Μου πήρε μέρες τελικά να μιλήσω για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη και της Άννας Καρυστιάνη. Την είδα όπως θα έβλεπε ένας έμπειρος θεατής που αγαπά τον καλό κινηματογράφο, προετοιμασμένη για το επίπονο θέμα που πραγματεύονταν, αλλά με το εξασκημένο μάτι μιας καρδιάς που έχει χύσει πολλά δάκρυα στο θέαμα μιας δυνατής ερωτικής ιστορίας, χωρίς happy end…
Όλη η παρέα μου εκείνο το βράδυ ήταν προετοιμασμένη για μια “γυναικεία ταινία”, για μια έκθεση σε ένα υπερφορτωμένο συγκινησιακό περιβάλλον που θα δοκίμαζε τις ευαίσθητες χορδές μας. Κανείς όμως δεν περίμενε πραγματικά αυτό που θα βιώναμε ως σιωπηλοί μάρτυρες αυτού του ανελέητου ερωτικού μαρτυρίου των τριών πρωταγωνιστών.
Πολύ καλή μου φίλη με είχε παροτρύνει να την δω λέγοντας μου πως οι τρεις παρά κάτι ώρες της, θα κυλούσαν αβίαστα σε ένα μάλλον αργό τέμπο που προσωπικά μου θύμιζε αργό ταγκό, με φόντο τα πανέμορφα πλάνα του νησιού της Άνδρου.
Και ναι είχε δίκιο:
Λάβε υπόψη σου αναγνώστη πως το θέμα είναι απλό, προβλεπόμενο ως ένα μεγάλο σημείο, οι διάλογοι ακριβοί και απέριττοι, όπως άρμοζε στην εποχή και ότι όλο το παιχνίδι γινόταν με την εικόνα, τα τοπία, τα μάτια, τις εκφράσεις, τα ανείπωτα πίσω από τις κινήσεις των χεριών και των χειλιών.
Θυμάμαι τώρα εκ του προχείρου τη σκηνή όπου η Όρσα τυλίγει ντολμαδάκια στην αυλή του σπιτιού, τη στιγμή που η ενθουσιασμένη αδερφή της της περιγράφει τον άντρα που η ίδια λατρεύει, της μιλά για τον τρόπο που φιλά και τα χέρια της είναι σαν να παλεύουν μέσα στο πιάτο… ένα τόσο δα και θα εκραγεί… ένα τόσο δα από μια κλωστή κρατημένο το πάθος της που μαζεύει σταλιά σταλιά ως το τελικό ξέσπασμα.
Οι πρωταγωνίστριες δύο τελείως διαφορετικά πλάσματα. Η μικρή αδερφή αυθόρμητη, διεκδικητική, εκφραστική, αστεία και εντελώς φυσική με στοιχεία έξω από το κοινωνικό κάδρο της εποχής που ήθελε τη γυναίκα να μην μιλά πολύ και να μην αποκαλύπτεται, να μην εκφράζει αυτό που θέλει. Ερωτεύεται τον Εγγλέζο καθηγητή και ονειρεύεται μια ζωή με έναν άνθρωπο, τόσο διαφορετικό από το γνωστό μοντέλο του έλληνα ναυτικού.
Από την άλλη πλευρά , η μεγάλη αδερφή, σοβαρή, εσωστρεφής, απόλυτα αφοσιωμένη στο στοιχείο του έρωτα που την κατέκλυσε για τον έναν και μοναδικό άντρα, ρομαντικό νεραϊδόπιασμα με τόσο λεπτές ψυχολογικές εκφάνσεις ενός πλάσματος εύθραυστου σαν κινέζικη πορσελάνη, λεπτού σαν ένα φίνο μεταξωτό και άπιαστου σαν μιας βουβής νεράιδας που μιλά μόνον σε αυτόν που αγαπά.
Στη μέση αυτού του αδερφικού δίπολου , το μήλο της έριδας, ο Σπύρος: ζήτησε να χαρεί αυτό που η φύση του προόριζε μόνον που δεν υπολόγισε τη σκληρή πραγματικότητα του Κόσμου.
Η κοινωνία ενσαρκωμένη στο πρόσωπο της υπολογίστριας μητέρας, τον απορρίπτει ως ανεπαρκή και πένη, εκείνος ορκίζει την αγάπη του να τον περιμένει ώσπου να δημιουργήσει βιός όμως η δεύτερη απόρριψη της καλής του έρχεται να τον αποτελειώσει και να του ξυπνήσει ένα Εγώ όρθιο, όπως η χαίτη ενός περήφανου λιονταριού.
