Το τέλος έφτανε, το νιώθαμε. Στο βάθος ξεπρόβαλε η ναυαγισμένη σχέση μας. Το μόνο συναίσθημα εγκατάλειψη, παραίτηση. Το τίποτα αιωρούταν στον αέρα κι έκρυβε μέσα του τόσα πολλά. Τόσα που δεν ειπώθηκαν, τόσα που θελήσαμε και δεν τολμήσαμε, τόσα όνειρα βυθισμένα στον πάτο της θάλασσας.
Ναυαγήσαμε… σε ξέρα πέσαμε φριχτή και γίναμε φαντάσματα μιας άλλης εποχής. Αυτής που τόσο σε ήθελα και τόσο με ήθελες κι εσύ. Και τώρα… τίποτα. Κενό. Μόνο ο πόνος για ότι χάνεται, γι’ αυτό που από καιρό είχε χαθεί μα δεν το βλέπαμε. Λίγο, αμυδρά και μια χαρά, η χαρά της απελευθέρωσης από τα δεσμά που μόνοι μας δέσαμε σφιχτά. Πόσο απόλυτο το κάθε τέλος να σημαίνει πάντα μια νέα αρχή, μέχρι κι ο φόβος για το άγνωστο που ακολουθεί να υποτάσσεται λες από ένστικτο.
Και σε κοιτώ να φεύγεις και η καρδιά μου κομματιάζεται αλλά δεν κάνω βήμα. Και μετά να χάνεσαι και το κενό να στροβιλίζεται να γίνεται μια μάζα πηχτή, βαριά που απλώνει γύρω μου σαν καταχνιά. Κι ένα δάκρυ κυλά κι η αλμύρα του φτάνει στο στόμα μου. Και μέσα στο θολό τοπίο το βλέπω πως κάτι συμβαίνει… είναι η δύναμη αυτή που βρίσκεται μέσα μας βαθιά, ξεκινά από το στομάχι, ανεβαίνει στο ύψος της καρδιάς και ταλαντεύεται με ρυθμό. Άλλοι το λένε ελπίδα, εγώ το λέω γνώση. Τώρα ξέρω πως το τίποτα σημαίνει ελευθερία, ξέρω πως το τίποτα τα πάντα γεννά.