MΙΑ ΦΟΡΑ κ’ έναν καιρό μιά χήρα γυναίκα καί πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κ’ ήταν τόσο φτωχιά, πού δέν είχε στόν ήλιο μοΐρα. Καί δέν εύρισκε καί δουλειά γιά νά δουλέψη, μόνο μιά φορά τήν έβδομάδα τήν φώναζε μιά άρχόντισσα γειτόνισσά της, καί τής ζύμωνε τό ψωμί της καί δέν τής έδινε γιά τόν κόπο της μηδεκάν ένα γωνιάδι ψο^μί νά πάη στά παιδιά της νά φάνε* μόν’ έφευγε ή καημένη μέ τά ζυμάρια στά χέρια κ’ έρχότανε στό σπίτι της κ’ έκεΐ τά έπλυνε μέ παστρικό νερό καί κείνο τό νερό τό έβραζε καί γινόταν κομμάτι σάν χυλός καί τρώγανε τά παιδιά της. Καί μ? αύτόν τό χυλό ήταν όλη τήν έβδομάδα χορτάτα, όσο νά ξα- ναζυμώση πάλι ή μάννα τους στήν άρχόντισσα καί νά ρθη πάλι ή μάννα τους μέ τάνιφτα τά χέρια καί νά τούς κάνη πάλι χυλό.
Καί τά παιδιά τής άρχόντισσας μέ τόσα καί τόσα φαγιά, πολλά καί παχιά, καί μέ τό άφράτο τό ψωμί δέ Ορεβότανε, μόν’ ήτανε σάν τσίροι. Τά παιδιά όμως τής φτωχιάς θρεβό- τανε καί παχαίνανε καί ήτανε σάν μπαρμπουνάκι’α. Καί σάστιζε κ’ ή άρχόντισσα καί τό κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κ’ οί φιλενάδες της τής είπαν :
— Θρέβονται καί παχαίνουν τά παιδιά τής φτωχιάς, γιατί παίρνει τήν τύχη των παιδιών σου στά χέρια της και τήν πηγαίνει στά δικά της τά παιδιά. Γι’ αύτό κεΐνα παχαίνουν χαί τά δικά σου ξεπέφτουν καί χαλούν.
Το πίστεψεν ή άρχόντισσα καί, οταν ήρθε ή μέρα γιά νά ζυμώση πάλι, δέν τήν άφησε τή φτωχιά νά φύγη μέ άνιφτα χέρια, μόνο τήν έβαλε καί νίφτηκε καλά καλά, γιά ν’ άπομεί- νη’ ή τύχη μέσ’ στό’ σπίτι της. Κ’ ή φτωχιά ήρθε στό σπίτι της μέ τά δάκρυα στά μάτια.
Τά παιδιά της, άμα τήν είδαν καί δέν είχαν τά χέρια της ζυμάρια, άρχίσανε νά κλαίνε. Κι άπό ένα μέρος κλαίγανε τά παιδιά κι άπό τάλλο ή μάννα. Τέλος αύτή σά μεγάλη έκανε σίδερο τήν καρδιά της καί μέρωσε καί είπε στά παιδιά της :
— Μερώστε, παιδιά μου, καί μήν κλαίτε καί θά σάς βρω κανένα κομμάτι ψωμί νά σάς φέρω.
Καί πήγε άπό πόρτα σέ πόρτα καί τρόμαξε νά βρή νά της δώσουν ένα ξερογώνιαδο καί τό μούσκεψε καλά καλά μέ τό νερό καί τό μοίρασε στά παιδιά της, κι άφού φάγανε, τά έβαλε καί πλαγιάσανε καί κοιμηθήκανε. Κι αύτή άπάνω τά μεσάνυχτα παίρνει τά μάτια της καί φεύγει, γιά νά μήν ίδή τά παιδιά της νά πεθαίνουν άπό τήν πείνα.
Κει πού πήγαινε στήν έρημο τή νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλο>μα ένα φέξος καί πήγαινε πάνω σ’ αύτό. Κι οταν πήγε κοντά, είδε πώς ήταν τέντα καί στή μέση τής τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλεος μέ δώδεκα λαμπάδες κι άπο- κάτω άπό τόν πολυέλεο κρεμότανε ένα πράμα στρογγυλό σάν τόπι. Μπήκε μέσα στήν τέντα έκείνη, κ’ είδε καί καθότανε δώδεκα παλληκάρια καί μιλούσανε γιά μιάν υπόθεση πώς πρέπει νά τήν κάμουν.
