«Ήταν Τρίτη πρωί. Ήρθε στο γραφείο μου. Την κοίταξα ενώ μου έδινε το χέρι της διστακτικά. Σαράντα ετών, καλοδιατηρημένη, αλλά όχι τούμπανο. Ακριβά ρούχα, περιποιημένο μανικιούρ, διακριτικό βέβαια, τσάντα δερμάτινη. Είχε φάει δημητριακά με μέλι και γάλα για πρωινό, όπως έδειχνε η αχνή γραμμή που είχε μείνει στο πάνω μέρος του χείλους. Αστή, βόρεια προάστια, σίγουρα όχι νεόπλουτη.
Μου μίλησε για τον Αποστόλη. Ένας χρόνος σχέση. Ο τέλειος άνδρας, αν και κοντός. Φροντίδα, στοργή, ευφάνταστο sex με ατελείωτες ώρες practice. Λογικό. Όλοι οι κοντοί και οι φαλακροί θέλουν να εντυπωσιάζουν τις γυναίκες με το χιούμορ τους, τη φροντίδα τους και τις σεξουαλικές τους επιδόσεις. Η εύκολη παγίδα για τις μοναχικές ψυχές, όταν είσαι μπάζο.
Η σχέση όμως έμπαζε νερά. Έπιασε τον Αποστόλη με τη μηχανή σε μία περίεργη περιοχή στην Κυψέλη. Τι ήθελε εκεί ο Αποστόλης, εφόσον της είχε πει ότι εκείνη την ημέρα είχε μία δύσκολη δίκη στο Εφετείο;
Ανέλαβα την υπόθεση.
Η είσοδος στο διαμέρισμά του ήταν πανεύκολη. Δεν υπήρχε καν κλειδαριά ασφαλείας. Αμέτρητα νομικά βιβλία, γουστόζικη κι εργένικη διακόσμηση, wok στην κουζίνα. Με την πρώτη ματιά, για έναν κοινό θνητό, ο Αποστόλης ήταν ένας καλός δικηγόρος, με περιορισμένη οικονομική άνεση, τακτικογρουσούζης και δεινός μάγειρας. Όχι, όμως για μένα. Οι άνθρωποι είναι πάντα κάτι παραπάνω από το προφανές, από το αυτονόητο.
Περιπλανήθηκα μέσα στο σπίτι. Στοιχείο πρώτο: Υπνοδωμάτιο. Ένας πίνακας με 50 αποχρώσεις του μπλε και τρεις κόκκινες πινελιές σε τρία ασύμμετρα σημεία. Το μυαλό μου ξαφνικά έγινε χάρτης. Οι πινελιές ενώθηκαν σ’ ένα τρίγωνο σκαληνό. Έπρεπε να ετοιμάσω βαλίτσες. Στοιχείο δεύτερο: Τουαλέτα. Παντόφλες από το Four Seasons στη Ζυρίχη. Πάγωσα. Τηλεφώνησα στο σύνδεσμό μου στην Α’ ΔΟΥ Αθηνών. Piece of cake.
Α’ σταθμός: Κύθηρα. Θύμα πρώτο: Η κλασσική αρραβωνιάρα. Μαλλί κομμωτηρίου, φρέσκες ανταύγειες, ρούχα που ν’ αναδεικνύουν τα δυνατά σημεία και να κρύβουν τις ατέλειες του σώματος. Τα ζυγωματικά στο πεντάχρονο που έσερνε από το χέρι, μου έδωσαν την απάντηση. Της έδωσα την κάρτα μου και της έκλεισα ραντεβού στην Αθήνα, στο γραφείο μου. Κατάλαβε.
Β’ σταθμός: Πρέβεζα. Θύμα δεύτερο: Το κλασικό τσουλάκι. Μίνι μέχρι τον αφαλό, μακρύ μαλλί, καμμένο από τ’ οξυζενέ και νύχια από τη μανικιουρίστα. Κατακκόκινα. Ανοργασμική. Θαμώνας του γυμναστηρίου. Κι αυτή κατάλαβε και έκλεισε το ραντεβού.
Γ’ σταθμός: Ξάνθη. Θύμα τρίτο. Η Μαρία Τερέζα, το απόλυτο θύμα. Ρούχα ακριβά αλλά όχι ταιριαστά μεταξύ τους, ατημέλητη. Νύχια φαγωμένα. Άγχος. Βιβλία φιλοσοφίας και μαγειρικής, μορφωμένη και με την έννοια της φροντίδας. Όμορφη. Η βέρα έλαμπε στο δάχτυλό της. Δε μου έκανε εντύπωση. Μ’ αυτήν έκανα την πιο σύντομη κουβέντα.
Σε μία εβδομάδα ήταν όλες εκεί. Τα τρία θύματα, η αστή και η ινδή από την Κυψέλη. Αυτή ήταν η πιο εύκολη αναζήτηση. Άσκοπο να την αναφέρω εδώ. Ο Αποστόλης είχε φροντίσει για όλα. Μία σύζυγος, μία μόνιμη σχέση με παιδί, μία καλλιεργημένη γυναίκα με πνευματικές αναζητήσεις, ένα βούρλο και μία εξωτική καλλονή βγαλμένη από το Μπόλυγουντ. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, δε μίλησαν κι έφυγαν. Τις λυπήθηκα. Δε μίλησα για την συγγραφέα από το Μονακό και τη νοσοκόμα από τη Λέσβο. Αυτές ήταν περιστασιακές σχέσεις.
Βλάκα Αποστόλη, ήσουν αριστερόχειρας και ο πίνακας ήταν δικός σου. Ηλίθια και πρωτόγονη η συμβολοποίηση του χάρτη με τις τρεις κόκκινες πινελιές. Εντάξει, δεν είχες προλάβει να βάλεις δύο ακόμη.
Το βράδυ από την υπέρμετρη ανία μου, άνοιξα την τηλεόραση και άρχισα να πίνω το αγαπημένο μου αψέντι. Πόσο με βοηθάει στους συνειρμούς μου, όταν δεν υπάρχουν υποθέσεις. Πριν πέσω σε λήθαργο, άκουσα τη φωνή του δημοσιογράφου: «Νέα αποκάλυψη. Γνωστός δικηγόρος των Αθηνών, συλλαμβάνεται για φοροδιαφυγή. Σε ύψος 1.000.000 ευρώ υπολογίζονται οι κλεμμένοι φόροι».
Βλάκα Αποστόλη, τι τις ήθελες τις παντόφλες από το Four Seasons;
Ως την επόμενη φορά….
Sherlock.»