Προτείνω να παρελάσουμε οι διχασμένοι.
Με στολή της επιλογής μας. Να δούμε σε ποιο μήκος κρίνεται η φούστα της υποκρισίας και η μπούρκα του σεξισμού μας, μέρα που είναι, βοήθειά μας.
Προσωπικά, στο εθνικό μπάχαλο της αριστερομπούρδας, με μια δόση φασιστοβλακείας (βλ. ΣυριζΑνελ) και με μπικίνι να βγαίνατε όλοι στους δρόμους να παρελάσετε, καθόλου δε θα μου έκανε εντύπωση.
Χάνουμε τη μπάλα και ούτε διαθέσιμα οέο δε μας έχουν μείνει πια να την παλέψουμε.
Εγώ θα μας πω μια ιστορία να γουσταρουμε μέρα που είναι.
Επειδή έχω την τύχη-ατυχία-συμπαντική συγκυρία να έχω συνεργαστεί εκτενώς επαγγελματικά με μπουρκοφόρους και μπουρκοεπιβολείς, στα πρώτα χρόνια της επαφής αυτής, υπήρξα ιδιαίτερα ευαίσθητη σε θέματα επιλογών, ειδικά ενδυματολογικών, εφόσον είχα πιπιλήσει επαρκώς και με το νόμο την καραμέλα της ανεξιθρησκείας, “ποια είμαι εγώ που θα κρίνω τι πιστεύει ο καθένας” φάση, που βγαίνει και σε γεύση φράουλας και σε γεύση μέντας, αν το εξετάσεις ελαφρόμυαλα το θέμα. ΚλάνειΜέντας για την ακρίβεια.
Η δεύτερη πίστα, που μου προέκυψε και με ζώσανε τα φύδια είναι ότι άρχισα να στενοχωριέμαι για τις γυναίκες που έπρεπε να κουκουλώνονται και να αισθάνομαι άβολα για την καταπίεση που βίωναν, που σε αρκετές περιπτώσεις τους έβγαινε σε κρυφενοχικό φλερτάρισμα, χαμηλοβλεπούσικο πετάρισμα βλεφαρίδας, αν οι άντρες τους, τους επέτρεπαν φυσικά να αφήσουν έστω τη βλεφαρίδα να παίρνει λίγο αέρα και το μάτι να διακρίνει αλλαγές στις αποχρώσεις του ουρανού χωρίς να μεσολαβεί φίλτρο μαντίλας, που ούτως ή άλλως τα κάνει όλα κατά τι πιο γκρίζα.
Σε μια από τις επαγγελματικές μου επαφές γνώρισα δυο γυναίκες Ιορδανές, που επισκέφθηκαν την Ελλάδα μέσα στο πλαίσιο εκπαίδευσής τους, από εμένα, γεγονός που μου έδωσε περισσότερη άνεση να συζητήσω πιο ανοιχτά το θέμα της μαντίλας και γενικά της καταπίεσης και της ελευθερίας στις επιλογές τους. Μου έδωσαν άλλωστε πάσα από τις λίγες, καθώς τις παρέλαβα κουκουλωμένες και η πρώτη τους κουβέντα μόλις πάτησαν ελληνικό έδαφος ήταν: “Προς τα που για το κομμωτήριο;“
“Αααα ωραία μαντίλα” λέω στη μία, καθώς το κομπλιμάν που παίζει σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι “τι ωραία ανταύγεια” ή “πως σου πέτυχε η φράντζα”.
Θεώρησα πως το κέντημα που έφερε στο ύφασμα του κεφαλιού της ήταν κάτι που θα μπορούσα να αναφέρω, εισπράττοντας την υπέροχη απάντηση: “Σου αρέσει η μαντίλα μου; Γιατί μπορώ να στη χαρίσω. Εγώ ζηλεύω τα μαλλιά σου.” Και φυσικά πέρασαν τις υπόλοιπες μέρες της μίνι ελευθερίας τους, επιτέλους σε άμεση επαφή με τον ελληνικό αέρα χωρίς τον μουσουλμανικό υφασμάτινο διαμεσολαβητή αγνότητας και καθωσπρεπισμού. Μέχρι την ημέρα που γύρισαν στο αεροδρόμιο. “Μην ανεβάσεις τις φωτογραφίες μας μαζί στο facebook και μας δουν οι άντρες μας. Κράτα τις για εμάς σαν ανάμνηση.”
