“Πρέπει να το ξενοικιάσω. Τώρα που πέθανε η γυναίκα μου δεν αντέχω άλλο εδώ.”
Ο φίλος ήταν κάποτε μεγάλος και τρανός στο Χρηματιστήριο και το διαμέρισμα απλά μαγικό. Κι αυτός και η γυναίκα του μας είχαν φιλοξενήσει πολλές φορές σε πάρτυ εκεί πριν πλακώσει ο καρκίνος.
“Αλλά είναι κρίμα. Ξέρεις μου το νοίκιαζε αυτή η γριά μόνο 150 τον μήνα.”
-Πλάκα μου κάνεις!
“Όχι σοβαρά. Θεούσα. Έλεγε ότι δεν είναι σωστό να χρεώνει περισσότερο.”
-Άντε, κι είναι και μεγάλο σπίτι, δεν είναι;
“Ναι μωρέ αλλά γεμάτο δυσάρεστες αναμνήσεις, δεν αντέχω.”
-Βέβαια, βέβαια. Θα μπαίνεις και θα σε πλημμυρίζουν φαντάζομαι εκεί στο ωραίο χωλ με την κρυφή ντουλάπα. Ή στην κουζίνα με το βοηθητικό δωμάτιο.
“Λες εκεί που είχαμε το πλυντήριο.”
-Ναι, αυτήν.
“Γιατί να μου λείπει η Βάσια όταν μπαίνω στο βοηθητικό δωμάτιο;”
-Λέω γενικά μωρέ, μην κολλάς. Θα κάθεσαι και θα στεναχωριέσαι. Όπως και στο υπνοδωμάτιο, αλήθεια, πόσα υπνοδωμάτια έχει το σπίτι;
“Δύο.”
-Ναι, ναι, στενάχωρα πράγματα. Να σου πω, μήπως θες βοήθεια στο μάζεμα;
“Βέβαια, πέρνα 1-2 μέρες γιατί έχει πολύ δουλειά.”
-Δεν μπορώ δυο μέρες βρε, θα με κράξουν στο γραφείο. Θα έρθω το Σάββατο το πρωί ότι προλάβουμε και μετά αν θες να έρθω να σε βοηθήσω να το πεις στην σπιτονοικοκυρά.
“Γιατί;”
-Ψυχολογικά, μήπως και δεν αντέξεις.
“Κοίτα πιο πολύ με απασχολεί το μάζεμα. Μήπως μπορείς να έρθεις και άλλη μέρα;”
-Που να βρω χρόνο τώρα….
“Ε, μάλλον δύσκολο να έρθεις στην σπιτονοικοκυρά.”
-Όχι θέλω. Θα βρω χρόνο να έρθω και δεύτερη μέρα.
“Τέλεια έκλεισε. Στη σπιτονοικοκυρά θα πάμε όλοι μαζί την Τρίτη.”
-Όλοι μαζί;
“Ναι, ο Νίκος μου προσέφερε το αυτοκίνητό του για έναν μήνα, η Τάτι θα μου μαγειρεύει για δυο εβδομάδες κάθε Σαββατοκύριακο και ο Πέτρος θα μου δανείσει την κάρτα του γυμναστηρίου τις μέρες που δεν πάει. Μια θέση έχω στο αυτοκίνητο αλλά επειδή είμαστε φίλοι χρόνια θα σου την δώσω ρε μπαγάσα. Καλή τύχη με την σπιτονοικοκυρά, είναι λίγο δύσκολη. Όποιον από όλους σας προτιμήσει, ας κερδίσει ο καλύτερος, τι να πω τώρα;”
Έμεινα με ανοικτό στόμα.
-Ναι, τι να πεις; Α και Θοδωρή, συλλυπητήρια.