Τον άφησε να κοιμάται και βγήκε προσεκτικά στο μπαλκόνι. Στη νύχτα, την παχιά νύχτα από τα γουργουρητά. Air condition, θερμοσίφωνες, μηχανές κάθε λογής γύρω της έστρωναν ακουστικό χαλί σταθερό, πιο στιβαρό ίσως από το χώμα που δεν βλέπεις πια απ’το τσιμέντο και την άσφαλτο. Μόνο τα φώτα της πόλης τρυπούσαν το κορμί του ουρανού που υπνοβατούσε από πάνω της. Κοίταξε πάλι κάτω, εκεί που είχε γίνει η έκρηξη, της φάνηκε ότι έβλεπε ένα μονοπάτι από αίματα προς το σπίτι της. Το μυαλό της έτρεχε με τα φώτα από τα αυτοκίνητα στη μακρινή λεωφόρο, σε βιβλία, ταινίες, το παρελθόν της, έψαχνε για ιστορίες που να κόψουν όλα τα ερεθίσματα γύρω της σα μαχαίρι, να τεμαχίσουν τους Γόρδιους δεσμούς που έκαναν κύκλους τόσα χρόνια άλυτα προβλήματά της. Αλλά ακόμα περισσότερα έψαχνε τις ιστορίες, αυτές που είχαν σχήμα και μοτίβο όμοιο με τους κόμπους της. Οι ιστορίες που μας στοιχειώνουν, οι ιστορίες που κόβουν σα μαχαίρι και πλέκουν νέα υφαντά.
Δυσκολευόταν να πιστέψει όλα όσα είχαν γίνει σε μια μέρα. Τόσο απίθανα και με κάποιον τρόπο σχεδόν όχι τυχαία. Έκατσε πολύ ώρα στη μεγάλη πολυθρόνα στο μπαλκόνι μελετώντας κόμπους και μαχαίρια και πίνοντας. Θυμήθηκε τον πρώην άντρα στο νεκροκρέβατο. “Σε μισώ που εσύ θα ζήσεις” τον άκουσε στο μυαλό της καθώς με το χέρι ξεκίνησε να καθαρίσει έναν ιστό κάτω από την πολυθρόνα. “Οι ιστοί είναι αιώρες των ψυχών” της είχε πει όταν τα πρωτόφτιαξαν. “Σταματάνε σε αυτές να ξεκουραστούν, σκαρφαλώνουν από ιστό σε ιστό για να φτάσουν σε ένα μέρος που φαντάζονται ότι πρέπει να πάνε.” Καθότι άθεος μάλλον τη δούλευε. Αλλά θυμήθηκε έτσι και την κοπέλα του, το κορίτσι που τα είχανε από το Γυμνάσιο, αυτήν που χώρισε όταν μπήκε στη ζωή του.
Ίσως το κρασί, ίσως οι αναμνήσεις, ίσως κάποιες τύψεις, μπήκε βιαστικά μέσα και άνοιξε τον υπολογιστή. Μια γρήγορη αναζήτηση με το όνομα, την περιοχή και το πανεπιστήμιο – θυμόταν ότι είχε γίνει καθηγήτρια μετά – και την βρήκε. Ευτυχώς έχουν δημόσια τα email τους. Πριν το σκεφτεί το είχε γράψει:
-Ξέρω ότι σε είχε πάντα στην καρδιά του. Ήθελα απλά να σε ενημερώσω ότι δυστυχώς η υγεία του δεν πάει καλά.
Πάτησε “αποστολή”. Χαζολόγησε λίγο στο Facebook, διάβασε μερικές ειδήσεις, έλαβε απάντηση πιο γρήγορα από ότι περίμενε και σίγουρα όχι με περιεχόμενο που θα μπορούσε να φανταστεί:
“Ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση αλλά μου τα έχει πει και ο ίδιος. Μιλήσαμε και σήμερα το μεσημέρι μάλιστα. Κρατάμε επαφή από τότε που έκανες την κουτσουκέλα.”
Όσα διάβαζε στην οθόνη έπεσαν σαν κουράδες και απλώθηκαν βρωμερές στο πάτωμα της σύγχυσής της. Κουτσουκέλα; Ποιος χρησιμοποιεί τέτοιες λέξεις πια; Οι ορχιδέες έχουν δόντια και τα πιστόλια σκουριάζουν κρεμασμένα στον τοίχο. Μερικές φορές ακόμα και το πιο μικρό πλάσμα, όταν κουρδιστεί κατάλληλα κάνει αυτό για το οποίο ήταν σχεδιασμένο εξ’αρχής. Διάβασε παρακάτω:
“Μάλιστα είχαμε βρεθεί μερικές φορές και ερωτικά τα τελευταία χρόνια. Νομίζω τον βοήθησα να ηρεμήσει και να δεχτεί όσα έκανες.”
Από μικρή είχε δόντια τέλεια, σαν καλομοιρασμένη τράπουλα συμμετρικά. Μόλις άνοιγε λίγο το στόμα, έμοιαζε να χαμογελάει ακόμα κι όταν απλά σκεφτόταν. Ξαναδιάβασε αργά αργά τις λέξεις στην οθόνη, συλλάβιζε αθόρυβα και τόσο δυνατά που σχεδόν χύθηκε το κρασί που κρατούσε. Ρε τον άτιμο! Και της το έπαιζε θιγμένος! Θυμήθηκε όταν πρωτογνωρίστηκαν.