Πληγωμένος θέλει να πληγώσει, θέλει και μπαίνει στο σπίτι που του είχε πρωτοκλείσει την πόρτα με αντικλείδι το χέρι της μικρής κόρης της Μόσχας.
Κλασσικά δίπολα και αντιθέσεις παντού. Οι δύο αδερφές, το πάθος και η λογική, ο έρωτας και η λογική του κόσμου, η πείνα και η δίψα της αγάπης και το μέτρο της σύμβασης του γάμου, το ανεκπλήρωτο και το προκαθορισμένο, η υποκρισία και η αλήθεια, το πάθος και ο καθωσπρεπισμός στην κοινωνία του ’30 της Άνδρου.
Τα νήματα του δράματος, δυστυχώς τα κινεί το τέταρτο πρόσωπο κλειδί η Ελληνίδα Μάνα, Προστάτης, η Επιτομή του κοινωνικά ορθού, ο Αφέντης τελικά του σπιτιού από το οποίο ο καπετάνιος πατέρας είναι ΑΠΩΝ.
Η μάνα αφίλητη, ανέραστη, σκληρή σαν βράχος δεν επιτρέπει πεισματικά την ευτυχία και από τις δύο κόρες της και το θεωρεί απόλυτα φυσικό, πληγώνεται όταν ο άνδρας της θα την κατηγορήσει για τις λάθος επιλογές της… τόσος μεγάλος ο εγωισμός της.
Φανερά τα κενά της επικοινωνίας με τις κόρες της που τη φοβούνται ή τη μισούν και που υποχωρούν στις βουλές της, αδύναμες.
Κενά επικοινωνίας και μεταξύ τους, μπαλώματα και συγκαλύψεις, βουβές λέξεις που δεν τολμούν να ειπωθούν, ώσπου στο τέλος σε μία οξεία κορύφωση , όταν ο έρωτας θανατώνεται από τον ίδιο το θάνατο… τότε ξεσπούν δωρικά και ξεχειλίζουν με τη δύναμη ηφαιστείου. Στην ταινία, ο Βούλγαρης το αποδίδει με τη μορφή τρικυμίας τρομερής και φοβερής όπου το ανομολόγητο και “ανίερο” ξέσπασμα της Όρσας φτάνει στα αυτιά του θεατή σαν ΥΒΡΙΣ και σαν ΚΑΘΑΡΣΗ μαζί.
Άθελα ο θεατής παίρνει θέση σαν κριτής, συμμαχώντας εξίσου τόσο με την ανίδεη-κατάπληκτη Μόσχα όσο και με την αχαλίνωτα οδυρόμενη Όρσα.
Ειλικρινά ο κλαυσίγελος της Όρσας είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Μετά την Λαμπέτη στο “Κορίτσι με τα Μαύρα” και τον Παπαμιχαήλ στα “Κόκκινα Φανάρια”, προσωπικά, αλλά και όσοι το είδαν κατέθεσαν ότι ήταν αμετάκλητα ανατριχιαστικό… έρωτας, θάνατος, τρέλα τα τρία στοιχεία σε ένα κοκτέιλ που, μάρτυς μου ο θεός, είναι ένας θανατηφόρος συνδυασμός.
Αυτή η σκηνή και η επακόλουθη αντίδραση της Μόσχας ως άκρως σοκαριστική, “αποτελειώνει” και τον πιο ψύχραιμο θεατή που επιθυμεί να διατηρήσει τις λογικές ισορροπίες και τη σχέση αίτιου και αιτιατού ή άλλως του φυσικού δεδομένου της δράσης-αντίδρασης.
Αποκορύφωμα συγκινησιακό, η πρώτη αληθινή κουβέντα των δύο αδερφών στο τέλος, όταν η αλήθεια τους ακουμπά βαριά στα κοντινά πλάνα, πάνω στα κανονικά δάκρυα, στις αληθινές αγκαλιές τους, πάνω στο παλιό,στραβό, μαυρισμένο από την αλμύρα κουτάλι του Σπύρου και της Όρσας, τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια της, όταν αυτή το αποχωρίζεται για να πάει κοντά του…