Μια φορά και έναν καιρό ήταν δυο νέοι, που αγαπήθηκαν πολύ.
Σε κάθε γωνιά που έβρισκαν σκοτεινή και ημιπριβέ, έριχναν ηχηρά φιλιά και χούφτωμα με το κιλό.
Μετά αυτός αγόρασε αυτοκίνητο μεταχειρισμένο, μικρό, με λεβιέ βαρβάτο, που δεν τη βόλευε πολύ στα αεροπλανικά, αλλά χαλάλι.
Βρήκαν για λίγο καιρό τη φωλίτσα τους.
Ώσπου στη μέση του μεγάλου αχ, εκεί που πάει ο οργασμός να σου βγει από τα αυτιά, κατάλαβαν ότι αναστέναζαν μαζί τους όλες οι φυλές του Ισραήλ, που στην Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ απαγορεύεται να τους πεις μετανάστες.
Έτσι, για το ρομαντικό μας παραμύθι, θα τους λέμε αδέλφια μας, αλήτες, πουλιά. Γιατί αλήτες σίγουρα ήταν και με τα πουλιά έξω, σε χειρονακτική εργασία.
Ξινό τους βγήκε και το αυτοκίνητο κι ας το πήραν με χίλιους δυο κόπους.
Αφού αγαπιόσαντε όμως, είπαν να το επισημοποιήσουν με τις οικογένειες, για να μπορούν να ξεμοναχιάζονται χωρίς να ανάβει τσιγάρο από το νταλκά ο Πακιστανός απέναντι, ξεροσταλιάζοντας στο ημίθαμπο τζάμι.
Το είχαν πάρει απόφαση.
Θα έκαναν κάτι απλό χωρίς μονόπετρα και άλλα τέτοια προ μνημονιακά, με όρκο να λαμβάνουν μέτρα προφύλαξης, μην τους κάτσει κανένα παιδί και φορολογούνται σαν Κροίσοι, μιας και ο έρωτας μέσα στην κρίση έχει άλλη ταυτότητα και σημειολογία.
Νοίκιασαν μια καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί τρία.
Κώχη και λατρεία, τοίχος και φιλιά… μόνο στο τραγούδι.
Είναι σκέτη λέρα αυτό το κάθε μέρα, όμως, τα έχουμε ξαναπεί αυτά.
Ο κόμπος στο λαιμό της Μαίρης, δώστου και αποκτούσε έκταση και όγκο.
Όλα ήταν διαφορετικά εκεί.
Ξαφνικά ο λεβιές του μικρού αυτοκινήτου έμοιαζε ως το καλύτερο αφροδισιακό.
Εκεί στη φωλίτσα που φτιάχτηκε μόνο για τον έρωτά τους, η διάθεση είχε πέσει στα πατώματα.
Η λίμπιντο τριγυρνούσε σαν φάντασμα περασμένων εποχών.
Η Μαίρη που άλλα από υπερσεξουάλ και υπερσενσουάλ underwear δεν έβαζε και είχε μια τάση μόνιμου τσιτσιδώματος στο πατρικό της προς τέρψιν των γειτονικών πολυκατοικιών, δεν έλεγε να βγάλει από πάνω της τις φλις πιζάμες που την έδειχναν σαν γλυκούλα αρκουδίτσα, χαριτωμένη, με πάτερν hello kitty, καλτσούλες χνουδωτές και πατουσίτσες, γιατί η πολυκατοικία ήταν αποφασισμένη να μη βάλει πετρέλαιο φέτος και αυτή αλλιώς τα είχε συνηθίσει στο σπίτι της, που φρόντιζε ο έρμος ο πατέρας.
Αρχόντισσα την είχε με το καλοριφέρ στο φουλ, να θες να τα πετάξεις όλα έξω ένα πράμα.
Όποτε κατάφερνε να την ξεγυμνώσει ο Μάρκος με το ζόρι, την ενοχλούσε η κρύα μύτη του, τα ξυλιασμένα του πόδια που την ανατρίχιαζαν, όχι από πάθος φυσικά, ώσπου κάποια στιγμή εκείνος την έκραξε κρυόκωλη και δεν μιλιόντουσαν για κάνα δυο βδομάδες.
