ΜΙΑ ΦΟΡΑ κ’ έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κ’ είχε νά κάνη ένα μακρινό ταξίδι. Μπήκε μέσα στό καΐκι — κεΐ- νον τόν καιρό δέν είχε βαπόρια, ήταν όλο καΐκια — σήκωσαν τήν άγκυρα και πήραν δρόμο.
Τό καΐκι, καθώς έπήγαινε, έχασε τό δρόμο του και τόν έβγαλε τό βασιλιά νά πούμε στήν Κύπρο.
Έκεΐ πού τόν έβγαλε δέν είχε μήτε πολιτεία μήτε χωριό, κ’ έτσι ό βασιλιάς μέ τό δούλο του βρέθηκαν μονάχοι τους νύχτα και χειμώναν καιρό στόν έρημο τόν τόπο. Κοιτούσαν μιά ‘ποδώ, μιά ‘ποκεΐ, είδαν μακριά ένα φως κ’ έφεγγε.
— “Ε, λέει ό βασιλιάς στό δούλό του, νά πάρουμε τό. δρόμο νά πάμε όλόϊσα πάνω σέ κείνο τό φως κι ό,τι είναι τής τύχης μας.
Επήγαν κ’ ηύραν ένα βοσκό μέσα στό καλύβι του.
— Καλησπέρα, κοπιάστε μέσα.
Περιποίηση μήν τά ρωτάς. Έ, ό μεγάλος άνθρωπος γνωρίζεται. . . Πιάνει ό βοσκός και σφάζει ένα αρνί, τό ψήνει και καθίζουν στό τραπέζι.
Νά τύχη τή νύχτα έκείνη νά γεννήση ή γυναΐκα του βοσκού και νά κάνη ένα άγοράκι.
Λέει τότε ό βασιλιάς στό βοσκό :
— Είμαι ό τάδε βασιλιάς άπό τόν τάδε τόπο και θέλω νά βαφτίσω τό μωρό πού γεννήθηκε άπόψε κ’ ύστερα νά φύγω.
— “Οπως ορίζεις, πολυχρονεμένε μου, του λέει ό βοσκός.
“Εμεινεν έκεΐ τρεις μέρες κ’ έβάφτισε τό μωρό ό βασιλιάς.
Τήν ήμέρα πού ήταν νά φύγη, έβγαλε κ’ έδωκε στό
βοσκό τό δαχτυλίδι του κ’ ένα γράμμα και τού είπε, άμα γίνη ό βαφτιστικός του ώς νόμου ήλικίας, νά τόν στείλη νά βρήτό νουνό του. Κ’ έγραφε μέσ’ στό γράμμα, αν εΰρη στό δρόμο του κουτσό ή στραβό ή σπανό νά μή τόν πάρη μαζί του.
“Αμα έγινε τό παιδί ώς δεκάξι χρονών, τού λέει ό πατέρας του :
— Γυιέ μου, πάρε αύτό τό δαχτυλίδι κι αύτό τό γράμμα και πήγαινε νά βρής τό νουνό σου τό βασιλιά.
Πήρε τό παιδί τό δαχτυλίδι και τό γράμμα και ξεκίνησε γιά τό νουνό του.
Στό δρόμο πού πήγαινε, βρίσκει έναν κουτσό.
— Πού πας, γυιέ μου ; τόν έρωτα ό κουτσός.
— Πάω, τού λέει, νά βρώ τό νουνό μου τό βασιλιά.
— Δέν μέ παίρνεις κ’ εμένα μαζί σου, παιδί μου, πού νά χης τά πολλά καλά ; ίσως και μέ πάρη κ’ έμένα ό βασιλιάς έκεΐ δά κοντά του.
— Καλά, θειέ, τού λέει, έλα, και τόν επήρε μαζί του.
Καθώς έπήγαιναν, κοντοστεκόταν ό κουτσός και κάθε
λίγο καθόταν νά ξεκούραστη.
— Έ, θειέ, τού λέει τό παιδί, πάω έγώ κ’ έρχεσαι σύ κατόπι.
Δέν πήγε πολύ δρόμο κι άνταμώνει ένα στραβό.
