Άνοιξα την πόρτα και έφτασα στο σαλόνι μέχρι να καταλάβω ότι ο γάτος ήταν πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας με το φαγητό του. Η γατοτροφή σε ένα από τα πιάτα τα κανονικά, στρωμένο μαχαιροπήρουνο και με κοίταξε καθώς κρατούσε ποτήρι κρασιού γεμάτο γάλο στο στόμα. Άφησα την τσάντα και κοιταχτήκαμε άβολα λίγη ώρα. Σήκωσα το ένα χέρι και μετά το χτύπησα με το άλλο. Ένιωσα σαν τον πρώτο πρωτόγονο άνθρωπο που εφηύρε το χειροκρότημα όχι για να διώχνει έντομα αλλά ως τρόπο να εκδηλώσει τον θαυμασμό του για έναν χορό γύρω από την φωτιά στη σπηλιά μετά από καλά κοψίδια μαμούθ.
“Πάω να κάνω ντους” είπα. “Όταν γυρίσω παρακαλώ να είσαι στο πάτωμα της κουζίνας σαν φυσιολογικό ζώο.”
Έσβησα το κερί που είχε βάλει στο τραπέζι και έφυγα. Αυτός ο γάτος ήταν προϊόν συμβιβασμού με το κορίτσι μου. Αυτή ήθελε γάτο, εγώ δεν ήθελα. Οπότε τα βρήκαμε στην μέση. Πήραμε γάτο. Και έτσι έχω δυο ζώα στο σπίτι τώρα που με κάνουν ότι θέλουν. Το βράδυ με ξύπνησε με τις φωνές του. Γρατζούνιζε την πόρτα. Την ανοίγω, βγαίνει αργά αργά και αράζει στο χαλάκι. Γυρνάει νωχελικά και με κοιτάει σε στυλ “εντάξει, μπορείς να φύγεις τώρα”. Μισή ώρα έβραζα στο κρεβάτι από την τσαντίλα μου μετά, άντε να ξανακοιμηθώ.
Πας στο Αττικό Πάρκο και βλέπεις το λευκό λιοντάρι. “Α, τι χαριτωμένο!” σκέφτεσαι. “Να είχα ένα λίγο πιο μικρό ολόιδιο να το χαϊδεύω!” Ε, κάπως έτσι καταντάς να συντηρείς έναν τριχωτό δικτάτορα στο σπίτι σου. Αλλά αυτό παραμένει λιοντάρι μέσα του. Αν ήταν πιο μεγάλο θα σε σκότωνε. Όπως το λιοντάρι. Τώρα σου κάνει απλά βασανιστήρια.
Ένας καλός τρόπος να μην την πατάς με τις γάτες είναι να φαντάζεσαι ότι σου μιλάνε με Ρώσικη προφορά: “Αλέκοβιτς! Ντόσε μου τώρα το τρόφιμο! ΚαΓκεΜπέ γατών σε παρακολουθεί.” Όσο χαριτωμένα κι αν είναι αυτά που κάνει, εσύ πάντα να σκέφτεσαι ότι στέλνει αναφορές στα αφεντικά του στην Μόσχα καθώς ετοιμάζει κάτι εναντίον σου. Ρίχνει και σπάει το βάζο με τα λουλούδια, πάει τρίβεται στο πόδι της, αυτή λιώνει και ο γάτος σε κοιτάει με ύφος “ντεν πει τίποτα! Αλλιώς πω κι εγώ που κρύβεις τα πονηρά περιοντικά σου.”
Από την πρώτη φορά που πήγα στο σπίτι των γονιών της έπρεπε να το είχα χειριστεί αλλιώς. Ο γάτος είχε ανεβεί πάνω στον καναπέ με αυτό το αυτάρεσκο ύφος. “Είσαι γατόφιλος ή πιο πολύ με τα σκυλιά;” με ρώτησε η μητέρα της. Έφτανα άνετα. Έπρεπε να είχα τραβήξει μια κλωτσιά να το στείλω το κωλόγατο από το παράθυρο και να έφευγα. Η μόνη φορά που σχεδόν τα κατάφερα ήταν όταν τσίριζε από το ντους γιατί είχε δει μια τεράστια αράχνη. “Κάνε κάτι! Διώξε το! Διώξε το!” φώναζε υστερικά. Ο γάτος κατάσκοπος όπως πάντα μέσα σε όλα είχε μπουρδουκλωθεί στα πόδια μου καθώς έμπαινα στο μπάνιο. Τον άρπαξα και τον πέταξα στον τοίχο. Πάει η αράχνη και ο γάτος έπεσε μέσα στα νερά. Η δικιά μου ήταν τόσο φοβισμένη από την αράχνη ώστε να μην μου πει τίποτα, εγώ την είπα να ξεπλύνει τον γάτο από την πατικωμένη αράχνη και έφυγα γρήγορα πριν την τουμπάρει με χαριτωμενιές.
Μικρές νίκες κατά του κομμουνιστή κατάσκοπου.