Δέν διαλέγουμε τά ακριβότερα πιάτα.
Έάν υπάρχει καθορισμένο μενού, δέν ζητούμε αλλαγές.
Δέν κάνουμε τους έξυπνους, λέγοντας ότι τό άγαπημένο μας εστιατόριο έχει καλύτερο φαγητό.
Έάν κάνουμε δίαιτα, δέν τό κάνουμε θέμα στό τραπέζι.- Ένημερωνόμεθα για τό είδος του έστιατορίου δπου εϊμεθα προσκεκλημένοι και φοροϋμε τά ανάλογα ρούχα. Δηλαδή, σε ένα chic έστιατόριο δεν καταφθάνουμε μέ τζήν ούτε σέ μια ταβέρνα μέ βραδινό φόρεμα.
– Δεν ρωτούμε πόσος ήταν ό λογαριασμός.
– Δέν κάνουμε ολόκληρη Ιστορία λέγοντας πώς δεν είναι δυνατόν νά άποδεχθούμε τό να πληρώσει άλλος καί ότι θά πληρώσουμε εμείς, ένώ μάς κατέστη σαφές έξ άρχης ότι μάς καλούν.
– Αποφεύγουμε νά άνταποδώσουμε προσκαλώντας σ’ ένα εστιατόριο πολύ άκριβότερο άπό αυτό στο όποιο μάς κάλεσαν. Είναι ταπεινωτικό γι’ αύτόν πού μάς προσκάλεσε πρώτος.
– Παρ’ ότι τό έστιατόριο άποτελεΐ ένα άπό τά τελευταία όχυρά του παλαιού άνδροκρατικοΰ savoir-vivre, τό φαινόμενο νά πληρώνουν τόν λογαριασμό γυναίκες έξαπλούται.
– “Εχει σημασία ποιος καλεΐ. Έάν καλέσει ή κυρία, είναι άνώφε- λο γιά τόν κύριο νά κάνει όποιαδήποτε κίνηση. Τό ίδιο καί τό άντίστροφο.
– θεωρείται κομψό πάντως, όταν έρχεται ό λογαριασμός, νά κάνουμε τη σχετική κίνηση προς τό πορτοφόλι μας.
ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
Ή άντίληψη που υποστηρίζει ότι στην ταβέρνα έπιτρέπονται σχεδόν
τά πάντα είναι εσφαλμένη -οί καλοί τρόποι είναι οί ’ίδιοι παντού.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μιά σχετική χαλαρότης πού επιτρέπει:
– Νά άπευθυνθούμε στόν σερβιτόρο ή τόν ιδιοκτήτη τής ταβέρνας, έάν τούς γνωρίζουμε, στόν ενικό.
– Νά άνοίξουμε συζήτηση μέ τόν ιδιοκτήτη της ταβέρνας ή τόν σερβιτόρο. Παρ’ όλα αυτά όμως, αν καί στό έστιατόριο είναι αδιανόητο, ακόμη καί στην ταβέρνα έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί ή εποχή που κτυπούσαμε παλαμάκια καί φωνάζαμε «ψίτ, μικρέ» στόν σερβιτόρο.
– Νά τσιμπάμε μέ τό χέρι, π.χ. πατάτες τηγανητές.
– Νά βουτάμε τό ψωμί στη σάλτσα και νά χρησιμοποιούμε ψωμί γιά νά καθαρίσουμε τό πιάτο μας. Ό κομψός τρόπος γιά νά δοκιμάζουμε μια σάλτσα είναι μέ μικρές μπουκιές ψωμιού καρφωμένες στο πιρούνι καί όχι μέ τό χέρι. Στά επίσημα δείπνα ή στα καλά έστιατόρια ούτως ή άλλως άντενδείκνυται.
– Νά δοκιμάζουμε άπό τό πιάτο τού διπλανού.
Επίσης, όταν παραγγέλλουμε ρετσίνα σέ μιά ταβέρνα, δέν είναι άσκοπο νά ρωτήσουμε την προέλευση της, ή ακόμη καλύτερα νά ζητήσουμε νά δοκιμάσουμε ένα ποτηράκι, πριν παραγγείλουμε όλόκληρη καράφα.
