Μέχρι να κατέβει τα σκαλιά είχε συνέλθει. Έπρεπε να συνέλθει πριν φτάσει στη λιμουζίνα και τους άλλους, ήταν θέμα επαγγελματικό. Θέμα ζωής και θανάτου του. Nα μην δείξει αδυναμία ή έλλειψη συντονισμού. Καθώς έβγαινε στον δρόμο είδε έναν άστεγο να ζητάει από περαστικό τσιγάρο. Ήταν τόσα πολλά τα ρούχα που φορούσε για να μην κρυώνει σχεδόν δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι για φωτιά, αλλά έφτασε το τσιγάρο στο στόμα και ο περαστικός πολύ τρυφερά έσκυψε κολλητά στο στόμα του, πολύ τρυφερά έβαλε τα δικά του χέρια να προστατέψει τη φλόγα. Σε πόσες σχέσεις είχε βρεθεί που ξεχείλιζαν από ελευθερία αλλά έλειπε η τρυφερότητα;
Οι δύο τελευταίες μεσήλικες που είχε γνωρίσει ερωτικά δεν ήταν γυναίκες. Κοριτσάκια ήταν. Μικρά παιδιά από τα οποία εξατμίστηκε η παιδική αφέλεια. Βάρυναν με τα χρόνια, άλλαξαν κατηγορία επειδή ο πλανήτης περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο όσο κι αν κρύβεσαι πίσω από βιταμίνες και αποτριχώσεις και γυμναστήρια. Με τα μανικιουρισμένα τους νύχια προσπαθούσαν να κρατηθούν σε καταστάσεις, να κάνουν σημάδια στις πλάτες αντρών όπως είχαν δει σε ταινίες. Με την απόγνωση να μείνει στη Γη κάτι δικό τους κάπως. Αλλά κρύες από μέσα πάντα. Αντί για πάθος είχαν μόνο τη θερμοκρασία της τριβής των φρένων όσων τις καταλάβαιναν, έβαζαν όπισθεν και έφευγαν τρέχοντας με διάφορες δικαιολογίες. Τα κοπέλια με τα μεγάλα ταγέρ και τις ακριβές γόβες ξέπλεναν κάθε απογοήτευση με τζιν και τόνικ, το μεγάλο βάλσαμο της μέσης ηλικίας. Ή ότι κοκτέιλ τους πρότειναν οι φίλες τους, τα άλλα εξατμισμένα κοριτσάκια που πάντα κάνουν παρέα για να μην τους λέει κανείς αλήθειες.
Αλλά αυτή δεν ήταν έτσι.
Αυτή ακόμα όρθια κι ακίνητη όπως την άφησε, μέτρησε ένα σύννεφο στον ουρανό πόση ώρα έκανε να πάει από την μια άκρη του παράθυρου ως την άλλη. Τον κοιτούσε ταυτόχρονα αφηρημένη. Κατάλαβε ότι χάζευε τον άστεγο και τον περαστικό και η λύπη της δεν ήταν πια δικιά της, έφυγε με τα σύννεφα, απλά την παρατηρούσε πλέον. Όπως παρατηρούσε αυτόν τον περίεργο άντρα που μόλις γνώρισε να πλησιάζει τη λιμουζίνα του.
Και δεν ήθελε να φύγει.
Όλα έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα αλλά και σε αργή κίνηση μαζί. Αυτή χτύπησε δυνατά το τζάμι με την παλάμη της και αναρωτήθηκε αν θα το άκουγε τόσο μακριά. Αυτός αν και περπατούσε γρήγορα, σταμάτησε ξαφνικά. Κοκάλωσε στο πίσω πόδι και γύρισε να την κοιτάξει, γύρισε. Πίσω του το μεγάλο πολυτελές αυτοκίνητο ανατινάχτηκε. Ο οδηγός πετάχτηκε ψηλά μαζί με το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Ο άλλος βοηθός του εκσφενδονίστηκε σε μια κολώνα. Ίσως κόπηκε στα δυο, ήταν και μια λαμαρίνα δίπλα του, δεν ήταν ξεκάθαρο. Ακόμα έψαχνε τη σκηνή με τα μάτια της να τον βρει όταν άκουσε χτύπημα στην πόρτα της. Από το ματάκι τον είδε να κρατάει τα αυτιά του. Άνοιξε. Πήγε να πει κάτι αλλά της έδειξε τα αυτιά του, μάλλον δεν άκουγε από την έκρηξη ακόμα. Σήκωσε το ένα φρύδι της, ήταν τόσο απίστευτα χαριτωμένη που της χαμογέλασε. Θέαμα τρομακτικό καθότι η έκρηξη τον είχε ρίξει μπρούμυτα δυνατά, είχε αίματα στο σαγόνι, τα ρούχα του ήταν κατεστραμμένα και κυρίως γιατί δεν ήξερε πως να χαμογελάει.