Στον αστερισμό της μαντίλας αγαπητοί μου Κουκουλάκηδες, σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση και ύστερα από ανθρώπινη και προφανώς ανδρική υστερικοκομπλεξική απόφαση, η μάνα του γαμπρού διαλέγει τη μελλοντική νύφη. Τη φιλάει κοντά στο στόμα (για να δει αν μυρίζει η αναπνοή της), της ρίχνει κατά λάθος νερό για να το σκουπίσει μετά και να “ελέγξει” έτσι τη σφριγηλότητα του στήθους και άλλα πολλά. Το ζευγάρι στις πιο προχωρημένες περιπτώσεις γνωρίζεται την ημέρα του γάμου του.
Πόσο βολικό δε αυτό το: Σε χωριζω, σε χωριζω, σε χωριζω! Με αυτές τις απλές λέξεις μπορεί να χωρισει ο μουσουλμάνος απο τη γυναίκα του. Η γυναίκα εννοείται ότι δεν μπορεί να κάνει το ίδιο. Τι κρίμα και μου έχουν μπει ιδέες εδώ που μας αλλάζει τα φώτα η γραφειοκρατία. Αν πάντως δεν πει και τις τρεις φορές το “σε χωρίζω”, τότε πρέπει το ζευγάρι να πάρει την ευχή του χότζα για να ξανακοιμηθεί μαζι!
Και συνεχίζω διαβάζοντας δηλώσεις ενός μετριοπαθούς μουσουλμάνου, του Τατζ Χαργκέι. Γεννημένος στη Νότια Αφρική -όπου είχε αναπτύξει ακτιβιστική δράση ενάντια στο απαρτχάιντ- ο Χαργκέι ζει στη Βρετανία σχεδόν τρεις δεκαετίες. Τα τελευταία οκτώ χρόνια, ως ιδρυτής και ιμάμης του Κέντρου Μουσουλμανικής Εκπαίδευσης της Οξφόρδης, μιλάει για την ανάγκη δημιουργίας ενός «βρετανικού Ισλάμ», στο οποίο δεν υπάρχει χώρος για «φυλετικά έθιμα που δεν έχουν σχέση με τη θρησκεία». Ετσι κι αλλιώς υποστηρίζει τις υγιείς αποστάσεις ανάμεσα στη θρησκευτική και την κοσμική εξουσία μέσω της οργάνωσης «Βρετανοί μουσουλμάνοι υπέρ της Κοσμικής Δημοκρατίας», ιδρυτικό μέλος της οποίας είναι η γνωστή αρθρογράφος του Independent Γιασμίν Αλιμπάι Μπράουν.
Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά: «Η μπούρκα είναι μια μάσκα και ουδέποτε υπήρξε μέρος του Ισλάμ. Είναι απολύτως αδύνατο να βρει κανείς αναφορά στην μπούρκα ή τη νικάμπ στο Κοράνι. Στο μεταξύ, και η χιτζάμπ [σ.σ. η μαντίλα] κάνει την εμφάνισή της στο Κοράνι οκτώ φορές, αλλά, και πάλι, πουθενά δεν αναφέρεται σε σχέση με το κεφάλι της γυναίκας. Αυτό που το Ισλάμ καλεί τους πιστούς να κάνουν, άνδρες και γυναίκες, είναι να ντύνονται σεμνά όταν βρίσκονται σε δημόσιους χώρους. Οι γυναίκες καλούνται επιπλέον να καλύπτουν το στέρνο τους. Αλλά πουθενά στο Κοράνι δεν γίνεται λόγος για τα μαλλιά. Τέλος πάντων, αν κάποιες γυναίκες θέλουν να τα καλύπτουν, καλό είναι να γνωρίζουν ότι δεν είναι υποχρεωτικό. Είναι σύμβολο των ριζοσπαστικών και φανατικών στοιχείων, όχι του Ισλάμ. Αυτή η ιδέα ότι επιτρέπεται να μετατρέψεις μια γυναίκα σε νίντζα, σε περιφερόμενη σκηνή, σε ένα είδος ταχυδρομικού κουτιού, είναι έθιμο ορισμένων αραβικών φυλών, το οποίο εξάγεται σήμερα οπουδήποτε στον κόσμο ζουν μουσουλμάνοι. Οι άνθρωποι που διαφωνούν με την απαγόρευση το κάνουν γιατί έχουν πιστέψει ότι είναι έκφραση θρησκευτικής πίστης. Οι εξτρεμιστές χρησιμοποιούν τη θρησκεία σαν πρόσχημα. Είμαι μουσουλμάνος, ορθολογιστής και δεν θέλω να χάνω το χρόνο μου με παρωχημένα έθιμα φυλετικών κοινωνιών. Το Ισλάμ είναι οικουμενική θρησκεία και δεν εγείρει ξεχωριστές πολιτισμικές απαιτήσεις.” (enet.gr)
Οπότε, αυτά τα προοδευτικά τύπου μπράβο κοριτσάρα μου που κουκουλώνεσαι επειδή έτσι γουστάρεις, εμένα μου ακούγονται ως επιτηδευμένη επίδειξη ανετίλας, εφόσον ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙ, έτσι την γουστάρουν άλλοι. Και της το επιβάλουν. Κανένας δεν θέλει κατά βάθος να ξεχωρίζει τόσο εμφανώς, ειδικά ένας έφηβος που θέλει διακαώς να ανήκει κάπου και ουσιαστικά και εμφανισιακά. Με το ταπεινό, λοιπόν μυαλό μου, δεν θα την κατακρίνω, αλλά ούτε θα πω και ΕΥΓΕ σε μια έφηβη που αποφάσισε να παρελάσει την καταπίεσή της μπροστά στα εκστασιασμένα και εμφανώς ανενημέρωτα πλήθη του σύγχρονου Ελλαδιστάν.
