Ξύπνησα και κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένας ήχος υπερβολικά κοντά, συνεχόμενος και ύπουλος. Μετά από μια υπέροχη βραδιά έρωτα και έναν ύπνο γλυκό σαν ελαφρώς λιωμένο προφιτερόλ από το “Μέλισσα” (στο περιστέρι είναι, κοντά στο Μετρό) τίποτα δεν με αγγίζει. Προσπαθώ να ξανακοιμηθώ, να ξαναμπώ στο όνειρο που ζω δίπλα της καθώς κοιμάται γλυκά. Αλλά ο ήχος συνεχίζεται. Είναι ο γάτος. Ντάνιελ το όνομα. Όπως Daniel Craig γιατί η δικιά μου μοιάζει με κορίτσι από Μποντ ή από Daniel Day Lewis γιατί έχει πάρει κι αυτή πολλά Όσκαρ στον έρωτα. Δεν μπορώ να αποφασίσω. Το κωλόγατο μου έχει σπάσει τα νεύρα. Τον κλειδώνουμε απέξω γιατί θα μας πρήξει αν μπει στην κρεβατοκάμαρα. Τώρα γρατζουνάει και χαζονιαουρίζει. Αυτό το βλαμμένο συνεχόμενο νιαούρισμα, σαν το παλούκι από την τέντα που κοπανάει όλο το βράδυ από τον αέρα στο μπαλκόνι. Που όλο εύχεσαι να πιαστεί κάπου και να σταματήσει. Ησυχία. Και μετά από λίγο….κλανγκ! Άντε πάλι. Πρέπει να σηκωθείς αλλά βαριέσαι…
Σηκώθηκα. Άνοιξα προσεκτικά την πόρτα για να μην μπει. Μπορεί να παίξει πρωινό σεξ και δεν γουστάρω να τον έχω στα πόδια μου. Ούτε ανάμεσα στα πόδια μου. Ούτε οπουδήποτε κοντά στα γυμνά μου οπίσθια. Τον σπρώχνω με το πόδι και βγαίνω. Θέλει προσοχή. Αν τον παρασπρώξω ξέρω τι θα κάνει. Αυτό το ψεύτικο θεατρινίστικο νιαούρισμα σαν να τον έδειρα. Και τότε η δικιά μου θα με κράξει ότι είμαι κακός μαζί του. Ως τώρα την έχω ξεγελάσει ότι τα πάμε περίφημα. Του ρίχνω στα μουλωχτά αρκετές. Και όταν έρχεται για εκδίκηση πάνω στο πληκτρολόγιό μου την ώρα που γράφω, εγώ κάνω ότι τον χαϊδεύω και γουσταριζόμαστε.
“Σε συμπάθησε καλέ!” μου λέει. Ναι, ναι, έρωτας. Βρε άντε ψαχτείτε με ψυχολόγο καλύτερα λέω εγώ. Τώρα γρατζουνάει την πόρτα. Μπερδεύομαι με τις κλειδαριές ασφαλείας. Προς στιγμή είμαι σε πειρασμό. Έχει βγάλει το μισό κεφάλι έξω και κοιτάει. Αυτό το αδιάκριτο εκνευριστικό γατοβλέμμα. Να κλείσω δυνατά την πόρτα και να πω ότι ήταν ατύχημα. Να πιέσω λιιιιιίγο το κεφάλι, έτσι για να ξέρει ποιος είναι αφεντικό; Τελικά κάνει πίσω. Νιαουρίζει επιτακτικά. Θέλει να βγει. Καταφέρνω την κλειδαριά. Ανοίγω την πόρτα. Βγαίνει αργά αργά. Σχεδόν όλος. Λίγο κώλος και ουρά μένουν. Η ουρά ανεμίζει ναζιάρικα. Αυτός κοιτάει το χωλ. Μετά γυρνάει και μου ρίχνει ένα βλέμμα σε στυλ “εντάξει σκλάβε, δεν χρειάζομαι κάτι άλλο από εσένα, μπορείς να φύγεις, έκανες την δουλειά που σε ήθελα.”
Το χέρι μου στην πόρτα ηλεκτρίζεται από πόθο. Να του συνθλίψω τον κώλο. Άντε να του κοπεί η ουρά. Να περιφέρεται σακάτης, να του κοπεί το χαμόγελο. Έχω παγώσει εδώ στην πόρτα με τον κρύο αέρα από το χωλ. Αυτός τον χαβά του. Κοιτάει τα σκαλιά, την λάμπα, την παλιά θερμάστρα κηροζίνης λίγο πιο πολύ. Έτσι για να μου την σπάσει. Ξέρει ότι τουρτουρίζω. Τελικά κάνει μια άκομψη όπισθεν – σαν να φταίω εγώ για αυτό – και μπαίνει μέσα πάλι. Τρέχει στην κρεβατοκάμαρα πριν προλάβω.
Μέχρι να κατουρήσω εγώ, η καλή μου έχει ξυπνήσει όλο χαμόγελα όπως πάντα. Μόνο που είναι αγκαζέ με τον γάτο, όχι εμένα. Μου έρχεται στο μυαλό η σκηνή από την πρώτη ταινία 007 που έπαιξε ο Daniel Craig και τον είχε βάλει ο κακός σε μια καρέκλα και του κοπάναγε τα παπάρια. Αργά και σαδιστικά. Ο Ντάνιελ ο γάτος λέει θα πάει για ευνουχισμό σύντομα. Προσπαθώ να βρω μια θέση στο κρεβάτι. Δεν γουστάρω τριολέ, το ξεκαθαρίσαμε από την αρχή της σχέσης. Το γατί τελικά πετάγεται και τρέχει σαν τρελό ως το σαλόνι. Προσπαθώ να τον ξεχάσω. Μετά περνάει πάλι σφαίρα από το χωλ. Κλείνω την πόρτα και αναρωτιέμαι αν χρειάζεται εξορκισμός εδώ πέρα. Γυρνάω να την κοιτάξω και το σύμπαν έρχεται στα ίσα του. Εκρήξεις από ορμονικό προφιτερόλ έρωτα στο μυαλό μου μόνο.
Μέχρι που άκουσα πάλι τα νύχια του στην πόρτα.