Αλλά τώρα αυτή είχε συνέλθει από τη λύπη της και ήταν γεμάτη ενέργεια, αδρεναλίνη από το απρόοπτο. Ζήτησε μια δεύτερη ευκαιρία μαζί του χτυπώντας το τζάμι, ίσως του έσωσε τη ζωή σταματώντας τον πριν πλησιάσει την έκρηξη πιο πολύ. Τον έσπρωξε σχεδόν ως τον καναπέ. Έσκυψε και του έβγαλε τα παπούτσια πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί. Τον έβαλε πίσω να ξαπλώσει. Του έκλεισε τα μάτια με την ζεστή παλάμη της και πέρασε το χέρι από τα μαλλιά του να τα ισιώσει. Μια τούφα είχε πάντα στο μέτωπο, μια τούφα που τη συντηρούσε κι αυτός χρόνια τώρα επειδή κάπως έτσι την είχε κάνει η μάνα του. Δεν άφηνε κανέναν να την πειράζει, να την ακουμπάει καν. Μετά το ντους πάντα την τσέκαρε την τούφα του να είναι ολόιδια. Τώρα αποσυντονισμένος ίσως να μην σταματούσε αυτό το χέρι που πλησίαζε, δίστασε λίγο στο μέτωπο αλλά έφυγε για τον λαιμό τελικά, να σκουπίσει τα αίματα. Είχε καταφέρει να τον κάνει να νιώθει αναπαυτικά.
Έξω είχε σκοτεινιάσει, έβρεχε και φυσούσε μανιασμένα. Ο δρόμος σκοτεινός, η πορεία του ασαφής, το μυαλό με σκιές, οι απαντήσεις σαν τις ερωτήσεις σκοτεινές. Είναι στη φύση του μυαλού που ψάχνεται., για όσους ξέρουν ότι ποτέ δεν ξέρουν τίποτα στα σίγουρα να δέχονται συχνά πυκνά τέτοιο σκοτάδι. Κάποτε οι ερωτήσεις φώναζαν στις απαντήσεις, κάποτε τραγουδούσαν μαζί. Κάποτε έχτιζε θεωρήματα το ένα πάνω στο άλλο. Ήρθε η θάλασσα της ζωής και τα πήρε όλα στα σκοτάδια του βάθους της. Ίσως αυτός ο δαιμονισμένος αέρας τώρα φέρει κόκκο κόκκο πάλι την άμμο, ίσως σταθούν μαζί και βγάλουν νόημα. Ίσως κάπως έτσι ξαναχτίζεται το κάστρο πιο δυνατό. Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, στα σκοτάδια παντού γύρω του, πρόλαβε και είδε το λευκό στα μάτια της και το κράτησε ελπίδα, φως στα σκοτάδια, μια δροσερή παλάμη στο ξαναμμένο του μέτωπο.
