Με βασιλικό ή με δάφνη, τα ξόρκια για χρήματα δεν χρειάζεται να γίνονται με πανσέληνο. Τα μαγικά λόγια για να σας έρθουν χρήματα είναι απλά και ίδια από πολύ παλιά. Δοκιμασμένα πράγματα.
Μπήκα στο σπίτι εύκολα αλλά αμέσως είχα να αντιμετωπίσω περίπου είκοσι ζευγάρια παπούτσια. Ισχυρό αντικλεπτικό αυτό.
“Βγες από το σπίτι μου!”
-Δεν καταλαβαίνω γιατί. Σε αγαπώ.
“Δεν μ’αγαπάς.”
-Όχι, αλήθεια. Σε αγαπώ.
“Αφού είμαι πανάσχημη.”
Την κοίταξα λίγο καλύτερα.
-Ναι, τελικά έχεις δίκιο. Δεν σε αγαπώ.
“Βγες από το σπίτι μου!”
-Γιατί; Μόλις κατάφερα να περάσω τα μισά παπούτσια στην είσοδο του σπιτιού, είμαι πολύ περήφανος για τον εαυτό μου!
“Γιατί είσαι κλέφτης και δεν σε θέλω εδώ!”
Αυτό ήταν αρκετά καλό επιχείρημα. Αλλά για καλή μου τύχη, εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ενός δωματίου ένας έφηβος.
-Μαμά, για να ακριβολογούμε, δεν είναι δικό σου το σπίτι.
“Τι λες αγάπη μου;” διαμαρτυρήθηκε η μητέρα του.
-Μαμά ξέρω τι λέω, προσέχω πολύ στο μάθημα οικονομικών. Το σπίτι ανήκει στην τράπεζα. Αν καταφέρουμε και εξοφλήσουμε όλες τις δόσεις τα επόμενα 15 χρόνια τότε θα γίνει δικό μας.
Ζορίστηκε να απαντήσει. Τον κοιτούσε έντονα, οπότε εγώ έριξα διακριτικά ένα ωραίο βάζο που έδειχνε πολύτιμο στο σακίδιό μου. Βρήκα και ένα καλό eyeliner και έβαλα στα γρήγορα λίγο για πλάκα. Σαν καλός γονιός πήγε να αλλάξει θέμα.
“Εσύ δεν είπες πριν λίγο στο τηλέφωνο ότι είσαι ένα τέταρτο μακριά; Πότε μπήκες σπίτι;”
-Δεν είπα από που ήμουν το τέταρτο μακριά.
Ο μικρός ήταν άξιος μαχητής μαμάδων. Αν έμπαινε στη σκηνή κάποιος τώρα θα χρειαζόταν περίληψη επεισοδίων όπως κάνουν στις σειρές με υπερήρωες για εμάς που γεράσαμε και τα ξεχνάμε εύκολα. Ακόμα κι αν τα βλέπουμε στη σειρά δηλαδή, πάλι χρήσιμη είναι η ανακεφαλαίωση γιατί τις μισές φορές δεν έχω καταλάβει αυτός με την κουκούλα αν είναι καλός ή κακός τελικά. Ο τυπάκος ήταν καλός με την σχετική έννοια, απασχολούσε τη γυναίκα κι εγώ είχα βάλει ήδη ένα ηχείο κι κάτι μπιζού από την συρταριέρα στο σακίδιο. Είχα τελειώσει και το μακιγιάζ μου, σχεδόν μεταμφίεση ήταν πια.
“Ρε κωλόπαιδο…” ωπ, αντεπίθεση, η μαμά του πήρε το μάγκικο ύφος. “Χθες έκλαιγες σα βλαμμένο που σου έβαλα τη Μερέντα από την “λάθος” πλευρά του ψωμιού σου!”
-Α μωρή καημένη. Αν δεν πιεις δυο καφέδες εσύ κλαις το πρωί! Εγώ χρειάζομαι Μερέντα γιατί φορτώνω υδατάνθρακες μετά τη γυμναστική.
“Ποια γυμναστική ρε χοντρέλα; Πριν δυο μήνες πήγες γυμναστήριο, ακόμα φορτώνεις υδατάνθρακες; Το σώμα σου είναι πλέον 12% φουντούκι! “
-Έχω πολλά στο μυαλό μου. Εγώ πρέπει να θυμάμαι και όλους τους δικούς σου κωδικούς και να σε σώζω όταν κολλάς στον υπολογιστή.