Από την άλλη βέβαια έχουμε και την αγαπητή ομάδα των Ξεκωλάκηδων που κατακρίνουν την ξεμπούρδελη εμφάνιση των Ελλήνων μαθητών και κυρίως μαθητριών, που επιλέγουν να ανεβάσουν πιο ψηλά ακόμα τη φούστα στις εθνικές παρελάσεις.
Χωρίς να επικροτώ ούτε αυτή την εμφάνιση, εφόσον το κάθε ντύσιμο έχει το χώρο του, έχω να τονίσω ότι οι μισοί από αυτούς τους επικριτές περί της εμφάνισης ή μη του γυναικείου μπουτιού και πόσο οφείλει να αποκαλύπτεται σε μια παρέλαση, ξημεροβραδιάζονται με τσόντες τύπου ΤινειτζΓκερλΜαστουρμπέιντινγκ.κομ και μετά πάνε και κάνουν το σταυρό τους, να τους συγχωρέσει η εικόνα της Αγίας Ελεούσας, ενώ εύχονται να μην πετύχει κάποιος Σφακιανάκης την IP τους και μάθει η γειτονιά ότι το πάνε το γράμμα, κατά γράμμα. Έχουμε αναλωθεί στο να κριτικάρουμε το μπούτι της μαθήτριας και την δασκάλα που θα εμφανιστεί πιο ξανθιά, με πιο ωραίο κορμί στην παρέλαση, γιατί έτσι μας έμαθε η μαμά μας με το κουμπωμένο πουκάμισο μέχρι το αριστερό ρουθούνι στη μύτη, ενώ παράλληλα το κρυφογουστάρουμε και περιμένουμε να το δουμε για να το κατακρίνουμε.
Τόσο υπέροχα, σεξιστικά και υποκριτικά.
Ναι, δεν είναι σωστή ούτε η μια ούτε η άλλη εμφάνιση. Αλλά ποιος καθορίζει εντέλει το σωστό και το λάθος; Αλλά εφόσον ανέχεσαι βλαμμένε το ένα, μάθε να ανέχεσαι και το άλλο ή απόρριψέ τα όλα. Μην πέφτεις σε συγκρίσεις ψευτοκαθωσπρεπισμού και δυσκοίλιας κριτικής. Και κυρίως πάψε επιτέλους να κρίνεις γυναίκες επειδή αναπνέουν. Βαρεθήκαμε να λέμε συνέχεια τα αυτονόητα.
Σε χωρίζω, σε χωρίζω, σε χωρίζω, ανεγκέφαλε λαέ, κατακαημένε και μπλεγμένε. Κι αν δε μπορώ να σε πετάξω από επάνω μου, έστω να ξέρεις ότι σε λυπάμαι.
ΥΓ. Οι παραπάνω γενικεύσεις γνωρίζουν ότι είναι γενικεύσεις. Η υπερβολή χρησιμοποιείται ως αντίβαρο της υπερβολικής στενομυαλιάς και τρικυμίας πολλών και η ανάγκη υστερόγραφου υποστηρίζεται από το χάος και την παρανόηση, που ούτως ή άλλως θα προκύψουν, αλλά να μην λέτε ότι εγώ δεν σας τα έλεγα.