
Και δε γεννήθηκα ποτέ.
(Ανέκδοτο Διήγημα από τον Πέτρο Κουμπλή, συγγραφέα των βιβλίων “Η Θεία Δίκη”, “12 ιστορίες που ονειρεύονται να γίνουν παραμύθια” και της θεατρικής κωμωδίας “Ο Θεός Βαριέται Τώρα Τελευταία”).