ΤΑ ΛΑΘΗ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Οι καλοί τρόποι στό τραπέζι πλάθουν τόν άκρογωνιαΐο λίθο της «έτικέτας». Ούσιαστικώς, είναι οί πρακτικές μέθοδοι ώστε νά τρώμε εύκολα καί διακριτικά.
— Δέν είναι τόσο καταστροφικό νά μην πάμε σ’ ένα πάρτυ ή σ’ ένα κοκτέιλ, οσό νά άκυρώσουμε τελευταία στιγμή ένα δείπνο. Μιά άδεια θέση σ’ ένα τραπέζι δέν συγχωρεΐται καί μπορεί νά κάνουμε εχθρούς γιά μιά ζωή.
— Ή οικοδέσποινα πρέπει νά άποφεύγει νά είναι ύπερστολισμένη (διαμάντια, λαμέ φορέματα). Οί Άγγλοσάξονες τό λένε overdressed. Οί σταρ της βραδιάς πρέπει νά είναι οί προσκεκλημένοι.
— Ό Νιάρχος είχε τη σνόμπ συνήθεια νά φθάνει μετά την άφιξη των προσκεκλημένων του. Τό σωστό είναι ό οικοδεσπότης ή ή οικοδέσποινα νά είναι εκεί γιά νά τούς υποδέχεται.
— Μπορούμε νά συζητούμε μέ τό ύπηρετικό προσωπικό για λίγο, εάν είναι γνωστοί μας από παλιά.
— Δεν βουτάμε τά κουλουράκια στόν καφέ. Τρώμε μια μπουκιά καί μετά πίνουμε λίγες γουλιές άπό πάνω.
— Δεν είναι άπρέπεια, άλλά είναι άκαταστασία νά τρέχουν όλα έκείνα τά ζουμιά άπό τά μουσκεμένα ντόνατς και οι μαρμελάδες να πέφτουν μέσα και έξω από το φλιτζάνι. Ο ’Αλέξανδρος Ιόλας ήταν λάτρης του βουτήματος, έτρωγε μάλιστα με το κουταλάκι όσα ψίχουλα απέμεναν στό φλιτζάνι του. Το γεγονός, όμως, ότι μόνο στο σπίτι του επέτρεπε στον εαυτό του αυτήν την απόλαυση, σημαίνει πώς ήξερε ότι έκανε «αταξίες».
— Σέ ένα γεύμα ή δείπνο, δταν τελειώσει τό κυρίως πιάτο, πριν βγάλουμε τό επιδόρπιο δέν ξεχνούμε νά μαζέψουμε καί τά αλατοπίπερα.
— Ποτέ δέν αφήνουμε τά τυριά έξω (πάντα στην κουζίνα), γιατί μυρίζουν. Τά αφήνουμε έξω άπό τό ψυγείο τουλάχιστον μιάμιση ώρα, γιά νά βγάλουν τη γεύση τους.
— Ποτέ δέν αφήνουμε άχρησιμοποίητα κουβέρ στό τραπέζι.
— ’Απαγορεύεται νά άνοίγουμε την πετσέτα μας τινάζοντάς την καί νά την άκουμπάμε στό τραπέζι πριν τελειώσει τό γεύμα.
— Δέν ξεδιπλώνουμε τελείως την πετσέτα μας, έκτος άν είναι πολύ μικρού σχήματος. Μετά τό τέλος τού δείπνου δέν την ξαναδι- πλώνουμε δπως ήταν, διότι θά ύπονοούμε δτι… θέλουμε νά μάς ξανακαλέσουν, κάτι που δέν είναι βέβαιο. Την αφήνουμε άπλώς άριστερά του πιάτου μας.
— Φέρνουμε την πετσέτα στά χείλη μας καί δέν σκύβουμε έμεϊς πρός την πετσέτα.
— Έάν εΐμεθα συναχωμένοι, δέν χρησιμοποιούμε ποτέ την πετσέτα μας, αλλά ζητούμε χαρτομάντιλο.
— Άν κατά λάθος ρευτούμε, άκουμπάμε διακρτπκώς τά χείλη μας μέ την πετσέτα καί άορίστως λέμε «συγγνώμη» ή «μέ συγχω- ρεΐτε» (χωρίς νά απευθυνθούμε σέ κάποιον συγκεκριμένα).