— Γυιέ μου, πού νά χης τά πολλά καλά, γιά πού πάς ;
— Πάω γιά τό νουνό μου τό βασιλιά.
— “Α, γυιέ μου, πού νά σού χαρίζη ό Θεός τό φώς σου, δέν μέ παίρνεις κ’ έμένα μαζί σου ;
— Καλά, θειέ, τού λέει, έλα.
Τό παιδί είχε καλή καρδιά και δέν τού έρχόταν καλό νά τούς πη οχι. Καθώς 8μως έπήγαιναν, κουράστηκε κι ό στραβός.
— “Ε, θειέ, τού λέει, θά πάω έγώ κ’ έρχεσαι σύ κατόπι.
Προχώρησε τό παιδί. Πιο πέρα βρίσκει ένα σπανό.
— ΓΙοΰ πάς, καλέ ; του λέει ό σπανός.
— Μου άφησεν ό νουνός μου ό τάδε βασιλιάς αύτό τό δαχτυλίδι καί τό γράμμα καί πάω νά τόν εύρω.
— “Ε, τού λέει ό σπανός, νά μέ πάρης κ’ έμένα μαζί σου καί νά τού πης πώς είμαι συγγενής σου, ϊσως καί μού δώση καμιά δουλειά.
— Καλά, τού λέει τό παιδί, έλα.
Πήγαν, πήγαν, ηύραν έναν κάμπο. Νερό πουθενά. Σάν προχώρησαν, βρήκαν ένα πηγάδι. Τό πηγάδι ήταν βαθύ κι αύτοί διψούσαν. Λέει τότε ό σπανός στό παιδί :
— Θά κατέβαινα έγώ, μά έσύ είσαι άλαφρύτερος. Νά σέ δέσω καί νά κατεβής έσύ καί μή φοβάσαι.
Τό έδεσε τό παιδί ό σπανός καί τό κατέβασε στό πηγάδι. “Εβγαλε νερό, ήπιε κι ό σπανός.
— “Ε, τώρα, φωνάζει τό παιδί, τράβα τό σκοινί καί βγάλε με άπάνω.
— Νά σέ βγάλω ; τού λέει ό σπανός* έγώ είδα κ’ έπαθα νά σέ κατεβάσω καί τώρα νά σέ βγάλω ;. . .
Κλαίει τό παιδί, τόν παρακαλεί, αύτός τίποτε.
— Τέλος πάντων, του λέει ό σπανός, αν δέχεσαι νά μου δώσης τό δαχτυλίδι καί τό γράμμα τού βασιλιά καί νά πής πώς είμαι έγώ ό βαφτιστικός του κ’ έσύ δούλος μου, νά σού γλυτώσω τή ζο^ή.
Τό παιδί τί νά κάνη ; γιά νά γλυτώση τή ζωή του, τό δέχτηκε.
— “Οχι, του λέει ό σπανός, νά μού όρκιστής πρώτα πώς δέ θά τό μολογήσης.
Ώρκίστηκε τότε τό παιδί :
— Νά πεθάνω καί νά ζήσω κ’ έτσι νά τό μολογήσω*
Τότε τράβηξε τό σκοινί ό σπανός καί τό έβγαλε τό
παιδί έπάνω.
Πήραν πάλι τό δρόμο κ’ έφτασαν στό παλάτι. Τάκ – τάκ τήν πόρτα, έρχεται ό δούλος :
— Ποιός είναι ;
— Είμαι ό βαφτιστικός του βασιλιά, λέει ό σπανός, νά καί τό δαχτυλίδι του καί τό γράμμα του.
— Ά, άμα είσαι ό βαφτιστικός του βασιλιά, έλάτε μέσα.
Χαρές ό βασιλιάς, άμα του τό είπαν, μή ρωτάς ! Σάν
πήγαν όμως μπροστά του καί τούς είδε, τό σπανό σάν τό Σατανά καί τό παιδί σάν τόν άγγελο, έ’μεινε κόκκαλο.Τί νά κάνη ; Κράτησε τό σπανό στό παλάτι καί τό παιδί τό έ’στειλε έξω, σάν άγελαδάρη νά πούμε. Μέ τόν καιρό τό παιδί τό συμπά- θησεν ή γριά δούλα τού βασιλιά.
