Τα βράδια λοιπόν ο Πολ την έπιανε από το χέρι και περπατούσαν πάνω στην ατέλειωτη αμμουδιά και, καθώς περπατούσαν, μιλιούνια καβουράκια άνοιγαν σαν βεντάλιες μπροστά τους και το ‘σκαγαν στη θάλασσα.
— Η μαμά μου φοβόταν τα καβούρια, έλεγε η Νινέτ.
— Τα καβούρια φοβούνται τον άνθρωπο, έλεγε ο Πολ.
Χιλιάδες ερωδιοί πετούσαν πάνω από την αμμουδιά, άφοβοι, πλησίαζαν την ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, πετάριζαν, υψώνονταν, χαμήλωναν, διασταυρώνονταν, χώριζαν, ρόδινες μπαλαρίνες πάνω στη σκηνή ενός θεϊκού θεάτρου.
Το δειλινό μπογιάτιζε με τα χρώματα της ίριδας τα σπίτια, τους φοίνικες, τον ορίζοντα, κάποιες στητές περαστικές γυναίκες, τυλιγμένες στα φανταχτερά υφάσματά τους.
Πέρα μακριά, από την αντίθετη μεριά, σαν πίσω από ψιλό τουλπάνι, σαν σε θέατρο σκιών, οι καμήλες η μια πίσω από την άλλη ακολουθούσαν αργά το δρόμο της ερήμου, χρυσαφιές.
Όλα τα χρώματα ήταν ζεστά, άγνωστα χρώματα για τους ζωγράφους της Μονμάρτρης, χρώματα που δεν είχαν όνομα. Χρώματα που δένονταν με τους ήχους, με τη σιωπή, με τις μυρουδιές, με τους χτύπους της καρδιάς…
και ξαφνικά ο ήλιος σαν άγουρο πορτοκάλι βουτούσε μέσα στη θάλασσα και μαζί του χάνονταν τα τόσα χρώματα. Το μοναδικό μπαομπάμπ πασαλειβόταν με ασημιές σκιές και η Νινέτ πάσχιζε να μαντέψει από πού θα ξεπροβάλει η σελήνη.
— Στην Ελλάδα ξέρω, κάθομαι στη βεράντα μας και πίσω από το φαλακρό βουνό, να σου και φανερώνεται, στην ώρα της. Εδώ λες κι έρχεται από το πουθενά.
Ο Πολ τής μάθαινε να ξεχωρίζει τα σημάδια της νύχτας.
— Και η Λυ Κατόν; ρώτησε το τρίτο βράδυ η Νινέτ, γιατί άλλο δεν άντεχε το φόβο που ένιωθε γι’ αυτή την εξωτική. «Την κουβάλησε ο Πολ» είχε πει η Σουζάν.
— Πήγε για λίγες μέρες στο Ντακάρ, για φωτογραφίες του Φεμινά.
— Και η Λυ Κατόν; ξαναρώτησε η Νινέτ, που ήθελε αμέσως να μάθει την αλήθεια.
Ο Πολ δεν της έκρυψε τίποτε.
— Τη γνώρισα πρόπερσι, στο βαπόρι που μας έφερνε στο Ντακάρ. Κάναμε καλή παρέα, Φλερτ, δεν το κρύβω. Κεφάτη, έξυπνη, διάολος, γεμάτη ζωντάνια, όπως τίποτε παραπάνω. Από τη στιγμή που σε είδα, στους Μαρτέν, με το πιάτο στο χέρι, σαν φρόνιμη και καλή μαθητριούλα, η Λυ Κατόν — φρστ… φρστ… — εξαφανίστηκε, τα μάτια μου έβλεπαν μόνο εσένα. Καρδιά μου, διώξε την από τις σκέψεις σου. Σ’ αγαπώ.
[πηγή: Ζωρζ Σαρή, Νινέτ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1995 (9η έκδ.), σ. 219-220]