— Δέν γεμίζουμε ύπερβολικώς τό πιάτο μας. Σέ καθιστό τραπέζι σερβιριζόμεθα μόνον έως καί δύο φορές, ποτέ παραπάνω.
— Όταν τρώμε σούπα, τό κουτάλι πρέπει νά πηγαίνει άπό μάς προς τά έξω καί ποτέ άπό έξω προς τά μάς. Επίσης, δέ γέρνουμε τό πιάτο τής σούπας γιά νά την τελειώσουμε.
— Δέν χρησιμοποιούμε τό μαχαίρι γιά νά φέρουμε μιά τροφή στό στόμα (τό λάθος συμβαίνει συνήθως μέ τό τυρί). Δέ χρησιμοποιούμε σχεδόν ποτέ μαχαίρι γιά τη σαλάτα, τά αυγά, τά γλυκά καί τό ψωμί.
— ’Αποφεύγουμε νά τρώμε μέ τά χέρια! Εξαιρούνται τό ψωμί -τό όποιο κόβουμε μέ τό χέρι καί όχι μέ τό μαχαίρι- οί δαγκάνες τού άστακού, τά τάκος, τό καλαμπόκι καί τά σπαράγγια.
— Έάν διαπιστώσουμε ότι κάτι ενοχλητικό έχει σφηνωθεί άνάμεσα στά δόντια μας, ζητούμε συγγνώμη καί πηγαίνουμε στην τουαλέτα γιά νά τό βγάλουμε, μακριά άπό την κοινή θέα. Ποτέ δέν χρησιμοποιούμε τις όδοντογλυφίδες δημοσίως καί ποτέ δέν βάζουμε τά δάχτυλα μας στό στόμα γιά νά καθαρίσουμε τά δόντια μας.
— Έάν δούμε έναν συνδαιτυμόνα μας νά έχει υπόλειμμα τροφής άνάμεσα στά δόντια, ειδοποιούμε σιγά καί διακριτικά τον ενδιαφερόμενο. Κανείς μας δέν θέλει νά παρίσταται σ’ ένα γεύμα μέ ένα κομμάτι μαρούλι άνάμεσα στά δόντια του.
— Δέν κρατούμε τό μαχαίρι σάν πιρούνι καί τό πιρούνι σάν φτυάρι, όπως καί δέν ξανακουμπάμε τά μαχαιροπίρουνα πίσω στό τραπέζι, εφόσον τά έχουμε χρησιμοποιήσει.
— Ή συνήθεια νά χρησιμοποιούμε μόνον πιρούνι καί δχι μαχαίρι στη σαλάτα προέρχεται από την εποχή που συνήθιζαν νά κάνουν ένέσεις δηλητηρίου στις φλέβες τοΰ μαρουλιού. Τό νά τΙς κόβει ό καλεσμένος μέ μαχαίρι φανέρωνε υποψίες προς τον οικοδεσπότη.
— Δεν άκουμπάμε επάνω στο τραπέζι την τσάντα μας, τά κλειδιά μας, τά γάντια μας, κτλ.
— Δέν τελειώνουμε τό φαγητό μας πολύ πρίν ή πολύ μετά από τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες.
— Δέν καμπουριάζουμε, δέν ξαπλώνουμε και δέν παίρνουμε άσχημη θέση στην καρέκλα μας.
— Έάν πάλι καταπιούμε κάτι πού μάς είναι δυσάρεστο, μέ γρήγορες κινήσεις τό βγάζουμε από τό στόμα μας, χρησιμοποιώντας είτε τό πιρούνι μας είτε τά χέρια. Δέν χρειάζεται νά τό κρύψουμε πίσω από την πετσέτα μας.
— Δέν άφήνουμε στο ποτήρι μας σημάδια άπό κραγιόν ή από φαγητό.
— Δέν άλείφουμε μονομιάς τό ψωμί μέ βούτυρο. Πρέπει νά άκουμπάμε τό βούτυρο αφού έχουμε κόψει τό ψωμί πρώτα σέ μικρά κομμάτια.