“Φοβάμαι ότι δεν έχουμε απολύτως τίποτα κοινό!” του ανακοίνωσε με όλο το θράσος της νέας και ωραίας, της γυναίκας με πολλές επιτυχίες που δεν νιώθει ανάγκη κανενός. Τι κι αν είχαν περάσει ένα όμορφο Σαββατοκύριακο μαζί, του τα είπε όπως τα σκέφτηκε. Την κοίταξε χωρίς να μιλήσει στην αρχή. Μετά γέλασε. Μετά εξήγησε:
-Ναι, ναι βέβαια. Ναι, πάντα έτσι νομίζουμε. Ότι είμαστε διαφορετικοί. Από άλλους πλανήτες. Πιστεύεις ακράδαντα ότι δεν μοιάζουμε. Αλλά έχεις άδικο. Πάντα έχουν άδικο όσοι σκέφτονται έτσι. Μοιάζουμε. Ναι, ναι….πάντα μοιάζουμε.
Τώρα που διάβαζε τις λέξεις έμπαιναν σα βέλη στο μυαλό της. Το ίδιο στόμα που κάποτε χαμογελούσε τώρα το ένιωθε σα να ήταν γεμάτο κοτρώνες, δεν μπορούσε καν να αρθρώσει όσα έβλεπε στην οθόνη, δεν μπορούσε να τα αφήσει να ριζώσουν στο μυαλό της, δεν ήθελε να τα κάνει εικόνες. “Μοιάζουμε” είχε πει. Προφητικός ή απλά αποφάσισε να την ακολουθήσει στις “κουτσουκέλες”;
Σα να το’ξερε, από τον καναπέ πίσω της, ακριβώς την κρίσιμη αυτή στιγμή ακούστηκε ο άλλος της άντρας, όχι ο νεκρός πρώην, ο πολύ ζωντανός παρά την έκρηξη πιθανώς νυν.
-Όλα καλά;
Το είπε μεν τυπικά αλλά ταυτόχρονα ήταν και προμελετημένο αίτημα για αναφορά κατάστασης, κοιτούσε κι από το παράθυρο, μέτρησε ακαριαία πόσο κοιμήθηκε από την ώρα στο ρολόι του φούρνου και με έναν σύντομο έλεγχο των πραγμάτων στο σπίτι κατάλαβε ότι κάποιος είχε βγει στο μπαλκόνι. Έγνεψε προς το ποτήρι:
-Τα κοπανήσαμε;
Αυτή κατάπιε ακαριαία τις κοτρώνες και τις πίκρες, τις ξέπλυνε με μια γενναιόδωρη γουλιά κρασί και γύρισε με το μεγαλύτερο χαμόγελο στον κόσμο να τον κοιτάξει.
“Για πες μου κι άλλα για τον παπαγάλο της μητέρας σου.”
Τρία σε ένα κίνηση. Μεταφέρει την προσοχή από πάνω της, δείχνει ενδιαφέρον μπας και τον μάθει λίγο και κερδίζει χρόνο για να φύγουν από το κεφάλι της οι σκέψεις του άντρα της να πηδάει την πρώην.
-Μια μέρα γύρισα στο πατρικό μου πήγα να αγκαλιάσω τη μάνα μου. Ο παπαγάλος πλέον το έβλεπε κτητικά και μου επιτέθηκε άγρια. Δαγκωματιές, γρατζουνιές, πήγα νοσοκομείο μετά, πολύ χειρότερα από τη σημερινή μου κατάντια. Όταν συνήλθα, πήγαμε με τη μητέρα μου και τον παπαγάλο σε έναν ειδικό για θέματα συμπεριφοράς ζώων. Μας είπε ότι το ζωντανό την θεωρούσε πλέον ταίρι του και ένιωσε τον απειλούσα. Μάλιστα μας είπε ότι μάλλον την έβλεπε και ερωτικά γιατί όποτε ήταν κοντά της ερεθιζόταν. Αναρωτιέμαι που να είναι τώρα. Έψαξα λίγο μήπως τον πάρω στο σπίτι μου αλλά μάλλον θα φρίκαρα να τον ακούω να μιμείται την φωνή της.
Όση ώρα μιλούσε μισοκοιτούσε το ταβάνι, ακόμα ζεστός και ήρεμος από τον ύπνο. Παρά την εκπαίδευσή του, είχε χαλαρώσει τελείως μαζί της. Ούτε που την είδε που έβγαλε το εσώρουχο, πήγε από την κάτω μεριά του καναπέ και με μια γρήγορη κίνηση τον καβάλησε.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης συγγράφει επειδή αν δεν συγγράψει μια μέρα κάτι του λείπει. Αν σας αρέσουν όσα συγγράφει να τα διαβάζετε. Είναι όλα 100% αλήθεια, βγαλμένα από την πολυτάραχη ζωή του ανάμεσα σε πέντε ηπείρους, οχτώ πλανήτες και τρεις Γαλαξίες.