Η πρώτη κρίση στη σχέση τους είχε έρθει.
Το δεύτερο χτύπημα ήρθε λίγο αργότερα, όταν ο Μάρκος απολύθηκε.
Η τελευταία ελπίδα τους να αγοράσουν ξυλόσομπα έσβησε μια μέρα που ευτυχώς είχε ήλιο και η Μαίρη σε αναλαμπή, πέταξε τα φλις κι έβαλε τα κόκκινα δαντελωτά της για να τον κάνει να ξεχάσει.
Ζεστάθηκαν πολύ εκείνη τη μέρα και το έριξαν από τούδε και στο εξής στη μανιασμένη τριβή, για να παράγουν θερμότητα στην καμαρούλα.
Αλλά Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, ώρες ατελείωτες αχαλίνωτου σεξ ως μέτρο θέρμανσης, επέφερε έλλειψη επικοινωνίας στη σχέση τους, που είχε καταλήξει μια κυνική ανταλλαγή υγρών και βογκητών, για την επιβίωση και μόνο.
Σταμάτησαν να μιλάνε, το ένιωθε η Μαίρη, την έβλεπε μόνο σαν ένα πράγμα, μια σόμπα ευκαιριακής θερμότητας και αυτό δεν μπορούσε άλλο να το ανεχτεί.
Τα Σαββατοκύριακα αποκαμωμένοι από το τρελό σεξ όλης της εργάσιμης εβδομάδας, έπεφταν σε χειμερία νάρκη, που ναι μεν ήταν ένα άλφα οικονομικό μέτρο καθώς δεν έτρωγαν, δεν έπιναν, δεν κρύωναν (κυρίως), αλλά η ζωή τους είχε γίνει μια κόλαση στη σύγχρονη Αθήνα.
Πόσο μπορεί να αντέξει μια σχέση χωρίς επικοινωνία, χωρίς φαΐ, χωρίς δεκάρα, χωρίς πετρέλαιο, χωρίς καυσόξυλα, χωρίς, χωρίς, χωρίς…;
Βράδυ Σαββάτου αυτή ήταν κάπου, ενώ αυτός κοιμόταν και ενέδωσε.
Στο γιο του ενεχυροδανειστή της γειτονιάς που κρατιόταν καλά και διέθετε στη γκαρσονιέρα του φυσικό αέριο στο φουλ.
Με άλλα λόγια, πρέπει να είσαι πολύ σουρεάλ τυπάκι για να θες να ξεκινήσεις σχέση στην Ελλάδα του Μνημονίου.
Στα χρόνια που οι αγελάδες είχαν παραπάνω κιλάκια, λόγω έστω και πρόσκαιρης ευημερίας, το φλερτ σου σε πήγαινε για καφέ, για ποτάκι, για ρομαντικό δείπνο, για Βαλεντίνους με δωράκια σε κουτάκια, που είχαν σχήμα καρδούλας.
Στο ομιχλώδες τοπίο της αμφιβολίας σήμερα, η ατμόσφαιρα είναι πιο βαριά και από καπνισμένο τζάκι.
Σαν να θέλουν οι εξουσίες να τιμωρήσουν όσους ερωτεύτηκαν από παλιά ή μόλις ξεκινάνε.
Αυτά σκεφτόμουν τις προάλλες, όσο οδηγούσα να βρω καυσόξυλα για να επιβαρύνω με την παρουσία μου την ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης, μέχρι που σε ένα φανάρι είδα ένα ζευγαράκι να φιλιέται και να κρατιέται χεράκι – χεράκι κάτω από μια ομπρέλα.
Σκηνή ρομαντική ανάμεσα σε τόνους αιθαλομίχλης, ένα μόνο πράμα σημαίνει: η ζωή ακόμα και χωρίς δεκάρα, απλά, γλυκά, με εμπόδια ένα σωρό και κάτω από τις όποιες καιρικές συνθήκες, γουστάρει βασανιστικά να συνεχίζεται.
Υ.Γ: Αγάπα τον, μ’ όλα τα λάθη που ‘χει κάνει κράτα τον, φταίει η κρισάρα βρε παιδί μου, τα ‘παμέ, μα σ’αγαπά! ΔΙΚΟ ΣΑΣ