Μέχρι να κατέβει τα σκαλιά είχε συνέλθει. Έπρεπε να συνέλθει πριν φτάσει στη λιμουζίνα και τους άλλους, ήταν θέμα επαγγελματικό. Θέμα ζωής και θανάτου του. Nα μην δείξει αδυναμία ή έλλειψη συντονισμού. Καθώς έβγαινε στον δρόμο είδε έναν άστεγο να ζητάει από περαστικό τσιγάρο. Ήταν τόσα πολλά τα ρούχα που φορούσε για να μην κρυώνει σχεδόν δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι για φωτιά, αλλά έφτασε το τσιγάρο στο στόμα και ο περαστικός πολύ τρυφερά έσκυψε κολλητά στο στόμα του, πολύ τρυφερά έβαλε τα δικά του χέρια να προστατέψει τη φλόγα. Σε πόσες σχέσεις είχε βρεθεί που ξεχείλιζαν από ελευθερία αλλά έλειπε η τρυφερότητα;
Οι δύο τελευταίες μεσήλικες που είχε γνωρίσει ερωτικά δεν ήταν γυναίκες. Κοριτσάκια ήταν. Μικρά παιδιά από τα οποία εξατμίστηκε η παιδική αφέλεια. Βάρυναν με τα χρόνια, άλλαξαν κατηγορία επειδή ο πλανήτης περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο όσο κι αν κρύβεσαι πίσω από βιταμίνες και αποτριχώσεις και γυμναστήρια. Με τα μανικιουρισμένα τους νύχια προσπαθούσαν να κρατηθούν σε καταστάσεις, να κάνουν σημάδια στις πλάτες αντρών όπως είχαν δει σε ταινίες. Με την απόγνωση να μείνει στη Γη κάτι δικό τους κάπως. Αλλά κρύες από μέσα πάντα. Αντί για πάθος είχαν μόνο τη θερμοκρασία της τριβής των φρένων όσων τις καταλάβαιναν, έβαζαν όπισθεν και έφευγαν τρέχοντας με διάφορες δικαιολογίες. Τα κοπέλια με τα μεγάλα ταγέρ και τις ακριβές γόβες ξέπλεναν κάθε απογοήτευση με τζιν και τόνικ, το μεγάλο βάλσαμο της μέσης ηλικίας. Ή ότι κοκτέιλ τους πρότειναν οι φίλες τους, τα άλλα εξατμισμένα κοριτσάκια που πάντα κάνουν παρέα για να μην τους λέει κανείς αλήθειες.
Αλλά αυτή δεν ήταν έτσι.
Αυτή ακόμα όρθια κι ακίνητη όπως την άφησε, μέτρησε ένα σύννεφο στον ουρανό πόση ώρα έκανε να πάει από την μια άκρη του παράθυρου ως την άλλη. Τον κοιτούσε ταυτόχρονα αφηρημένη. Κατάλαβε ότι χάζευε τον άστεγο και τον περαστικό και η λύπη της δεν ήταν πια δικιά της, έφυγε με τα σύννεφα, απλά την παρατηρούσε πλέον. Όπως παρατηρούσε αυτόν τον περίεργο άντρα που μόλις γνώρισε να πλησιάζει τη λιμουζίνα του.
Και δεν ήθελε να φύγει.
Όλα έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα αλλά και σε αργή κίνηση μαζί. Αυτή χτύπησε δυνατά το τζάμι με την παλάμη της και αναρωτήθηκε αν θα το άκουγε τόσο μακριά. Αυτός αν και περπατούσε γρήγορα, σταμάτησε ξαφνικά. Κοκάλωσε στο πίσω πόδι και γύρισε να την κοιτάξει, γύρισε. Πίσω του το μεγάλο πολυτελές αυτοκίνητο ανατινάχτηκε. Ο οδηγός πετάχτηκε ψηλά μαζί με το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Ο άλλος βοηθός του εκσφενδονίστηκε σε μια κολώνα. Ίσως κόπηκε στα δυο, ήταν και μια λαμαρίνα δίπλα του, δεν ήταν ξεκάθαρο. Ακόμα έψαχνε τη σκηνή με τα μάτια της να τον βρει όταν άκουσε χτύπημα στην πόρτα της. Από το ματάκι τον είδε να κρατάει τα αυτιά του. Άνοιξε. Πήγε να πει κάτι αλλά της έδειξε τα αυτιά του, μάλλον δεν άκουγε από την έκρηξη ακόμα. Σήκωσε το ένα φρύδι της, ήταν τόσο απίστευτα χαριτωμένη που της χαμογέλασε. Θέαμα τρομακτικό καθότι η έκρηξη τον είχε ρίξει μπρούμυτα δυνατά, είχε αίματα στο σαγόνι, τα ρούχα του ήταν κατεστραμμένα και κυρίως γιατί δεν ήξερε πως να χαμογελάει.