— Άν πέσει κάτι στό τραπεζομάντιλο καί τό λεκιάσουμε, δέν τό κάνουμε όλόκληρο θέμα. Απλώνουμε την πετσέτα μας γιά νά τό καλύψουμε, ώστε νά μη λερωθεί κάποιος άλλος, καί ζητούμε άλλη πετσέτα.
— Κατά βάσιν δέν έγειρόμεθα άπό τό τραπέζι πρίν σηκωθεί ό οικοδεσπότης.
— Άν κατά λάθος ρίξουμε κάτι έπάνω σέ κάποιον άλλον, άπολο- γούμεθα καί προσφερόμαστε νά πληρώσουμε τά έξοδα τού κα-
‘■
θαριστηρίου, άφήνουμε δμως τόνϊδιο νά άναλάβει τό σκούπισμα τοΰ λεκέ επάνω του.
– Δέν ρίχνουμε αλάτι η πιπέρι στο φαγητό μας πρίν τό δοκιμάσουμε, είδικά όταν είναι μπροστά ό μάγειρας ή ή μαγείρισσα. Επίσης, όταν άποφασίσουμε νά προσθέσουμε αλάτι στο φαγητό, τό ρίχνουμε κατευθείαν στό φαγητό καί οχι πρώτα στό χέρι μας (έννοεΐται ότι τό φιαλίδιο μέ τις πολλές τρύπες είναι γιά τό αλάτι, τό άλλο μέ τις λιγότερες είναι γιά τό πιπέρι).
— Έάν τό φαγητό «δέν τρώγεται», δέν υπερβαίνουμε εαυτόν προσπαθώντας φιλοτίμως νά τελειώσουμε τό πιάτο μας. Χωρίς νά κάνουμε κανένα σχόλιο, σταματούμε νά τρώμε περιμένοντας οί οικοδεσπότες νά θίξουν τό θέμα πρώτοι.
— Παρακαλοϋμε κάποιον νά μάς δώσει τό αλάτι η ότιδήποτε άλλο. Δέν άπλώνουμε τό χέρι μας έπάνω άπό τά φαγητά.
— Έάν δούμε κάποιον στό τραπέζι νά παίρνει ένα χαπάκι, δέν ρωτούμε ποτέ γιατί τό παίρνει. Επίσης, άν χρειασθεΐ νά πάρουμε εμείς κάποιο φάρμακο στό τραπέζι, δέν χρειάζεται νά δώσουμε έξηγησεις.
— Δέν σπρώχνουμε τό πιάτο μας μακριά, δταν τελειώσουμε τό φαγητό μας, ή την καρέκλα μας προς τά πίσω, εκτός άν έχουμε τελειώσει καί σηκωνόμαστε γιά νά φύγουμε.
— Δέν γέρνουμε την καρέκλα μας πρός τά πίσω σάν νά κάνουμε κούνια.
— Δέν ρωτούμε τούς συνδαιτυμόνες μας πού πηγαίνουν, δταν σηκώνονται άπό τό τραπέζι.
— Δέν σπάζουμε κρακεράκια καί δέν πετούμε ψωμί μέσα στη σούπα μας ούτε τη φυσάμε γιά νά κρυώσει. Δέν φυσάμε κανένα φαγητό δταν καίει, αλλά περιμένουμε νά κρυώσει άπό μόνο του.Στα κομψά δείπνα άντενδείκνυται να βουτάμε ψωμί στη σάλτσα πού έχει περισσέψει από τό φαγητό στό πιάτο μας.
Δεν δαγκώνουμε τό ψωμί όλόκληρο, άλλα τό κόβουμε κομματάκια μέ τό χέρι πριν τό φάμε. Ή συνήθεια αυτή έχει ρίζες στά χρόνια πού τό ψωμί πού περίσσευε τό έδιναν στούς φτωχούς.
Ξεκινούμε μέ τό έξωτερικώς τοποθετημένο πιρούνι καί μαχαίρι καί μετά συνεχίζουμε μέ τό δεύτερο καί οΰτω καθ’ έξης.
Δεν χρησιμοποιούμε μαχαίρι άλλα μόνο πιρούνι σέ εδέσματα όπως όμελέτες, λαχανικά, λαδερά, σουφλέ, πιλάφι, μακαρόνια, σαλάτες.
Δέν μιλούμε καί δέν έχουμε ανοιχτό τό στόμα όταν τρώμε.