Μιά μέρα πού ήταν μέσ’ στό παλάτι τό παιδί, ήταν μιά φωλιά χελιδονιών καί, σάν ήρθεν ό χελίδονος, τόν έμάλλωνεν ή χελιδόνα, πώς πήγε καί τριγύριζε καί δέν έ’φερε στήν ώρα τους φαγί στά μωρά τους.
Τό παιδί κατάλαβε καί γέλασε.
— Βλέπεις, άφέντη βασιλιά ; τού λέει ό σπανός, μέ περιπαίζει πώς είμαι σπανός καί γελά.
— Γιατί νά τό κάμης αύτό ; τού λέει ό βασιλιάς.
— ‘Όχι, άφέντη βασιλιά, τού λέει τό παιδί, έγώ γελώ μέ τήν χελιδόνα πού μαλλώνει τόν χελίδονο, γιατί άργησε νά φέρη φαγί στά χελιδονάκια.
— “Α, λέει ό σπανός, καταλαβαίνει τή γλώσσα τών ζώων καί τών πουλιών ! ‘Αφού είναι έτσι, άφέντη βασιλιά, νά τόν στείλης νά φέρη τό πουλί τού Πιπιρή ‘πομέσα άπ’ τις ‘Ινδίες.
— “Ε, λέει ό βασιλιάς στό παιδί, ή θά πας νά τό φέρης ή θά πάη τό κεφάλι σου.
— Νά πάω, λέει τό παιδί.
Ή γριά δούλα τού βασιλιά είδε τό παιδί πού ήταν στενοχωρημένο καί τό ρώτησε τί έχει. Αύτό τής είπε τήν ιστορία, έτσι κ’ έτσι, καί τώρα μέ στέλνει νά φέρω τό πουλί τού Πιπιρή ‘πομέσ’ άπ’ τις ‘Ινδίες.
— Ά, λέει ή δούλα, σέ στέλνουν γιά νά σκοτωθής. ‘Επήγαν τόσοι καί τόσοι καί δέν τό φερε κανείς κ’ έσκοτω- θήκαν όλοι. ‘Όμως, τού λέει, είναι μιά φοράδα κι άμα τήν καβαλλικέψης πετάει. Άμα κοντέψης στις’Ινδίες, θά δής κάτι φωτιές μεγάλες κι άμα τις δής νά σταματήσης καί νά μείνης εκεί ώς τρεις μέρες, γιατί κάθε τρεις μέρες τό πρωί παύουν οί φωτιές κι άμα πάψουν, νά χτυπήσης βιτσιά τή φοράδα καί νά πάς νά τ’ άρπάξης. Είναι πάνω σ’ ένα δέντρο χρυσό κι άμα τ’ άρπάξης, νά γυρίσης τρέχοντας πίσω.
Έτσι ήταν. “Οπως τού παράγγειλεν ή γριά, έκαμε τό παιδί καί τό πρωι πού έπαψαν οί φωτιές άρπαξε τό πουλί. Άποπίσω του κανονιές άμέτρητες, άλλά καμιά δέν τόν πέτυχε. Κ’ έφερε τό πουλί τού Πιπιρή.
Σάν τό είδε, ό σπανός σάστισε, γιατί δέ θαρρούσε γιά νά γυρίση τό παιδί ζωντανό.
‘Αφού πέρασαν κάμποσες μέρες, λέει ό σπανός τού βασιλιά :
— Νουνέ, νά στείλωμε τό παιδί νά μάς φέρη καί τήν Ξανθομαλλουσα.
— “Ω ! λέει ό βασιλιάς, αύτό τό πράγμα μή τό ζητάς άπ’ τό παιδί, γιατί πολλοί πήγαν έκεί καί κανείς δέ γύρισε* αύτή έκανε πύργους άπό κεφάλια κι άπό κορμιά κάστρα !
— “Οχι, τού λέει ό σπανός, αύτό τό παιδί μπορεί νά τή ?έρη.
