Ήξερε.
Ήξερε… μια όψη
Ήξερε πως ήταν Αυτή, το γνώριζε, το ένιωθε. Η έκτη αίσθησή του δεν τον είχε ξεγελάσει ποτέ… το ΄ξερε. Η ανατριχίλα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του βάραγε συναγερμό.
Όχι, όχι δεν έπρεπε να το επιτρέψει πάλι στον εαυτό του… όχι ξανά. Το είχε υποσχεθεί…”ποτέ ξανά”… ποτέ δεν θα άφηνε τον εαυτό του να νιώσει όλα αυτά, όλα εκείνα που τον σήκωναν ψηλά και κάποια στιγμή… άρχιζε η ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο μέχρι να ακουστεί το τεράστιο σπλάτς στο έδαφος.
Ας έμενε μια φιλία, μια απλή γνωριμία… ένα “τίποτα”.
Ένα ειρωνικό χαμόγελο φάνηκε μεταξύ των ρυτίδων, δεξιά και αριστερά από τα χείλη του. Ήξερε γαμώτο, ήξερε την αρχή, πως άρχιζαν όλα μέσα του, πως η σκέψη του “κόλλαγε”.. .χμμμ… και είχε καλό “αντίπαλο” απέναντι του. Όσες φορές είχαν βγει, πρόσεχε. Πρόσεχε να μην δείξει, να μην δείξει τίποτα, αν και “κατά λάθος” όλο και κάτι του “ξέφευγε”. Το ΄κοβε , πήγαινε την κουβέντα στου διαόλου την μάνα κι ας ήθελε να την βουτήξει και να μην την αφήσει να πάρει ανάσα με τα χείλη του στα χείλη της.
Ήξερε πως αργά αλλά σταθερά έμπαινε σε μονόδρομο. Ήξερε πως όσο κι αν έβαζε τη “λογική” του, στο τέλος της ημέρας, το βράδυ, θα έσφιγγε το μαξιλάρι πιο πολύ. Τι “φράχτες” τι “οχυρωματικά έργα”… μπούρδες , σαχλαμάρες… έφτανε ένα χαμόγελό Της, μια φράση Της και όλα γίνονταν σκόνη.
Πολλές φορές συζητούσε με τον εαυτό του, τα έβαζε κάτω, τα μέτραγε, τα ξαναμέτραγε “όχι ρε φίλε δεν πρέπει , τι πας να κάνεις; Κόψε το”… χαμένος κόπος.
Έμπαινε και ξανάμπαινε στο “δωμάτιο πανικού”, αυτό που έφτιαξε, ύστερα από την “μεγάλη ήττα” εκείνο που το είχε κατασκευάσει τεράστιο σαν έπαυλη. Είχε ησυχάσει, ηρεμήσει, μόνο το “παιχνίδι” τον ενδιέφερε τίποτ΄ άλλο. Όλα υπό έλεγχο και ξαφνικά… τι ξαφνικά δηλαδή είχε κάνει τα μοιραία “λάθη” που τον οδήγησαν να θέλει να την βλέπει, να την ακούει, να την αγγίζει, έστω και κατά “λάθος”, συνέχεια.
Άναψε τσιγάρο. Το γαλάζιο συννεφάκι βγήκε βίαια από τα πνευμόνια του… πάλι Εκείνη σκεφτόταν. Ήξερε πως ήταν ερωτευμένος το΄νιωθε. Φοβόταν, όχι Εκείνη, τον εαυτό του φοβόταν δεν ήθελε να “ξαναπονέσει”, του κόστιζε σε πολλά… σε πολλά “δικά” του. Κι αν ήταν Αυτή, που τόσα χρόνια… τόσα χρόνια περίμενε, έψαχνε, ζητούσε;
Στη σκέψη του ήρθε μια πρόταση … “ για να μάθεις το μπιλιάρδο πρέπει να το πληρώσεις” Μήπως δεν το ΄χε “πληρώσει” αρκετά, μήπως έπρεπε να συνεχίσει να “πληρώνει”; Προσπάθησε να μειώσει το ρίσκο… πόσο; Πως; Αφού Την ήθελε. Την ήθελε!
Οι δείκτες του ρολογιού στον τοίχο είχαν πάρει την ανηφόρα για το ξημέρωμα. Είχε περάσει μαζί της μερικές υπέροχες ώρες… φιλικές ώρες. Σκέφτηκε πως θα κοιμόταν γρήγορα με τη σκέψη Της.