Δέν περνούμε τό φαγητό προς τα αριστερά. Μόνο προς τά δεξιά.
Έάν ένας καλεσμένος θέλει νά ξανασερβιρισθει, τό κρέας καί τό ψάρι σερβίρονται όσες φορές θέλει, ή σαλάτα, τό τυρί άπό μιά. Άν εϊμεθα οικοδεσπότες, ξανασερβιριζόμεθα καί έμεΐς, για νά μην τρώει μόνος του ό καλεσμένος.
Δέν κάνουμε ποτέ παρατήρηση σέ έναν άγνωστό μας ή ότι δέν έχει καλούς τρόπους ή δτι έτσι είναι ή σωστή συμπεριφορά. Μπορούμε δμως νά τό πράξουμε σ’ έναν καλό φίλο, στό αυτί δμως γιά νά μήν μάς ακούσει κανείς. Ψέγουμε ίδιωτικώς, έπαι- νοΰμε δημοσίως.
Δέν άρνούμεθα τό φαγητό πού μπορεί νά μή μάς άρέσει. Ζητούμε νά μάς σερβίρουν λίγο καί απλώς δοκιμάζουμε.
Δέν κουνάμε δεξιά-άριστερά τά μαχαιροπίρουνα δταν μιλούμε, χρησιμοποιώντας τα σάν προέκταση τού χεριού μας.
Τό πιρούνι καί τό κουτάλι τό φτάνουμε μέχρι τό στόμα μας. Δέν σκύβουμε έμεΐς, αλλά τά φέρνουμε πρός έμάς προσπαθώντας νά μήν απομακρύνονται οί αγκώνες άπό τά πλευρά μας.— Δέν βυθίζουμε δλο τό κουτάλι στό στόμα μας, αδειάζουμε τό περιεχόμενο του κουταλιού άπό τό πλάι και μέ μια κίνηση, γι’ αυτό καί δέν πρέπει νά τό γεμίζουμε υπερβολικά. Δέν ρουφάμε, δέν φυσάμε.
— 01 Άγγλοι φέρνουν τό πλαϊνό μέρος τοΰ κουταλιού στό στόμα, οι Γάλλοι τη μύτη του.
— ‘Όσο γιά τό κουτάλι τού γλυκού, όλοι είναι σύμφωνοι ότι τό γλυκό τρώγεται μέ τη μύτη τού κουταλιού.
— Ποτέ δέν αφήνουμε τό κουτάλι μέσα στό φλιτζάνι ή τό ποτήρι.
— Ποτέ δέν βάζουμε τό μαχαίρι στό στόμα.
— Μεταξύ δύο μπουκιών αφήνουμε τά μαχαιροπίρουνα μας αντίθετα στά πλάγια τού πιάτου καί όχι σταυρωτά.
— Αύτό ισχύει γιά νά μή γίνεται θόρυβος, ώστε νά μη διακόπτεται ή συζήτηση ή γιά νά άκούγεται ή μουσική, κτλ. Γι’ αύτό καί απαγορεύεται νά άκουμπούν τά μαχαιροπίρουνα μεταξύ τους ή στό τραπέζι.
— Δέν χρησιμοποιούμε τό μαχαίρι γιά νά κόψουμε (άν θέλουμε μπορούμε νά τό χρησιμοποιήσουμε γιά νά βοηθήσει τη μπουκιά, όχι όμως γιά νά κόψουμε): σαλάτα, ζυμαρικά, αύγά, φουά- γκρά, ψωμί, πατάτες φούρνου ή βραστές. Στό τυρί, άντιθέτως, χρησιμοποιούμε μόνο τό μαχαίρι, όχι τό πιρούνι.
— ’Αφήνουμε πάντα μιά τελευταία μπουκιά στό πιάτο μας.
— Δέν άρνούμεθα νά μάς σερβίρουν ένα φαγητό πού μπορεί νά μή μάς αρέσει. Τό βάζουμε στό πιάτο μας καί τρώμε τά ύπό- λοιπα.
— Άν θέλουμε νά φυσήξουμε τή μύτη μας ή κάτι παρόμοιο, ζητούμε συγγνώμη καί σηκωνόμαστε άπό τό τραπέζι.
Χ.Ζαμπούνης