Ήταν σα να βρισκόμουνα σε κατάσταση συνειδητού ύπνου, μεσημεριανής ζαβλακομάρας…
Κάθομαι λέει πρώτη σειρά σε θερινό σινεμά. Τα παπούτσια μου χώνονται στα χαλίκια που μου γδέρνουν σχεδόν ευχάριστα τις φτέρνες. Δίπλα μου παιδικοί φίλοι: ο Γιώργος, η Ελένη, η Ευτυχία, ο Χρήστος.
Κρατάμε γρανίτα σε πλαστικό ποτήρι και τη ρουφάμε με θόρυβο από το στραπατσαρισμένο άσπρο καλαμάκι. Βλέπουμε Indiana Jones με τα μάτια καρφωμένα στο πανί ενώ τα κεφάλια μας γέρνουνε ελαφρώς προς τα πίσω.
Από πίσω μας, στη δεύτερη σειρά, κάθονται οι γονείς μας. Χαζογελάνε με εμάς που κάνουμε παρέα και περνάμε καλά. Δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην ταινία και κρατάνε στα πόδια τους από μία ζακέτα ‘μην τυχόν και κρυώσει το παιδί’. Εμείς βέβαια κρύο δεν αισθανόμαστε ούτε κατά διάνοια. Εξάλλου είναι και προχωρημένο καλοκαίρι.
Πίσω από τους γονείς μας τώρα κάθονται κάποιοι παππούδες, οι δικοί μας. Κυρίως γιαγιάδες δηλαδή (αφού οι παππούδες έχουνε κάνει ηρωική έξοδο εδώ και χρόνια) με τρεμάμενα χέρια, ελαφρώς γυρτές πλάτες, θολά από τον καταρράκτη μάτια. Κοιτάνε μπροστά σαν και εμάς, αλλά δεν αντιλαμβάνονται και πολλά πράγματα από την υπόθεση του έργου. Για την ακρίβεια, μάλλον δυσκολεύονται να διαβάσουνε τους υπότιτλους…
Και ξαφνικά είμαι πάλι στο ίδιο σινεμά αλλά κρατάω μπύρα στα χέρια μου και έχω μετακινηθεί στη δεύτερη σειρά. Φοράω πάλι ξώφτερνο παπούτσι αλλά τώρα το χαλίκι το αισθάνομαι στη φτέρνα μου περισσότερο σαν ενόχληση παρά σα γαργαλητό. Μπροστά μου κάθεται ο γιος μου με τα παιδιά των φίλων μου. Τρώνε ποπ κορν και βλέπουνε καρτούν τόσο ρεαλιστικά που ακόμα και εμείς (οι της δεύτερης) παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον.
Από πίσω μας τώρα, και πλέον σε ρόλο παππούδων, οι δικοί μας γονείς απορούνε πώς τα εγγόνια τους καταλαβαίνουνε μία τόσο περίπλοκη υπόθεση και αναφέρονται με ενθουσιασμό στα κατορθώματά τους στο σχολείο και τα σπορ.
Όταν επανήλθα στην πραγματικότητα είχα αστραπιαία συνειδητοποιήσει ότι, ναι, έχω γίνει η μητέρα μου και οι φίλοι μου έχουνε πάρει και αυτοί τη θέση των γονιών τους! Έχουμε μετακινηθεί όλοι μας αθόρυβα (σαν για να μην ενοχλήσουμε τους διπλανούς μας στο σινεμά) μία σειρά πιο πίσω στο έργο της ζωής και ανήκουμε πλέον στην ηλικιακή κατηγορία των μεσηλίκων.
Στις αποσκευές μας κουβαλάμε τουλάχιστον μία με δύο σχέσεις-σταθμούς και οι πιο πρόσφατοι φίλοι μας μετράνε σχεδόν είκοσι χρόνια κοντά μας, κρατάμε πιτσιρίκια από το χέρι και τα περνάμε απέναντι στο δρόμο, γυρνάμε φορτωμένοι από το σούπερ μάρκετ, έχουμε άσπρες τρίχες που ο καθένας μας, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, είτε μοστράρει επιδεικτικά είτε καμουφλάρει επιδέξια.
Κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και βλέπουμε ακόμα την εφηβική μας αντανάκλαση διανθισμένη από εκφραστικές ρυτίδες. Επιμένουμε να φοράμε τζιν, αρβυλάκια ή all star αλλά ενδόμυχα φοβόμαστε ότι μπορεί και να έχουμε γίνει άθελά μας κακέκτυπο του νεανικού μας εαυτού. Προσπαθούμε να ανταποκριθούμε στην καθημερινότητά μας και την ίδια στιγμή ονειρευόμαστε να αφήσουμε την ψυχή μας να ανασάνει για λίγο ελεύθερη έξω από το παράθυρο.
Είμαστε στη μέση, και όχι μόνο του προσδόκιμου της ζωής. Μεταξύ των πρέπει και των θέλω μας. Μεταξύ πραγματικότητας και ονειροφαντασιάς. Μεταξύ δουλειάς και χόμπι. Μεταξύ γάμου και έρωτα. Μεταξύ λευκών ψεμάτων και αφοπλιστικής ειλικρίνειας. Μεταξύ ελεγχόμενης ορθοφαγίας και ακόρεστης δίψας για αλκοολούχα. Μεταξύ ζώνης ασφαλείας και τρεχάλας με ανοιχτά παράθυρα στην εξοχή.
Είμαστε στη μέση της διαδρομής έχοντας το βασικό προνόμιο ότι κουβαλάμε στην πλάτη μας αρκετά χρόνια με συμβάντα και εικόνες που μας έχουνε κάνει αυτό που είμαστε σήμερα. Είμαστε τα παιδιά που δεν γεννήσαμε ποτέ, οι τούμπες που φάγαμε, οι χωρίς ανταπόκριση καψούρες μας, οι φόβοι και οι ελπίδες μας, αυτά που διαβάσαμε και είδαμε, οι δίσκοι που λιώσαμε στο πικ-απ, οι θάλασσες που κολυμπήσαμε.
Καλύτερα τελικά στη δεύτερη σειρά του θερινού, βλέπουμε πιο άνετα και χωρίς ζόρι όλη την οθόνη…