Το ξέρεις. Το νιώθεις στο στομάχι σου. Tο μυρίζεις στις νύχτες. Το γεύεσαι στο νερό που σηκώνεσαι να πιεις τέσσερις η ώρα το χάραμα, επειδή έχεις κορακιάσει απ’ το πολύ μπλα-μπλα μαζί του στο κρεβάτι. Το διαβάζεις στ’ άστρα – εκείνα των περιοδικών και του ίντερνετ. Το βλέπεις στο κατακάθι του καφέ: Αυτός ο άνθρωπος ήρθε για ν’ ακουμπήσει ουσιαστικά τη ζωή σου.
Μουσαφίρης σωστός, ντε, με τις σοκολατίνες του, το απαιτούμενο λουλουδικό και τα παπούτσια του βγαλμένα στο χαλάκι στην εξώπορτα μη σου λερώσει τα σφουγγαρισμένα. Δε χρειάζεται να το συζητήσεις για να πάρεις δεύτερη γνώμη· δεν έχεις αμφιβολίες.
Ορκίζεσαι και σ’ Ευαγγέλιο άμα λάχει ή στο Κοσμοπόλιταν – όποιο βρεθεί πρόχειρο. Είναι εκείνες οι περιπτώσεις στη ζωή μας, που η σχέση που δημιουργούμε μ’ έναν άνθρωπο πάει βαθιά. Αν μάλιστα κάνουμε ησυχία και κάτσουμε τελείως ακίνητοι, θ’ ακούσουμε μέχρι και το κλικ απ’ τα κομμάτια που μπαίνουν στη θέση τους. Και το καταλαβαίνουμε απ’ την αρχή. Μετά τα πρώτα μιλήματα. Μετά τα πρώτα φιλήματα. Όσους ανθρώπους έχω συναντήσει σε τέτοια φάση, μ’ έχουν κοιτάξει ευθεία στα μάτια και μου έχουν πει χωρίς περιστροφές ότι ο έρωτάς τους είναι ο αυθεντικός. Τον μαϊμού έρωτα πληρώνουμε ακριβά τελικά. Τον κανονικό μας τον προσφέρουν. Σαν γλυκό του κουταλιού όμως, κι αυτός σε μικρές ποσότητες κερνιέται. Έτσι μπορούμε και τον αναγνωρίζουμε: Έρχεται λίγο, έρχεται σπάνια. Εκεί που στεκόμαστε στη μέση του ποταμού με το πόδι μέχρι το γόνατο στη λάσπη να ξεπλένουμε πετραδάκια στο κόσκινό μας, κάποτε θα ξεπλύνουμε και κανένα κουκουτσάκι χρυσού.
Δεν πρόκειται να το μπερδέψουμε κι ας συμβαίνει μία στο τόσο. Έπειτα, σ’ αυτά τα ζητήματα είμαστε προγραμματισμένοι να λειτουργούμε με το ένστικτο. Όπως και το ν’ αναπνέουμε το κάνουμε με τη μύτη. Αν, λοιπόν, μυριστούμε ότι ο έρωτας δεν είναι γιαλαντζί, έτσι θα ‘ναι. Εδώ συγκεκριμένα το ένστικτο δε λαθεύει, γιατί για να βρίσκει έρωτες το έχουμε, κι αυτό ακριβώς κάνει. Άλλωστε, τον έρωτα τον ουσιαστικό δεν τον νιώθουμε με το κάτω μόνο μισό του σώματος. Και δεν είναι μόνο τα πόδια που τρέμουν. Δεν είναι μόνο οι παλάμες που ιδρώνουν. Δεν είναι μόνο η καρδιά που βαράει από μέσα να της ανοίξουμε να πέσει στην ποδιά του άλλου. Δεν είναι μόνο τα χείλη που ζητάνε την ξένη σάρκα να δαγκώσουν. Είναι και το μυαλό. Αυτός ο μέγας εχθρός του συναισθήματος εδώ έρχεται να επιβεβαιώσει την καρδιά. Τον νιώθουμε με τα πάντα όλα. Για τους πιο μεθοδικούς θ’ αναφέρω κι ενδείξεις ουσιαστικής σχέσης και βάζετε τικ σ’ όσα έχετε.
Θες να είσαι μ’ αυτό τον άνθρωπο, ακόμα κι αν όλα δείχνουν εναντίον σας. Εκείνος φεύγει για μεταπτυχιακό στη δύση σε τρεις μήνες κι εσύ παίρνεις πτυχίο και φεύγεις για μεταπτυχιακό στην ανατολή. Ή θα πρέπει να τρυπήσεις έναν τοίχο από τις ανασφάλειές του για να βρεθείς στην άλλη πλευρά. Ή να νικήσεις φαντάσματα του παρελθόντος του για να τον κάνεις να σε δει.
