Μου είχε τύχει ένα βράδυ στην Αθήνα να ακούγονται λάγνες φωνές και βαριαναστεναγμοί από την ανοικτή μπαλκονόπορτα που έβλεπε την απέναντι πολυκατοικία. Ήταν τέλη Μαΐου, εκεί λίγο πριν αρχίσει να κάνει τις υπερβολικές ζέστες, αυτές που λίγο να αγκαλιάσεις λίγο πιο πονηρά την δική σου ή τον δικό σου στάζετε μονομιάς ιδρώτα. Χάζευα το ταβάνι, το ένα χέρι κάτω απ’ το μαξιλάρι και το άλλο έπιανε… τσουπ τον κώλο της δικιάς μου. Κοιμόταν, κατάλαβες; Και να που οι απέναντι ή οι από πάνω ή οι από κάτω μου άναβαν φιτιλιές. Ζούληξα λίγο το αφράτο αυτό κρέας και κουνήθηκε η δικιά μου ελάχιστα στον ύπνο της.
Η άλλη απέναντι ή κάτω ή πάνω μάλλον προσευχόταν, επικαλούταν συνέχεια τον Θεό της. Μετά μάλλον κάτι έκανε λάθος και ακούστηκε ένα χαστούκι, και αυτή έβγαλε φωνή. Προσπαθούσα να την ζωγραφίσω από το άκουσμα της ανάσας της και μόνο. Τι ήτανε; Ξανθιά βαμμένη, μελαχρινή, κοκκινομάλλα; Πόσο μεγάλες ή μικρές ήταν οι ρώγες της; Η θηλαία άλω της ήταν πιο καφέ ή πιο κόκκινη; Είχε τατουάζ, σκουλαρίκι στον αφαλό, ελιά στο λαιμό, στο χείλος; Όλα αυτά μαζί;
Παφ! Ξανά χαστούκι. Η δικιά μου γυρνάει πλευρό, το χέρι μου παγιδεύεται από κάτω της.
Με ηρεμεί να αγγίζω μια γυναίκα έτσι στον ύπνο. Το καλύτερο μαξιλάρι σου λέω. Κάτι το μοναδικό σχήμα από γυναίκα σε γυναίκα, κάτι το πως γεμίζει την παλάμη, που άλλοτε μου ρίχνει και άλλοτε μου ανεβάζει τους παλμούς. Μ’ αρέσει να την νιώθω, εκεί, στο κέντρο της παλάμης μου. Κι αν γυρίσει, μ’ αρέσει να χαζεύω το αχλαδωτό, ροδακινόδες, καρπουζένιο σχήμα και να σκέφτομαι πόσο ηλίθιοι είναι κάποιοι βουτηρομπεμπέδες που βλέπουν κάτι άκωλα, επίπεδα μοντέλα, και τις ονομάζουν θεές.
Μαλάκες.
Οι αληθινές Θεές είναι γυναίκες – γυναικάρες – και όχι κοριτσάκια. Συνδυασμός δύναμης, ηρεμίας, μητρότητας, τρυφερότητας και λαγνείας. Με καρποφόρους γοφούς που λικνίζονται στον χορό κάτω από αυτά τα υπέροχα καλοκαιρινά φορέματα, ή που προεξέχουν τόσο δα από τα τζιν σα να σε πειράζουν, σα να σου λένε “ψιτ, αγοράκι, εδώ είμαι εγώ. Για έλα να σου πω δυο λόγια.”
Τα ζεστά βράδια η δικιά μου κοιμόταν δίπλα μου με μια παλιά ξεχειλωμένη μπλούζα, που είχε επάνω την Ντόροθι από τον Μάγο του Οζ κι ένα σλιπάκι. Κι ανέκαθεν περίμενα την στιγμή, λίγο πριν τον ύπνο, που θα κοντοστεκόταν στην άκρη του κρεβατιού και θα έβγαζε το σουτιέν της.
Πουφ.
Ξέρεις ποια λέω; Αυτή η στιγμή του ξεκουμπώματος που τινάζεται το ελαστικό και βλέπεις τα σημάδια κόκκινα επάνω στο δέρμα της, στο σχήμα του κουμπώματος, και το πρόσωπό της πλημμυρίζει από ανακούφιση. Που η δαντέλα χαϊδεύει πρώτα τους ώμους της, μετά τα χέρια της, και ξαφνικά στέκεται μπροστά σου γυμνόστηθη σα την θεά των όφεων.
Αυτή την στιγμή περίμενα και την χάζευα και την λάτρευα από μακριά όπως πρέπει να λατρεύουν τις θεές.
Ξέρεις, ήταν υπναρού η δικιά μου. Ούτε το πολύ πρωί, ούτε το πολύ βράδυ δεν το μπορούσε, αλλά με σάουντρακ την άλλη να βογκάει είχε πάρει ο αέρας γύρω μας φωτιά. Το ανοιχτό μπαλκόνι τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να δροσίσει τα δάχτυλα μου, ενώ έπαιζαν αργά και απαλά με την άκρη της δαντέλας. Αυτά τα δάχτυλα, που εισχωρούσαν στο εσωτερικό μπούτι, προχωρώντας αργά και σέρνονταν προς το γόνατο. Μετά ξανά προς τα πάνω. Καθώς την γύρισα γέλασε μ’ αυτό το νυσταγμένο γέλιο του – τι κάνεις εκεί; Το εσώρουχο ξεκινούσε λίγο πιο κάτω από κάτι ερωτικά λακκάκια που είχε στο τέλος της πλάτης της. Τα μακριά μαλλιά της έπεφταν απάνω απ’ την μπλούζα της, που είχε γλιστρήσει προκλητικά από τον ένα της ώμο.
Τα δάχτυλα, πλέον, αποφασιστικά ήταν στην θέση τους και έγραφαν αργές, κυκλικές κινήσεις επάνω της. Με έπιασε απαλά από τον καρπό – όχι για να με σταματήσει. Για να δώσει ρυθμό. Μπράβο το κορίτσι μου.
— Τι ώρα είναι; ψιθύρισε.
Ώρα να παίξουμε μωρό μου. Ώρα να παίξουμε.