Φωνάζει τότε ό βασιλιάς τό παιδί καί τού λέει :
— Θά πας νά μου φέρης τήν Ξανθομαλλουσα.
Τό βλέπει πάλι ή γριά τό παιδί συλλογισμένο.
— Τί έχεις, παιδί μου, τού λέει, κ’ είσαι στενοχωρημένο ;
— ‘Έτσι κ’ έτσι, τής λέει, μέ στέλνουν νά φέρω τήν Ξανθομαλλουσα.
— Τί νά σου πώ, παιδάκι μου, τού λέει ή γριά, αύτό πού σου ζητούν είναι πολύ δύσκολο. “Ακουσε όμως τί νά κάνης. Νά πης τού βασιλιά νά σου δώση 40 τουλούμια μέλι, 40 τουλούμια κεχρί κ’ ένα δισάκκι λίρες κι όπου Οά περνάς, νά κάνης καλό κι ό Θεός θά σέ βοηθήση νά τό καταφέρης. Του έδειξε καί τό δρόμο.
Πάει ύστερα τό παιδί στό βασιλιά καί του λέει :
— Νά μου δώσης 40 τουλούμια μέλι, 40 τουλούμια κεχρί κ’ ένα δισάκκι φλουριά κ’ έτσι θά πάο^ νά φέρω τήν Ξανθομαλλουσα.
— Καλά, του λέει, πάρ’ τα.
Τά παίρνει, τό παιδί, παίρνει και τ’ άλογο του και ξεκινάει.
Κατά τό βράδυ έφθασε σ’ ένα μεγάλο πηγάδι.
— Έδώ, του λέει τ’ άλογο του, άσε με λιγάκι νά βοσκήσω κ’ έσύ κοιμήσου.
Έκεΐ πού κοιμόταν:
— Σήκω, του λέει τ’ άλογο του, ψυχές νά γλυτώσης !
Σηκώνεται έκεΐνος άπάνω, τί νά δή ; ένα φίδι πολεμάει
νά φάη τ’ άετού τά ‘πουλάκια πού ήταν μέσ’ στ/] φωλιά. ‘Ανεβαίνει αύτός έπάνω στό δέντρο μέ τό σπαθί του και σκοτώνει τό φίδι. Νά κι 6 άετός κ’ έρχεται.
— Έσύ είσαι, του λέει, πού τρώς κάθε χρόνο τά παιδιά μου ; και χυμάει νά του βγάλη τά μάτια του.
Φωνάζουνε τότε τά πουλάκια :
— “Οχι, μάννα, αύτός μάς γλύτωσε” κοίτα τό φίδι πού θά μάς έτρωγε ! αύτός τό σκότωσε.
— Πές μου, τού λέει τότε ό άετός, τί θέλεις νά σού δώσω γιά τό καλό πού μοΰ έκαμες ;
— Έγώ, τού λέει έκεΐνος, είμαι ένας άνθρωπος κ’ έσύ πουλί και τί όφελος μπορώ νά έχω ;
— Πάρε, τοΰ λέει ό άετός, αύτό τό φτερό, και όποτε μέ χρειαστής, κάψε το λιγάκι κ’ έγώ θά φτάσω.
Τό πήρε έκεΐνος τό φτερό και τό έβαλε στήν τσέπη του.
Πήγαν πήγαν ύστερα, έχασαν τό δρόμο και μπήκαν σ’ ένα δάσος. Έκεΐ μέσα βλέπει μερμήγκια πλήθος.
— Κατέβα, τοΰ λέει τ’ άλογό του, και τράβα με άπ’ άλλοΰ, νά μή πατήσουμε κανένα μερμήγκι.
Κατέβηκε έκεΐνος και τράβαγε τ’ άλογό του.
“Αμα βγήκε άπ’ τό δάσος :
— “Ε ! τού λέει ό βασιλιάς τών μερμηγκιών, άπό πού περάσατε ; νά μήν πατήσατε τό στράτεμά μου ;
— “Οχι, τού λέει τό παιδί.
Φωνάζει τότε έκεΐνος και ρωτά τό στράτεμά του.
— “Ολοι είμαστε γεροί και καλά !
