-Μαμά, μπαμπά, όπως σας είπα στο τηλέφωνο, είναι καιρός που είμαι μόνος.
Οι γονείς μου είναι πολύ υπομονετικοί άνθρωποι. Έχουν περάσει πολλά. Δεν μίλησαν, απλά περίμεναν. Πήρα το χέρι της καλής μου στο δικό μου, σαν εικόνα μου φάνηκε έτσι σωστό. Αλλά ήταν κάπως υγρό το χέρι της και το άφησα πάλι.
-Δεν είναι πολύς καιρός που γνωριζόμαστε αλλά περνάμε καλά μαζί. Έχει μια δύναμη που δεν έχω ξανασυναντήσει. Από την αρχή του καλοκαιριού που βρεθήκαμε στο νησί, είμαστε όλο μαζί.
Η μητέρα μου ξερόβηξε. Είναι μισή Αγγλίδα. Ξερόβηχας είναι περίπου σα να σου φωνάζει “σταμάτα ηλίθιε!” μια Ελληνίδα μάνα χτυπώντας το στήθος της με μανία. Βέβαια δεν είπε τίποτα. Αν γίνει πόλεμος ή επίκειται πυρηνική καταστροφή θα μιλήσει. Συνέχισα αναγκαστικά τον μονόλογό μου.
-Όπως σας είπα από την αρχή, είναι πολύ ιδιαίτερη. Εμένα μου αρέσει όμως και νομίζω ότι ταιριάζουμε πολύ. Περνάμε ώρες μαζί…μέχρι και μπάλα παίζει με τα παιδιά!
Ο πατέρας μου είναι καραφλός αλλά αν είχε μαλλιά, θα είχαν πεταχτεί όρθια νομίζω. Έβραζε ολόκληρος όσο μπορεί κάποιος να βράζει χωρίς να κουνιέται. Η μητέρα μου του κράτησε το χέρι. Ασυναίσθητα κι εγώ πήγα να πιάσω πάλι το χέρι της δικιάς μου. Πάλι γλίστρησε και μου ξέφυγε. Σηκώθηκα εκνευρισμένος.
-Μα τι θέλετε επιτέλους από εμένα; Τόσο καιρό μου λέτε να βρω κάποιον, να μη γεράσω μόνος, να έχουν τα παιδιά μια μητρική φιγούρα στη ζωή τους. Τι πρόβλημα έχετε τώρα;
Η μητέρα μου σηκώθηκε να βάλει λίγο ακόμα τσάι. Έφερε το πιατάκι με τα μπισκότα προς το μέρος μας με χαμόγελο. Το άφησε διακριτικά κοντά μας για να πάρουμε. Σαν να μην έτρεχε τίποτα. Ξαναέκατσε και είπε ήσυχα ήσυχα:
“Ναι Αλέκο, αλλά δεν περιμέναμε ότι θα τα έφτιαχνες με μια φώκια.”
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας γουαναμπί και γουασάμπι και γουακαμόλε.