Ή τέντα ήταν στρογγυλή καί στό έμπασμα τής τέντας άπό δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κ’ είχαν τά στήθια τους ανοιχτά καί στά χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια άπό τά δέντρα.
ΙΙαρακάτω άπό αύτά τά παλληκάρια καθότανε άλλα τρία χ1 ήταν άνασκουμπωμένα ώς τούς άγκώνες καί χωρίς έπανω- φόρι καί βαστούσαν στά χέρια τους στάχυα ξερά.
Βλέπει τρία παλληκάρια μ’ άνοιχτά στήθια καί βαστούσανε χλωρά χορτάρια κι άνθια άπό τά δέντρα. Παρέκει είδε άλλα τρία παλληκάρια άνασκουμπωμένα ώς τόν άγκώνα καί βαστούσανε στά χέρια τους ξερά στάχυα.
Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στό χέρι τους άπό ένα τσαμπί σταφύλι.
Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παρα- μαζωμένα και φορούσαν άπό μια γούνα μακριά άπό τό λαιμό ώς κάτω άπό τά γόνατα.
“Αμα τήν είδαν τά παλληκάρια τή γυναίκα, είπαν :
— Καλώς τή θείτσα, κάθησε.
Κ’ ή γυναίκα, άφοΰ τά χαιρέτησε, κάθησε. Κι άφοΰ κάθησε τή ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σέ κείνα τά μέρη. Κ’ ή καημένη ή χήοα άφηγήθηκε τήν κατάστασή της και τά βά- σανά της κ’ έπειδή τά παλληκάρια καταλάβανε πώς πεινά ή φτωχιά, σηκώθηκεν ένας άπό κείνους πού φορούσαν τις γούνες και τής έβαλε τραπέζι κ’ έφαγε* κ’ είδε πώς ήταν κουτσός.
‘Αφού έφαγεν ή γυναίκα και χόρτασε, άρχίσανε τά παλληκάρια νά τή ρωτούν γιά λογής λογής πράματα τής χώρας κ’ ή γυναίκα άποκρινότανε δ,τι ήξερε. Στά ύστερνά τής λένε τά τρία τά παλληκάρια, πού είχαν τά στήθια τους άνοιχτά :
— “Ε ! θείτσα, πώς περνάτε μέ τούς μήνες τού χρόνου ; Πώς σάς φαίνεται 6 Μάρτης, ό ‘Απρίλης κι ό Μάης ;
— Καλά περνούμε, παιδιά μου, άποκρίθηκεν ή χήρα και μάλιστα, άφοΰ έρθουν αύτοί οί μήνες, πρασινίζουν τά βουνά κ* οί κάμποι και στολίζεται ή γής μέ λογιών τών λογιών λουλούδια και βγαίνει μιά μοσκοβολάδα, πού άνασταίνεται ό άνθρωπος. ‘Αρχίζουν και κελαηδούν δλα τά πουλιά. Βλέπουν οί ζευγίτες τά χωράφια τους πράσινα και χαίρεται ή καρδιά τους κ’ έτοιμάζουν τις άποθήκες τους. “Ωστε δέν εχουμε τίπο.τα νά παραπονεθούμε γιά τό Μάρτ’, ‘Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ό Θεός φωτιά και μάς καίει γιά τήν άχα- ριστιά μας.
“Υστερα τής είπαν και τά άλλα τά τρία τά παλληκάρια, πού ήταν άνασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα :
— “Εμ, ό Θεριστής, ό ‘Αλωνιστής κι ό Αύγουστος πώς σάς φαίνονται ;
Κ’ ή φτωχιά άποκρίθηκε :
— Και γι’ αύτούς τούς μήνες δέν έχουμε τίποτα νά παραπονεθούμε, γιατί μέ τή ζέστα πού κάνουν, ωριμάζουν τά
Παρακάτω καθότανε τρία παλληκάρια πού βαστούσανε σταφύλια κι άλλα τρία πού φορούσανε γούνες ώς κάτω άπό τά γόνατα.
γεννήματα καί δλα τά οπωρικά. Τότε θερίζουν οί ζευγίτες τά σπαρτά τους κ’ οί περιβολαρέοι συμμαζεύουν τά οπωρικά τους. Καί μάλιστα οί φτωχοί πολύ είναι εύχαριστημένοι άπ’ αύτούς τούς μήνες, γιατί δέν χρειάζονται πολλά καί άκριβά ρούχα.