— Πεινάς ; λέει τό παιδί τοΰ μέρμηγκα.
— Είμαστε λιμασμένοι άπ’ τήν πείνα, του λέει.. Μπήκαμε σ’ αύτό τό δάσος καί δέ βρήκαμε τίποτε.
Τούς ρίχνει τά σαράντα τουλούμια τό κεχρί. Πέσανε τότε τά μερμήγκια σά λιμασμένα καί γεμίσανε τήν κοιλιά τους.
— “Ε, τού λέει τότε ό βασιλιάς τών μερμηγκιών, γι’ αύτό τό καλό πού μας έκαμες τί θέλεις ;
— Τί νά θέλο^; ειπε. Τί βγαίνει άπό σας τά μερμήγκια ;
— Πάρε, του λέει, αύτό τό φτερό, κι οποτε μέ χρειαστής, κάψε το λιγάκι καί θά ρθω.
— Καλό, του λέει, καί τό κρύψε μαζί μέ τ’ άλλο.
Άποκεΐ ύστερα κατεβήκανε στή θάλασσα καί πηγαίνανε
τό γιαλό γιαλό. Πάνε πάνε, βλέπουνε ένα μεγάλο ψάρι πεσμένο έξω στά ρηχά* τάραζε τάραζε τό καημένο καί δέν μπορούσε νά πάη στά βαθιά τά νερά* ήταν στού γιαλού τά χείλη καί κόντευε νά ψοφήση. Πάει αύτός, πιάνει μέ τρόπο τό ψάρι καί τό ρίχνει στ’ άνοιχτά. Άμα πηγε κείνο στ’ άνοιχτά κ’ ήρθε στόν έαυτό του :
* — “Ε, του λέει, γι’ αύτό τό καλό πού μοΰ έκαμες, τί θέλεις ;
— Τί νά θέλω, τού λέει, έγώ είμαι άνθρωπος, έσύ ένα ψάρι, τί θά μού κάνης ;
— Πάρε αύτό τό λέπι, τού λέει, κι οποτε μέ χρειαστής, κάψε το λιγάκι κ’ έγώ θά έρθω.
Πήρε καί κείνο τό λέπι καί τό έβαλε μαζί μέ τ’ άλλα.
Πάνε πάνε ύστερα, ήρθαν σ’ ένα ρέμα. Βλέπει μέσ’ στό ρέμα ένα μελίσσι νά τό κυλάει τό ρέμα. Βάζει αύτός τότε τό σπαθί του καί τό κάνει σά γεφύρι καί περνάνε οί μέλισσες άποπάνω. Άμα βγήκαν έξω, τούς ρίχνει καί τά σαράντα τουλούμια τό μέλι πού ειχε. Άμα φάγανε τό μέλι, ήρθε ή ψυχή στόν τόπο της καί ζωντανέψανε.
— “Ε, του λέει ή βασίλισσα τών μελισσών, τώρα γι’ αύτό τό καλό πού μάς έκαμες, τί θέλεις νά σοΰ δώσουμε ;
— ‘Εγώ, τούς λέει πάλι, είμαι ένας άνθρωπος κ’ εσείς μέλισσες* τί θά μοΰ κάνετε ;
— Πάρε αύτό τό κεντρί κι όποτε μέ χρεεαστής, κάψε το λιγάκι κ’ έγώ θά φτάσω.
Τό πήρε και κείνο και τό έβαλε μαζί μέ τ’ άλλα. Πάνε λιγάκι άκόμα, βλέπουνε μιά γριούλα.
— Έδώ βρίσκεται, μαννάκα μου, ή Ξανθομαλλοΰσα ; τήν έρωτα τό παιδί.
— Έδώ, παιδάκι μου* μά μή ρωτάς καθόλου, γιατί είναι κρίμα στή νιότη σου.
Σηκώνεται αύτός, ίσια στό βασιλιά, τόν πατέρα της.
— Καλώς τον, λέει ό βασιλιάς. Πώς ήρθες ώς έδώ ;
— ΥΗρθα, τοΰ λέει, γιά τήν κόρη σου.
