Γεννήθηκε πριν από 105 χρόνια, στις 2 Νοεμβρίου του 1911.Το έκτο παιδί του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά αναπνέει και αφήνει το πρώτο του ουρλιαχτό στο Ηράκλειο της Κρήτης, στη συνοικία Εφτά Μπαλτάδες
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, που θα επιλέξει το ψευδώνυμο Ελύτης, κάποια χρόνια μετά, θα γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές παγκοσμίως και ο ένας από τους δύο ποιητές της Ελλάδας, που έχουν βραβευτεί με βραβείο Νόμπελ. Θα πετύχει να επικοινωνήσει μια μικρή χώρα, την Ελλάδα, σε ολόκληρο τον κόσμο μέσα από ό,τι θα έπρεπε να είναι το έμβλημά και το μοναδικό της σύμβολο: το πνεύμα, την τέχνη, τον πολιτισμό…
«Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.»
Με λόγο βαθύτατα πολιτικό, ανένταχτο ωστόσο, λόγο ατόφια ελληνικό, που όμως δεν μπορεί να παραμείνει εντός συνόρων, γιατί περιέχει μια αυθεντικά παγκόσμια και οικουμενική χροιά, καταφέρνει να αφήσει το στίγμα του σε όποιον τον μελετά και να τον παρασύρει πάνω από την έννοια των μηνυμάτων του, κυρίως στην ομορφιά του ήχου των ελληνικών του… των ολόσωστων ελληνικών, που πολλές φορές πλάθει ο ίδιος για την εξυπηρέτηση της έκφρασής του.
Δε θα αναλωθώ στο να παραθέσω βιογραφικά στοιχεία, που πολλούς θα κουράσουν. Οι λέξεις που έχει αφήσει πίσω του, είναι υπεράνω των γεγονότων άλλωστε…
Αποσπάσματα από το Δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη, Ο Κήπος με τις Αυταπάτες
Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στη μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγί. Γι αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα. Όμως, γι αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα. Έρχομαι όχι μια αλλά εκατό φορές σ΄ένα οποιοδήποτε Verve στο La terre est blue comme une orange, στην Παρθένο της Σικίνου πριν να υπάρξει, στο Eau de Vervene, στο Poem in October, στον Ναυτίλο του Patek Philippe , στην Μικρή Πράσινη Θάλασσα. Ακριβείς μειοψηφίες, σπάνια βιβλία, ιδίως αν το χαρτί τους είναι Velin pur fil Lafuma ή πάπυρος του 1600, όπως τα βρίσκουμε στα παλαιοπωλεία των μικρών πόλεων της Ευρώπης.
Εχουμε τόσο πολύ τριφτεί πάνω στην κοινωνία και το κοινωνικό ψεύδος που και η πιο σημαντική αλήθεια, ευθέως διατυπωμένη, φαίνεται παραδοξολογία.
Α, τι ωραία που είναι να χαϊδεύεις το χέρι που σε χαϊδεύει και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον, όπως οι παλαιές ανθοπώλισσες μέσα σε πανεράκια, προσφέροντας σκουλαρίκια γιασεμιά και γαρδένιες, βέρες της μιας στιγμής και του πάντοτε.
Άνεμε, άνεμε, ο μονογενής της Τήνου και πολύτεκνος των Κυκλάδων, που με λυτό μαλλί κοριτσιών ξέρεις να υπογράφεις και καρέκλες πλαταγιστές να τυμπανίζεις, κέρνα μια σωφροσύνη απ΄αυτήν που διδάσκει ο υιός της Ήρας. Έτσι, ώστε ούτε ο κίνδυνος να γίνεται αντίπαλος του πλου ούτε ο πλους αντίπαλος του κινδύνου
Αχ αγάπη, πως καταφέρνεις ν’αποχωρίζεσαι απ΄ το στοιχείο του έρωτα! Πως τ’αφήνεις να φτάνει σε μιαν ύστατη έκρηξη και να εξαντλείται, τη στιγμή που εσύ ατάραχη συντηρείσαι και ανεβαίνεις, όπως το λάδι πάνω απ ΄το νερό, για να κρατήσεις αναμμένη την φλόγα μιας ατελεύτητης ημέρας.