Ο Θεός ξημέρωσε την επόμενη μέρα, ο φρέσκος καφές με τη μυρωδιά του πλημμύρισε το χώρο. Πουκάμισο, κουστούμι, γραβάτα, παπούτσια και η μέρα ξεκινούσε. Δεν είχε έρθει στη σκέψη του Εκείνη, κάπου στο βάθος του μυαλού του ακόμα κοιμόταν, της έφτιαξε τα σκεπάσματα για την πρωινή ψύχρα, την φίλησε, το χέρι της ασυναίσθητα του χάιδεψε τα μαλλιά, έκλεισε απαλά την εξώπορτα και ξεκίνησε για την δουλειά.
Ήξερε… μια άλλη όψη.
Την είχε γνωρίσει εντελώς τυχαία, μετά από κάνα δυο φορές που είχαν συναντηθεί ήξερε πως τον γούσταρε και το απολάμβανε. Άφηνε την κατάσταση να εξελιχθεί, ήξερε πως όσο δεν εκδήλωνε τίποτα τόσο θα την έκανε να αναρωτιέται, να νευριάζει και ήθελε να την κάνει να “λυσσάξει”. Ήξερε να περιμένει, στο κάτω – κάτω δεν ψαχνόταν, “χορτασμένος” ήταν. Ήξερε πως όσο πιο πολύ θα την έκανε να “πεινάσει” τόσο πιο γούστο θα είχε το…”δείπνο”.
Έπαιρνε πρωτοβουλία μόνο και μόνο για μην ατονήσει το ενδιαφέρον της και μετά πέρναγε δήθεν στην αδιαφορία, που μεταξύ μας μπορεί να ήταν και αληθινή. Στρωμένη ζωή μέσα έξω δεν επρόκειτο να την ρισκάρει με τίποτα… με τίποτα. Είχε μετρήσει τα συν και τα πλην πόνταρε μόνο στα συν πότε στα πλην, σε ότι θα ήταν πλην για εκείνον. Την άφηνε να μιλά, δείχνοντας πάντα πως την προσέχει, ήταν καλός σε αυτό, ήξερε να ακούει. Αν θες να μάθεις για τον άλλον, μη ρωτάς, άσε τον να μιλά.
Κράταγε τον τόνο, τη χροιά της φωνής… ήξερε να ξεχωρίζει. Ήξερε πότε, που και αν θα “χτυπήσει”. Ήξερε να περιμένει. Ήξερε πως αν δεν του έβγαινε δεν θα άξιζε και τον κόπο. Έπρεπε να την φέρει στο σημείο να του μιλήσει ανοιχτά… τότε θα αποφάσιζε… εάν και εφόσον θα έμπαινε σε οποιαδήποτε περιπέτεια μαζί της. Δεν ζήταγε ποτέ και τίποτα, αντίθετα προσέφερε πράγματα που όμως δεν του κόστιζαν απολύτως τίποτα. Το μπιλιάρδο το είχε πληρώσει και το είχε μάθει καλά, εξ άλλου, όλα είναι θέμα γεωμετρίας και φυσικής και στα δυο ήταν καλός… πολύ καλός. Δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να “σκίσει” τη τσόχα.
Την είχε ψυχολογήσει αρκετά, ξεχώριζε ήδη τα επίκτητα, τα φτιασίδια, τα στηρίγματα της, τις εμμονές και επιμονές της. Ήξερε πως ο χρόνος ήταν με το μέρος του. Εκείνη δεν είχε χρόνο, εκείνη πιεζόταν. Λογικά, εκτιμούσε, πως δεν θα αργούσε. Ήξερε πως θα πέρναγε μια φάση απομάκρυνσης και μετά θα ερχόταν κατευθείαν, ούτε το μικρο του δαχτυλάκι δεν θα κουνούσε. Ήξερε πως ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού καμία έκπτωση δεν δεχόταν σε αυτό. Ήξερε πως κρέατα υπάρχουν πολλά, φιλέτο όμως ένα και ήταν το ένα.
Υστερόγραφο: Υπαρχή η “μεσαία όψη” που συνδυάζει το ΗΞΕΡΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ που κατά την φτωχή μου γνώμη είναι η πιο λογική και αναφέρεται σε ώριμους ανθρώπους που έχουν την δύναμη και την ειλικρίνεια να φτιάξουν και να ταιριάξουν μια απολύτως φυσιολογική σχέση… τόσο σπάνιο στις μέρες μας.