“Όποια κι άν είναι ή έκβαση τής μοιχείας, ακόμα κι άν φέρει στό σπίτι παιδιά πού δέν άνήκουν στό σύζυγο, άφού άνήκουν στή γυναίκα δικαιούνται ένα μέρος τής προίκας της· αν ο σύζυγος το άντιληφθεί, ας τα άντιμετωπίσει σαν παιδιά τής γυναίκας άπό προηγούμενο γάμο. Αν άγνοεί τήν προέλευσή τους δέ θά πάθει τίποτα, δέν μπορεί νά μάς στεναχωρήσει κάτι πού άγνοούμε· αν η μοιχεία δέν έχει συνέπειες καί μείνει άγνωστη στό σύζυγο, κανείς δικαστής δέν μπορεί ν’ αποδείξει τήν ύπαρξη έγκλήματος: ή μοιχεία δέν άφορά καθόλου τό σύζυγο, πού τήν αγνοεί, καί είναι ύπέροχη γιά τή γυναίκα, πού τήν άπολαμβανει. Άν ό σύζυγος τήν άνακαλύψει, δέν είναι ή μοιχεία σφαλερή, άφού δέν ήταν όσο έμενε κρυφή, καί μέ τήν ανακάλυψη δέν άλλαξε ή φύση της· άν ύπάρχει σφάλμα, είναι τού συζύγου πού τήν άνακάλυψε· είναι δικό του κι ή σύζυγος δέν ευθύνεται γιά τίποτα.”
“Αν η ανάγκη της να αποζημιωθεί για την αδιαφορία του άντρα της οφείλεται στά παράξενα γούστα του, πρέπει πρώτα-πρώτα νά τά ικανοποιεί δίχως σιχασιά· καί κατόπιν άς τού δώσει νά καταλάβει ότι ή άνεκτικότητα χρειάζεται κάποιο άντιστάθμισμα. Ό σύζυγος θ’ άρνηθεί ή θά δεχθεί· άν δεχθεί, όπως ό δικός μου, ή γυναίκα πρέπει νά διπλασιάσει τήν προθυμία της νά ύπηρετεί τά καπρίτσια του· άν άρνηθεί, άς διπλασιάσει τις προφυλάξεις της κι άς γαμιέται ήρεμα στή σκιά του. Είναι άνίκανος; Άς χωρίσουν. Αλλά σ’ όποιαδήποτε περίπτωση ή γυναίκα γαμιέται. Γαμιέται, πουλάκι μου, γιατί είμαστε γεννημένες γιά τό γαμήσι, γιατί έτσι ύπακούμε καί έκπληρώνουμε τις έντολές τής Φύσης καί γιατί κάθε άνθρώπινος νόμος πού άντιτάσσεται στή Φύση άξίζει μονάχα τήν περιφρόνησή μας.”
“Ή γυναίκα ποϋ έμποδίζεται άπό τά παράλογα δεσμό τού γάμου νά παραδοθεί στην κλίση της, πού τρέμει την εγκυμοσύνη ή μήπως βλάψει τόν άντρα της, ή, άκόμα πιό άνόη-το, μήπως χάσει τό έπίχρησμα τής τιμιότητάς της, είναι εντελώς ήλίθια. Είδες πριν λίγο, κατάλαβες, πόσο ήλίθια είναι όταν θυσιάζει τήν εύτυχία της καί τις χαρές τής ζωής στις πιό γελοίες προκαταλήψεις. Αφήστε τή γυναίκα νά γαμιέται άτιμώρητη! Μήπως μιά μικρή ψεύτικη δόξα ή κάποιες άστείες θρησκόληπτες έλπίδες μπορούνε ν’ άντισταθμίσουν τό βάρος τής θυσίας της; Όχι! άρετές, βίτσια, όλα γίνονται ένα στόν τάφο. Σέ λίγα χρόνια ό κόσμος θ’ άντιμετωπίζει καί τά δυό μέ τόν ίδιο τρόπο. Κι ή δυστυχισμένη πού θά ’χει ζήσει δίχως νά γνωρίσει τή χαρά θά πεθάνει, άλλίμονο! δίχως καμιά άνταμοιβή.”
Marquis de Sade – Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