“Υστερα τή ρωτήσανε τάλλα τά τρία τά παλληκάρια, πού βαστούσαν τά σταφύλια :
— Μέ τούς μήνες Σεπτέμβρη, ‘Οκτώβρη καί Νοέμβρη πώς τά πάτε ;
— Αύτούς τούς μ.ήνες, άποκρίθηκεν ή γυναίκα, μαζεύουν οί άνθρωποι τά σταφύλια καί τά κάνουν κρασί. Κι άλλιώς έχουν αύτό τό καλό πού μάς δίνουν είδηση πώς έρχεται ό χειμώνας καί φροντίζουν οί άνθρωποι γιά ξύλα, γιά κάρβουνα καί γιά βαριά φορέματα, γιά νά ζεσταίνωνται.
“Υστερα τή ρωτήσανε καί τά παλληκάρια, πού είχαν τις γούνες :
— Έμ, μέ τούς μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη καί Φλεβάρη πώς περνάτε ;
— “Α ! αύτοί οί μήνες πολύ μάς άγαπουν, είπεν ή φτωχιά, κ’ έμεΐς πολύ τούς άγαποΰμε. Μά θά ρωτήσετε γιατί ; Νά γιατί ! έπειδή οί άνθρωποι είναι φυσικά άχόρταγοι καί θέλουν νά δουλεύουν χρονικίς, γιά νά κερδαίνουν πολλά, έρχονται αύτοί οί μήνες του χειμώνα καί μάς περιμαζώνουν νριγύρω στή γωνιά καί μάς ξεκουράζουν άπ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τούς άγαπουν κ’ οί άνθρωποι, γιατί μέ τις βροχές τους καί μέ τά χιόνια τους μεγαλώνουν δλα τά σπαρτά καί δλα τά χορτάρια. “Ωστε, παιδιά μου, δλ’ οί μήνες καλοί κι άξιοι είναι καί κάνουν κάθε ένας τή δουλειά, πού τόν πρόσταξεν ό Θεός. Έμεΐς οί άνθρωποι δέν είμαστε καλοί.
Τότε τά έντεκα τά παλληκάρια γνέψανε στόν πρώτο άπό κείνους πού βαστούσαν τά σταφύλια καί βγήκεν 6ξω καί oil· λίγο ήρθε πάλι μέσα καί βαστούσε στά χέρια του μιά λαγήνα ταπωμένη καί τήν έδωκε στή γυναίκα καί τής είπαν :
— “Αιντε τώρα, θείτσα, πάρε αύτήν τή λαγήνα καί πήγαινε στό σπίτι σου νά ζήσης τά παιδιά σου.
Φορτώθηκε τή λαγήνα ή γυναίκα μέ τή χαρά και είπε στά παλληκάρια :
— Πολλά τά έτη σας, παιδιά μου.
— “Ωρα καλή σου, θείτσα, τής άποκρίθηκαν κ’ έφυγε.
Και ίσια ίσια τήν ώρα πού χάραξε, ήρθε κι αύτή στό
σπίτι της κ’ ηύρε τά παιδιά της άκόμα και κοιμώτανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τή λαγήνα κ’ είδε πώς ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε νά τά χάση άπ’ τή χαρά της.
‘Αφού έφεξε καλά, πήγε στό φούρνο τής άγοράς κι άγόρασε πέντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τά παιδιά της, τά ένιψε, τά συγύρισε, τά βαλε κ’ είπαν τήν προσευχή τους κ’ ύστερα τούς έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τά καημένα και χορτάσανε καλά.
“Υστερα άγόρασε ένα κοιλό σιτάρι και τό πήγε στό- μύλο και τό άλεσε, τό ζύμωσε και πήγε τά ψωμιά στό φούρνο και ψηθήκανε.
Και τήν ώρα πού γύριζε άπ’ τό φούρνο μέ τήν πινα- κωτή τά ψωμιά στόν ώμο και πήγαινε στό σπίτι της, τήν είδεν ή αρχόντισσα κ’ ύποψιάστηκε πώς κάτι τί τής έτυχε κ’ έτρεξε καταπόδι της, γιά νά μάθη πού ηύρε τάλεύρι και ζύμωσε. Ή άγαθή ή φτωχιά εΐπεν ολη τήν άλήθεια.
