Ο μεγάλος φόβος του παππού και της γιαγιάς ήταν μη δε και ξεπέσει το παιδί τους “στα ντράγκς!”, παρασυρόμενο, εννοείται!, απ’ αυτούς τους μακρυμάλληδες χίπηδες σέρφερ Αυστραλούς. Θυμάμαι την μάνα μου να μου λέει πόσο έκλαψε όταν ο παππούς της έσκισε τα εισιτήρια για την συναυλία του Ντόνι Όζμουντ, απαγορευόταν να πάει γιατί εκεί θα είχε ντράγκς! Γάμησε τα. Σε μια συναυλία των Όζμουντ (του ΝΤΑΝΙ βρε όχι του ΟΖΙ) το πιο βαρύ ναρκωτικό εκείνο το βράδυ θα ήταν η κοκα-κόλα διαίτης. Δεν πειράζει – του έδειξε αυτή. Σηκώθηκε, και έφυγε, και ήρθε στην Ελλάδα και πήγε στην συναυλία των Σκόρπιονς και δεν επέστρεψε ποτέ (και, πιστέψτε με, δεν έπεσε ποτέ στα ντράγκς – όσο κι αν θα γούσταρα τόσο να την δω μια φορά μαστουρωμένη. Νομίζω θα έλυνε τα μεγάλα μυστικά του Σύμπαντος και το πρωί δεν θα θυμόταν τίποτα).
Ξέρετε κάτι αγαπητοί μου – όλοι οι γονείς φοβούνται ότι θα πέσει το παιδί τους στην ντρόγκα. Και έχουν δίκιο, εν μέρει. Η φύση του γονέα είναι να προστατέψει, με όποιον τρόπο και πάση θυσία, το παιδί του. Το DNA μας μας έχει προγραμματίσει για αυτήν την αντίδραση για να διαιωνίζεται το είδος μας: διότι όσο και να λέμε ότι κάνουμε παιδιά από αγάπη είναι στην φύση μας, βαθιά μέσα μας γραμμένο με σκληρό κώδικα, να κάνουμε παιδιά από την καταναγκαστική, εγωιστική μας ανάγκη να ζήσουμε, εν μέρη, για πάντα. Διότι ένα παιδί σου εξασφαλίζει τουλάχιστον άλλη μια 80αριά χρόνια ζωής, μεταθανάτιας ζωής βέβαια. Αφού δεν το ξέρατε; Πεθαίνουμε δύο φορές: την πρώτη την απλή, και την δεύτερη όταν ένας άνθρωπος λέει για τελευταία φορά το όνομα μας. Για σκεφτείτε το λίγο. Μια μέρα, πρώτα ο Δίας, θα μας λένε μπαμπά και μαμά, μετά παππού και γιαγιά…και μετά “ο παππούς του παππού μου, που ήταν έμπορος στην Ρωσία” και μετά…; Μετά κάποιος, κάπου, κάποτε θα σταματήσει να λέει το όνομα μας.
Θα σταματήσει να λέει την ιστορία μας.
Και μετά, εκεί, πεθαίνουμε για δεύτερη και οριστική φορά.
Κατάλαβες; Δεν μας έφτανε ο πρώτος θάνατος, έχουμε και τον δεύτερο. Ναι βρε. Βέβαια μπορείς κάτι να κάνεις κάτι γι αυτό, μπορεί να γράψεις κάνα βιβλίο, να γράψεις κάνα τραγούδι, να κάνεις κάνα πόλεμο μωρέ αδερφέ. Αλλά αυτά είναι άλλα, άλλη κατηγορία. Μέσα στην οικογένεια, και στον δικό μας κύκλο ανθρώπων, φίλων, συγγενών… κάποια στιγμή θα χαθούν οι ιστορίες μας, και χάνοντας αυτά χανόμαστε και εμείς.
Για αυτό, παίδες, μητέρα, φίλοι έρχομαι σήμερα μπροστά σας και σας δηλώνω ότι έχω εθιστεί στο πιο επικίνδυνο ναρκωτικό που φτιάχτηκε ποτέ απ’ τον άνθρωπο:
Γεια σας, με λένε Γιώργο, και είμαι εθισμένος στις ιστορίες.
Γεια σου Γιώργο…
Ξέπεσα σε αυτές σε νεαρή ηλικία. Στα οχτώ μου είχα σχεδιάσει κάτι μαχητές που ήταν φρούτα και νομίζω ότι μετά με έκλεψε ο Τριβιζάς. Στα δεκατρία μου έγραφα ιστορίες πολέμου ανάμεσα σε σκιουράκια και σατανικά αρκουδάκια. Στα δεκαεφτά μιλούσα για τέρατα του διαστήματος, αστρικούς λυκανθρώπους που μόλυναν έναν-έναν την ανθρωπότητα. Και στα είκοσι έσπασε για πρώτη φορά η καρδιά μου και μετά πήρα τον κατήφορο. Άρχισα να γνωρίζω ανθρώπους για να ταΐζουν τον εθισμό μου, την ανάγκη μου να ανακαλύπτω κι άλλες, κι άλλες ιστορίες που μπορώ μετά να πω. Οι φίλοι μου άρχισαν να ανησυχούνε – νομίζουμε ότι ζεις μονάχα για να μαζεύεις τις ιστορίες σου… Γιώργο, φοβόμαστε για σένα: δεν είσαι καλά, χρειάζεσαι βοήθεια. Και θύμωνα, και έπαιρνα τους δρόμους, και έλεγα στα μπαρ ότι “θα με ερωτευθείς τρελά για ένα καλοκαίρι, και μετά όταν έρθει το Φθινόπωρο θα σου μαραζώσω τα φύλλα της καρδιάς.” Ή, κατευθείαν σκληρό πέσιμο στις κοινές τουαλέτες – σπρώξιμο, κλειδώνει η πόρτα από πίσω, και εγώ εκεί να γεύομαι κι άλλες ιστορίες. Κατάλαβα ότι είχα πρόβλημα όταν άρχισα να κάνω απίστευτα χαμηλά πράγματα για να συνεχίσω να μαζεύω ιστορίες: να βρω δουλεία πχ ότι να ‘ναι, όσο εξευτελιστικό, ξέρω γω, δημόσιος υπάλληλος τύπου, αρκεί αυτό να μου δώσει την ευκαιρία να πάρω την δόση μου. Άλλο ένα βράδυ με άλλη μια ιστορία να πω στην επόμενη ιστορία μου.
Και… κάπως έτσι ήρθα εδώ σε σας.
Γιατί με λένε Γιώργο, και είμαι εθισμένος στις ιστορίες. Όλες τις ιστορίες. Τις δικές μου, τις δικές της, των δικών μας.
Και πιστέψτε με… Θα πούλαγα την ψυχή μου για άλλη μια ιστορία.
***
Και κάπως έτσι, κάπου στο κέντρο της Αθήνας, γραμμένο σε ένα τοίχο κακόφημης περιοχής, θα βρείτε το εξής:
Τρελό αγόρι, wannabe συγγραφέας, ψάχνει την επόμενη ιστορία για να καεί.
6945495545