“Δε φταίω εγώ που η γενιά μου μεγάλωσε αλλιώς. Δεν είχαμε τόσους κωδικούς.”
-Ναι σίγουρα. Μόνο για να μπείτε στο σπήλαιο το παρασύνθημα!
Eίναι ενδιαφέρον ότι τα πιο εκνευριστικά πράγματα που λένε τα παιδιά είναι ταυτόχρονα και αυτά για τα οποία θέλεις να τα συγχαρείς. Έδειχναν απασχολημένοι με την ανταλλαγή προσβολών αλλά ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Δεν εμπιστεύομαι ανθρώπους που μπορούν να παρκάρουν με ανοιχτό το ραδιόφωνο, εγώ αποσυντονίζομαι. Είχα βάλει στο σακίδιο άλλα πέντε έξι πράγματα που έδειχναν να έχουν αξία και αναρωτιόμουν μήπως ήταν καλή ώρα να φύγω πριν με καταλάβουν. Αλλά είχαν ξεμείνει από προσβολές μάλλον και γύρισαν και οι δυο και με κοίταξαν.
Η ζωή μου είναι σαν μια διαρκής επίσκεψη σε μαγαζί με προσφορές το οποίο όμως κλείνει σε πέντε λεπτά. Ούτε ξόρκι του Μέρζεμπουργκ δεν με σώζει τώρα. Χάρη στη μαγεία του μακιγιάζ, αντί για γέρος κλέφτης, έμοιαζα με γέρος κλέφτης με κακοβαλμένο eyeliner. Άρχισα να τρέχω.
“Θα σε βρούμε!” φώναξε η μητέρα.
-Έχεις αφήσει το DNA σου στο σπίτι βλάκα! Πρόσθεσε ο γιος.
Το σκέφτηκα λίγο καθώς έφτανα στο αμάξι και έβαζα μπρος να φύγω. Φορούσα γάντια και σκούφο. Καλού κακού είχα βάλει και προφυλακτικό πριν ξεκινήσω. Είμαι προσεκτικός εγώ. Δεν έχουν τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα και δεν έκανα ποτέ αυτά τα test DNA που λένε θα σου πούνε για τους παπούδες σου. Ξέρω ότι είναι κόλπα της κυβέρνησης για να μας φακελώσουν. Όχι πουλάκια μου, αν θέλετε να βρείτε το DNA μου να το κάνετε με τον παραδοσιακό τρόπο. Να πάτε να βρείτε δείγματα δέρματος μου κάτω από τα νύχια της αρκούδας που πολέμησα και σκότωσα πριν μια εβδομάδα στα Τζουμέρκα.
Σκέφτηκα να μην πάω κατευθείαν στο σπίτι μου για την περίπτωση που με ακολουθούσε κάποιος. Για κακή μου τύχη ένα πολυμορφικό μπροστά μου έπαιζε πολύ καλή ταινία στις τηλεοράσεις των παιδιών, οπότε το ακολούθησα για μισή ώρα μέχρι που τέλειωσε το έργο και είχα χαθεί. Είχα ήδη μπει από πίσω τους σχεδόν στο γκαράζ τους. Κοίταξα το σακίδιο. Κοίταξα την φάτσα μου με το eyeliner που είχε φύγει τελείως, σαν κλόουν από την Κόλαση έμοιαζα πια.
Άδειασα το σακίδιο. Βγήκα από το αμάξι. Άνοιξα την μπροστινή πόρτα εύκολα. Πέρασα τα είκοσι ζευγάρια παπούτσια και περίμενα λίγο….
“Βγες από το σπίτι μου!”
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι κατά συρροή κλέφτης αλλά εξαρτάται από τις ταινίες που θα δει στον δρόμο. Στο δημοτικό μια δασκάλα του είπε στα μούτρα του ότι ποτέ δεν θα γίνει διάσημος συγγραφέας και τώρα κανονικά θα έπρεπε να πάει να της πει ότι είχε δίκιο. Πάντως έχει μαζέψει πολλά eyeliner.)