Θες να περνάς τις ώρες σου μαζί του, αδιακρίτως τις ελεύθερες ή τις απασχολημένες. Στις προηγούμενες σχέσεις ήθελες κάποιο χρόνο σου προσωπικό και το χώρο σου δικό σου. Τώρα θες το χρόνο όλον κοινό και το χώρο σου μ’ εκείνον μέσα. Δε σε νοιάζει να του μιλάς συνέχεια ή εκείνος να σ’ ακούει. Αρκεί εσύ να διαβάζεις τ’ Αγγλικά σου κι εκείνος να δουλεύει στον υπολογιστή απέναντι. Να σηκώνεις τα μάτια απ’ την έκθεση κάθε που κολλάς σε μια λέξη κι εκείνα να σκαλώνουν ανάμεσα στα μαλλιά του, που ανακατεύει ασυναίσθητα καθώς αυτοσυγκεντρώνεται.
Θες να τον φωνάζεις μ’ όλα εκείνα τα υποκοριστικά που έχουν νόημα μόνο για εσάς. Δεν τον φωνάζεις «μωρό μου». «Μωρά» ήταν όλοι οι υπόλοιποι. Αυτός είναι «αστεράκι», γιατί ένα βράδυ καθόσουν στο μπαλκόνι και σε πήρε τηλέφωνο την ώρα που έπεφτε ένα αστέρι στον ουρανό, ξέρω ‘γω! Θες να κολακέψεις τα μάτια του, που είναι σπιρτόζικα και ζεστά. Ή τα χέρια του, που έχουν το κατάλληλο μήκος, για να φτάνουν τα πιάτα στο πάνω ράφι και να τυλίγονται στο κατάλληλο ύψος γύρω απ’ τη μέση σου. Δε βλέπεις μόνο έναν κώλο κι ένα ζευγάρι βυζιά. Καλά κι αυτά, όμως δε θα σου φτάσουν ποτέ τα πιάτα απ’ το ντουλάπι…
Θες να συζητάτε για ώρες. Μάλλον μπορείς να συζητάτε μόνο για ώρες, χωρίς να χρειάζεται να τον πηδήξεις στο τέλος για να νιώσεις ότι δεν πήγε χαμένη η βραδιά. Όταν η επικοινωνία των πνευμάτων επιβιώνει ανεξάρτητα απ’ των σωμάτων, υπάρχουν φορές που μόνο το ένα ή το άλλο αρκεί.
Θες να μιλήσεις στους κολλητούς σου για εκείνη. Κι είναι επώνυμη, παρακαλώ, όχι απλώς το γκομενάκι, εκείνη μωρέ η ψηλή από προχθές. Θες να μιλήσεις στις κολλητές σου και μάλιστα χωρίς τα μάτια σου να κάνουν καρδούλες κι απ’ το στόμα σου να ξεφεύγουν πεταλούδες με κόκκινες πιτσίλες στα γαλάζια τους φτερά. Οι λέξεις σου είναι απλές και συνειδητοποιημένες. Όπως και το συναίσθημά σου.
Θες να δίνεις. Το να παίρνεις δεν είναι στις επιδιώξεις σου. Δίνεις την τελευταία μπουκιά απ’ το παγωτό σου (αυτή στο χωνάκι με τη σοκολάτα κάτω-κάτω). Το πάπλωμα όλο όταν κοιμάστε. Το χέρι σου να τον κρατήσεις όταν το ρεύμα τον τραβάει πίσω. Τον χρόνο που έχεις και δεν έχεις, όταν το επόμενο πρωί ταξιδεύεις στις έξι, αλλά μένετε πιασμένοι χέρι-χέρι μέχρι τις πέντε κι ας φύγεις άυπνος για το συνέδριο.
Έχω μια φίλη που αγαπώ και θέλω να είναι καλά. Πρόσφατα μου περιέγραφε ακριβώς πόσο καλά είναι. Κατάφερε να τα φτιάξει με τον φίλο της μετά από πολλές συμπτώσεις, που τους είχαν κρατήσει χώρια. Έχουν ημερομηνία λήξης γνωστή και στους δύο, καθώς οι δρόμοι τους χωρίζουν αναγκαστικά σε λίγους μήνες. Όμως, το θέλουν κι έτσι το ζουν. Όσο μου μιλούσε, με κοιτούσε ευθεία στα μάτια. Της ευχήθηκα να περάσει υπέροχα για όσο κρατήσει. Μου ευχήθηκε να βρω κάτι αντίστοιχο σύντομα. Να κάτι ακόμα που κάνουν οι πραγματικά ερωτευμένοι: Θέλουν το βαθύ δέσιμό τους να το δουν στα μάτια και των άλλων· αυτοί που ζουν την επιφάνεια τέτοιες ευχές δε δίνουν. Πάνω στη μανιώδη αναζήτηση για τη δική τους ουσία, φοβούνται μην τους την κλέψουν οι άλλοι.