— Καλά, τοΰ λέει ό βασιλιάς, κ’ έγώ γιά δόσιμο τήν έχω” μά έχο> νά σοΰ πώ κάτι* σά μπορέσης και τό κάνης, θά τήν πάρης.
— Πές, βασιλέα μου, νά ίδοΰμε τί είναι.
— Καταμεσής στή θάλασσα θά ρίξω τό δαχτυλίδι τής κόρης μου και σέ τρΐίς μέρες άν μπορέσης και τό βρης, θά τήν πάρης.
Κατεβαίνει τότε έκείνος στή θάλασσα μέ τ’ άλογό του και κάθεται συλλογισμένος.
— Τί έχεις, τοΰ λέει τ άλογο, και συλλογιέσαι ;
— Τό και τό, τοΰ λέει.
— Εμείς, τοΰ λέει τ’ άλογο, έχουμε ένα λέπι πού μας τό έδωκε έκείνο τό ψάρι πού γλυτώσαμε” γιά κάψε το νά ρθη νά ίδοΰμε τί θά μας πή.
Καίει αύτός τό λέπι. Σέ λίγο νά τό ψάρι και πρόβαλε.
— Τί θέλεις ; τοΰ λέει.
— Τώρα είναι ή ώρα, λέει τό παιδί, νά μέ γλυτώσης. Ό βασιλιάς πέταξε τό δαχτυλίδι τής κόρης του καταμεσής στή θάλασσα κ’ είπε σέ τρεις μέρες νά τό βρο), και σάν δέν τό βρω, θά μοΰ πάρη τό κεφάλι μου.
— Μή φοβάσαι, τοΰ λέει τό ψάρι. Σέ τρεις ώρες έγώ θά τό βρω. Έσύ κάτσε έδώ στ’ άκρογιάλι και πιέ τό τσιγάρο σου και μή νοιάζεσαι.
Κι εύθύς ό βασιλιάς τών ψαριών μαζεύει ολα τά ψάρια :
— Γρήγορα, τούς λέει, νά πάτε νά βρήτε τό δαχτυλίδι.
Ψάχνουν εκείνα άποδώ, ψάχνουν άποκεί, τίποτε. Στό
τέλος ένα παλιόψαρο:
— Έγώ, λέει, χθες έφαγα ένα τόσο μικρό πραγματάκι.
— Γλήγορα, του λέει ό βασιλιάς, νά βγής νά τό ξεράσης.
Βγαίνει αύτό έξω στή στεριά και τό ξερνάει.
— Νά, πάρ’ το, του λέει, τό δαχτυλίδι.
Τό παίρνει έκεΐνος, ίσια στο βασιλιά, τόν πατέρα τής ΞανΟομαλλούσας.
— Καλά, του λέει ό βασιλιάς, μά έχω άκόμα κάτι νά σου πώ* σά μπορέσης και τό κάνης, θά σου δο’)σω τήν κόρη μου.
— ΙΙές το, του λέει, και νά ιδούμε.
— Θ’ άνακατέψω ολα όσα σπέρνονται άπάνω στή γή άπό ένα κοιλό και σά μπορέσης νά τά χωρίσης σέ μιά νύχτα, θά σου δώσω τήν κόρη μου.
Τώρα τί νά κάνη έκεΐνος ; “Επεσε σέ μεγάλη συλλογή. Του λέει πάλι τ’ άλογό του :
— Έμεΐς έχουμε ένα φτερό άπ’ τά μερμήγκια παρμένο* γιά κάψε αύτό τό φτερό.
Καίει το φτερό, νά κ’ έρχεται 6 μέρμηγκας.
— Τί θέλεις ; του λέει.
— Τί νά θέλω ! Ό βασιλιάς άνακάτεψε δλα οσα σπέρνονται άπάνω στή γή άπό ένα κοιλό και μου έδωκε διορία μιά νύχτα νά τά χωρίσω* ειδεμή, μου είπε, θά μου πάρη τό κεφάλι μου.
— “Α, του λέει ό μέρμηγκας* μή νοιάζεσαι καθόλου, θά φωνάξω αμέσως τό στράτεμά μου και τά χωρίζω σέ τρεις ώρες !