Με την κάθε μέρα που ζούμε γινόμαστε άθελά μας εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες που γεννάει το μέσα μας ασήμαντον. Όποιον δεν έτυχε να δει ποτέ του με πόση γρηγοράδα και χάρη ανεβοκατεβαίνει μέρα, νύχτα και συναποκομίζει από το έδαφος άπειρα μικροπραγματάκια, σποράκια, πετρίτσες, φυλλαράκια, πευκοβελόνες, άχυρα και πούπουλα, μια μητέρα νεοσσών, ώστε να μπορέσει να στεγάσει τα παιδιά της. Όποιος δεν ξύπνησε τ’ άλλο πρωί να βρει μια φωλιά στο γείσο της ταράτσας του και να σαστίσει απ’αυτό το στιγμιαίο μήνυμα ζωής και μαγικής μαστορίας, δεν θα μπορέσει να καταλάβει, πως με το ίδιο τιποτένιο υλικό, αποκόμματα εικονογραφημένων περιοδικών, κάποτε και βιβλίων, μπορεί να φτάσει κανείς, με μιαν ανάλογη μαγική μαστοριά, στην τεχνική της συνεικόνας… και κατ’αναλογίαν να δώσει το όραμα ενός κόσμου όπου το γραφικό σήμα παίρνει τη θέση απλού ψηφίου και να μεταδώσει άλλου είδους ποιητικά μηνύματα, όσο κι αν η γραφή πάντοτε βγαίνει πρώτη στην τελική αναμέτρηση.
Υπήρξαν μερικές περίοδοι που τις χαρήκαμε όπως ο τρελός την ελευθερία του. Το γραφείο μου – κείνο της αφανούς γεωμετρίας – κόντευε σχεδόν να μεταβληθεί σε προξενείο εμμόνων ιδεών και υπερβατικών σχημάτων. Κόρες του Αγίου Βορρά με υελώδη ωμοφόρια και άλλες με άλω χρυσή και προκαθορισμένη μέσα στο θερινό κατά τ’ άλλα εορτολόγιο θέση… βάρκες πρηνείς μέσα στα πρίνα ή μόλις ξυμυτίζοντας απ’την κρυψώνα τους… κομμάτια θάλασσας όπως κανείς ποτέ δε τα’δε, ιππάρια κυματοειδή, αύλακες αφρού περιουσίου. Μιλώ για κάτι που είναι και όχι. Κείνο το καίριο κι ένα, που το βρίσκεις σε μια πρώτη σελίδα κοριτσιού κι ώσπου να το ‘ξηγήσεις, χάνεται.
Στην διάρκεια ενός σιγαρέτου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε και αυτοκαταστρεφόμαστε, όπως άλλωστε και στους έρωτες, τις απόπειρες δημιουργίας, και οπουδήποτε αλλού, το μόνο φωτάκι που δεν σβήνει ακόμη κι αν ο χρόνος μας το πατά χάμω, είναι το κάλλος.
Η απειροελάχιστη στιγμή όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα μες στην ιδιωτική μας αιωνιότητα.
Ανέκαθεν στον κόσμο αυτόν βασιλεύει μια κάποια, όπως θα λέγαμε, άνισος ισομετρία. Το ίδιο δυναμικό και για το καλό και για το κακό απαιτείται να καταβληθεί, αφού το φαρμάκι επενεργεί αρνητικά, όπως ακριβώς το αγαθόν θετικά, πάνω στους άλλους, που ξέρουν να κρατούν σωστά το κάτοπτρο της καθαρής αντίληψης στη σχέση τους με τους τρίτους. Είναι όμως διαφορετικό το μήκος των πεπρωμένων. Θεέ μου, πόσα πολλά πράγματα, και ν΄ αντιστοιχούν μόνο σ’ ένα σκέτο σπίρτο, που το τραβάς επάνω τους· και να!
Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος· κι αν είδες, είδες!