Αλλά τώρα αυτή είχε συνέλθει από τη λύπη της και ήταν γεμάτη ενέργεια, αδρεναλίνη από το απρόοπτο. Ζήτησε μια δεύτερη ευκαιρία μαζί του χτυπώντας το τζάμι, ίσως του έσωσε τη ζωή σταματώντας τον πριν πλησιάσει την έκρηξη πιο πολύ. Τον έσπρωξε σχεδόν ως τον καναπέ. Έσκυψε και του έβγαλε τα παπούτσια πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί. Τον έβαλε πίσω να ξαπλώσει. Του έκλεισε τα μάτια με την ζεστή παλάμη της και πέρασε το χέρι από τα μαλλιά του να τα ισιώσει. Μια τούφα είχε πάντα στο μέτωπο, μια τούφα που τη συντηρούσε κι αυτός χρόνια τώρα επειδή κάπως έτσι την είχε κάνει η μάνα του. Δεν άφηνε κανέναν να την πειράζει, να την ακουμπάει καν. Μετά το ντους πάντα την τσέκαρε την τούφα του να είναι ολόιδια. Τώρα αποσυντονισμένος ίσως να μην σταματούσε αυτό το χέρι που πλησίαζε, δίστασε λίγο στο μέτωπο αλλά έφυγε για τον λαιμό τελικά, να σκουπίσει τα αίματα. Είχε καταφέρει να τον κάνει να νιώθει αναπαυτικά.
Έξω είχε σκοτεινιάσει, έβρεχε και φυσούσε μανιασμένα. Ο δρόμος σκοτεινός, η πορεία του ασαφής, το μυαλό με σκιές, οι απαντήσεις σαν τις ερωτήσεις σκοτεινές. Είναι στη φύση του μυαλού που ψάχνεται., για όσους ξέρουν ότι ποτέ δεν ξέρουν τίποτα στα σίγουρα να δέχονται συχνά πυκνά τέτοιο σκοτάδι. Κάποτε οι ερωτήσεις φώναζαν στις απαντήσεις, κάποτε τραγουδούσαν μαζί. Κάποτε έχτιζε θεωρήματα το ένα πάνω στο άλλο. Ήρθε η θάλασσα της ζωής και τα πήρε όλα στα σκοτάδια του βάθους της. Ίσως αυτός ο δαιμονισμένος αέρας τώρα φέρει κόκκο κόκκο πάλι την άμμο, ίσως σταθούν μαζί και βγάλουν νόημα. Ίσως κάπως έτσι ξαναχτίζεται το κάστρο πιο δυνατό.
Κάποιοι άνθρωποι – κυρίως γυναίκες κατά αυτόν – πατάνε υπερβολικά ελαφριά σε αυτή τη γη. Πετάγονται σα πεταλουδίτσες ανόητα από εδώ κι από εκεί αντί να δούνε το αποτέλεσμα, την επιστήμη ως μουσική της ψυχής. Ανησυχούσε αν έχει αρκετή ενσυναίσθηση καθώς γυάλιζε κάθε μέρα την πανοπλία του, καθώς μπάλωνε κάλτσες και περίμενε κλειδαράδες να ξαναλλάξουν κλειδαριά καλού κακού. Οι προκλήσεις, οι φιλοδοξίες γυαλίζουν και σε ξεγελάνε, το μυαλό προσπαθεί να πιαστεί σε ότι περνάει, σα θαλάσσιες ανεμώνες σε ρεύματα τροπικά. Ίσως δεν πρέπει να τα φοβάται πια, αυτή είναι διαφορετική.
Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, στα σκοτάδια παντού γύρω του, στις θάλασσες και τις γυαλάδες των σκέψεων, μια δροσερή παλάμη στο ξαναμμένο του μέτωπο, πρόλαβε και είδε το λευκό στα μάτια της και το κράτησε ελπίδα.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας που έχει προσθέσει ζουμιά σε πολλές μεσήλικες.