Ζήλεψε ή άρχόντισσα κ’ έβαλε στό νού της νά πάη και κείνη σέ κείνα τά παλληκάρια.
Τή νύχτα λοιπόν, άφού άποκοίμισε τόν άντρα της και τά παιδιά της, βγήκε άπ’ τό σπίτι της και πήρε τό δρόμο και πάει κ’ ηύρε τήν τέντα, πού ήτανε οί δώδεκα μήνες, και τούς χαιρέτησε. Κι αύτοί τής είπαν :
— Καλώς τήν κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες ;
— Είμαι φτωχιά, άποκρίθηκε, κ’ ήρθα νά μέ βοηθήσετε.
— Πολύ καλά, είπαν πεινάς ; θέλεις νά φας ;
— “Οχι, σας εύχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη.
— Πολύ καλά, είπαν τά παλληκάρια, και πώς περνάτε στή χώρα ;
— Μή χειρότερα, άποκρίνεται.
— “Εμ, πώς περνάτε μέ τούς μήνες ; ςαναρωτήσανε.
— Πώς νά περάσουμε, άποκρίθηκεν εκείνη. Ό κάθε ένας τους έχει καί τήν οργή του. ‘Ενώ άπ’ τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στή ζέστα, έρχεται μάνι – μάνι ό Σεπτέμβρης, ό ‘Οκτώβρης κι ό Νοέμβρης καί μάς κρυώνουν και χλλον τον πιάνει παροξυσμός καί άλλος πουντιάζει. “Υστερα μπαίνουν οί χειμωνιάτικοι οί μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης καί Φλεβάρης καί μάς παγώνουν καί γεμίζουν οί δρόμοι χιόνια καί δέ μπορούμε νά βγούμε οξο:> καί μάλιστα κείνος ό Κουτσο- φλέβαρος !. . . (Τάκούει ό καημένος ό Φλεβάρης). Άμ’ κείνοι πάλι οί ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, ‘Απρίλης καί Μάης ! Δέν τό νοιώθουν πώς είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν νά κάνουν κι αύτοί σάν τούς χειμωνιάτικους, ώστε αύτοί καταντούν τόν χειμώνα έννιά μήνες. Καί δέ μπορούμε νά βγούμε οξω τήν Προ^τομαγιά νά πιούμε τόν καφέ μέ τό γάλα καί νά κυλιστούμε στά χορτάρια. “Υστερα έρχονται οί μήνες Θεριστής, Αλωνιστής καί Αύγουστος. Αύτοί πάλι έχουν μανία νά μάς πνίγουν στόν ίδρωτα μέ τή ζέστα πού κάνουν. Καί μάλιστα άπ’ τή ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μάς πιάνει παροξυσμός καί έρχονται κ’ οί δρίμες καί μάς χαλνούν τάσπρόρ- ρουχα στις άπλωστεριές. Τί νά σάς πώ, παλληκάρια. Περνούμε μέ τούς μήνες (πού νά μή λαχαίνανε κατάρα) μιά ζωή ξεσκισμένη.
Δέν είπαν τίποτα τά παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κεί- νον, πού καθότανε στή μέση κείνων πού ήτανε άνασκουμπωμένοι καί βαστούσαν στάχυα. Κι αύτός σηκώθηκε κ’ ε- φερεν ένα λαγήνι ταπωμένο καί τό δωσε στή γυναίκα καί τής είπε :
— Πάρε αύτό τό λαγήνι, κι οταν θά πάς στό σπίτι σου νά σφαλιστής μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο καί νά τ’ άδειάσης. Στό δρόμο μήν τύχη καί τ’ άνοιξης.
— “Οχι, δέν τάνοίγω, είπε καί έφυγε ή γυναίκα καί ήρθε μέ τή χαρά στό σπίτι, προτού άκόμα ξημερώση.
Καί σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη καί άπλωσε ένα σεντόνι καί ξετάπωσε τό λαγήνι καί τό άδειασε. Και τί ν’ άδειάση ; “Ολο φίδια ! Καί χυθήκανε άπάνω της καί τήν φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τά παιδιά της ορφανά, γιατί δέν είναι καλό νά κατηγορή κανείς τόν άλλον. Ή φτωχιά δμως μέ τήν άγαθή της τήν καρδιά και μέ τή\ γλυκειά της τή γλώσσα άρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κο- κώνα και πρόκοψε και τά παιδιά της. Νά ! αύτό είναι πού λένε « καλά ύστερνά ».