Θα ήθελα μια φορά στη ζωή μου να μην είμαι αυτάρκης. Να έχω έναν άντρα δίπλα μου που να μη με αφήνει να είμαι.
Για να μην παιδεύομαι.
Να μου λέει, όπως λέω εγώ στο παιδί μου «εσύ πήγαινε στον κήπο να παίξεις».
Να πάρει όλα τα δυσνόητα «ανδρικά» από πάνω μου, που μου πηδάνε την καθημερινότητα και το μυαλό, για να μην κουράζομαι, να μην σπαζοκεφαλιάσω και να ασχολούμαι με τα δικά μου, τα γυναικεία μου, τις ανοησίες μου.
Να πάρω ρεσό με άρωμα βανίλιας, να βάλω αρωματικά φακελάκια στα συρτάρια και να έχω το χρόνο να μετακινώ δέκα φορές το κάδρο στον τοίχο, για να δω πού πηγαίνει καλύτερα.
Να έχει βαθιά τη γνώση ότι μπορώ να κάνω τα πάντα μόνη μου. Αλλά να επιλέγει να μη με αφήνει. Να λέει «άσε, θα αλλάξω εγώ τη λάμπα. Θα φτιάξω εγώ τη σπασμένη τέντα στο δωμάτιο».
Να μου πει, θα πάω εγώ στην εφορία, στην τράπεζα, στο υποθηκοφυλακείο να τους μιλήσω. Και να γυρίζει σπίτι με όγκους χαρτιών με ψιλά γράμματα γεμάτα πονηριές και λακκούβες που πλέον δεν θα φοβάμαι, γιατί θα είναι αυτός να με μαγκώσει από το χέρι μόλις πάω να χωθώ μέσα.
Και μόλις θελήσω να ρωτήσω λεπτομέρειες, γιατί δεν είναι σωστό να τρέχει ο άλλος και εγώ να φτιάχνω νύχι, να μου πει «άστα αυτά, θα τα κανονίσω εγώ, έλα να καθίσουμε στη βεράντα να κάνουμε τσιγάρο».
Και να μείνω στο δρόμο με το αμάξι μου, που έχω να το κάνω σέρβις δυο χρόνια γιατί δεν έχω μία και να λαμπαδιάσω στην Κηφισίας και να ξέρω πως έχω αυτόν να πάρω τηλέφωνο και όχι την οδική βοήθεια.
Να έχω βαθιά πεποίθηση ότι δεν θα μου πει «και σου είπα να το κάνεις σέρβις το γαμημένο» αλλά να ξεστομίσει δυο απλές κουβέντες. Μόνο δύο: «είσαι καλά; Έρχομαι».
Και να κανονίσει αυτός τις τσιμούχες, τα ανταλλακτικά και να μη μπει στον κόπο να μου εξηγήσει τίποτα για τη ζημιά, γιατί ξέρει πως δεν με νοιάζει και πως δεν θέλω να καταλάβω. Πως δεν είμαι φτιαγμένη για να αλλάζω λάστιχο και να χαλάω τα τακούνια μου. Είμαι φτιαγμένη για χάδια στα μαλλιά και φιλιά στον ώμο.
Να με βλέπει κουρασμένη με μαύρους κύκλους που ξενύχτησα να γράφω και να μου λέει «κάτσε να σου στύψω μια πορτοκαλάδα».
Να με μαλώνει γλυκά, σαν παιδί, που δεν έφαγα καθόλου σαλάτα σήμερα και πάλι δεν πάω τουαλέτα και θα γκρινιάζω όλη μέρα. Και μετά, να μου πει «πάμε να περπατήσουμε στη θάλασσα και να με αγκαλιάζει από τους ώμους».
Δεν θέλω καμέλιες στα βάζα μου από εκείνον, ούτε παπούτσια στις ντουλάπες μου και κοσμήματα στα συρτάρια μου.
Θέλω να νιώθω πως είναι εκεί έξω και με φροντίζει. Σαν να τον έχω κρεμασμένο στο λαιμό μου σφυρίχτρα και μόλις τη βάλω στο στόμα μου είναι εκεί.
Όχι σαν διαταγή, όχι σαν υποτέλεια. Αλλά γιατί είναι άντρας που με θέλει γυναίκα ασφαλή.
Ανέμελη, φροντισμένη, με γελαστά μάτια.