Φθάσανε κιόλα τά μερμήγκια και σέ δυο ώρες τά χωρίσανε.
ΙΙάνε ύστερα, κοιτάζουν μέσ’ στήν άποθήκη, βλέπουν ολα χο^ριστά, άλλου τό στάρι, άλλου τό κριθάρι, άλλου τό καλαμπόκι, άλλου τό κεχρί.
— “Ε, τοΰ λέει 6 βασιλιάς, κι αύτό τό κάνες. ‘Ακόμα ένα θά σοΰ πώ* άν μπορέσης και μοΰ φέρης τ’ άθάνατο νερό, θά σοΰ δώσω τήν κόρη μου.
Καίει τότε τό παιδί τό φτερό τοΰ άετοΰ, νά κ’ έρχεται ό άετός.
— Τί θέλεις, του λέει.
— Αύτό κι αύτό, μού είπε ό βασιλιάς.
— Ά, μή φοβάσαι, του λέει. Νά φκιάσης ένα τάσι μαλαματένιο καί νά πάς σ’ έκεΐνο τό βουνό πού άνοίγει καί κλείνει μοναχό του καί θά ρθο:> κ’ έγώ έκεΐ.
Φκιάνει έκεΐνος ενα τάσι μαλαματένιο, τό παίρνει καί έρχεται στό βουνό. Τό παίρνει ύστερα ό άετός μέ τή φτερούγα του καί χώνεται μέσ’ στό βουνό, βουτάει τό τάσι μέσα στό νερό τό άθάνατο καί βγαίνει έξω καί τό δίνει του παιδιού.
Τήν άλλη μέρα τό παιδί φέρνει τό τάσι μέ τ’ άθάνατο νερό στό βασιλιά.
— Καλά, τού λέει ό βασιλιάς, μά νά ιδούμε, είναι αύτό άθάνατο νερό ;
Φωνάζει τότε ένα τζελάτη κ’ έναν άράπη.
— Σφάξε αύτόν τόν άράπη, λέει ό βασιλιάς στό τζελάτη.
Τού δίνει μιά τού άράπη ό τζελάτης, τόν έσφαξε. Βάζει ύστερα τό κεφάλι του, τού χύνει καί άθάνατο νερό, άνα- στήθηκε ό άράπης.
— Καλά, τού λέει ό βασιλιάς. Τώρα θά σού δώσω τήν κόρη μου* μά θά ντύσω σαράντα κορίτσια στά κόκκινα καί μέσα σ’ αύτά θά είναι ή κόρη μου καί θά κοιτάζουν άπό τήν άλλη μεριά* σά μπορέσης καί τή γνωρίσης καί τήν πάρης, χάρισμά σου.
Πάει τώρα τό παιδί στό σπίτι του καί κάθεται καί συλλογιέται. Τότε θυμήθηκε τό κεντρί τής μέλισσας* τό καίει λιγάκι, νά ή μέλισσα κ’ έρχεται.
— Τί θέλεις ; τού λέει.
— Τό καί τό μού είπεν ό βασιλιάς καί δέν ξέρω τί νά κάνω. Φοβάμαι μήν πάνε όλοι οί κόποι μου χαμένοι, γιατί άντί νά πάρω τήν Ξανθομαλλούσα, μπορεί νά είναι καμιά κατσιβέλα !
— Μή φοβάσαι, τού λέει ή μέλισσα, γιατί έγώ, τώρα πού θ’ άλλάζη ρούχα, θά πάω νά τής βάλω σημάδι κ’ ύστερα, έκεΐ πού θ’ άραδιαστούνε, θά πάω νά κάτσω άπάνω της κι άπ’ αύτό έσύ θά τήν καταλάβης.
Πάει ή μέλισσα, χώνεται μέσα στο παλάτι καί τριγυρίζει έκεϊ πού ντυνότανε ή Ξανθομαλλουσα. Τήν διώχνει αύτή, κ’ εκείνη ολο τήν τριγυρίζει.
— “Αχ, μαννούλα μου, γυρίζει καί λέει τής μάννας της, ώς κ’ οί μέλισσες μάς κλαίνε ! Ήρθε ή ώρα νά χωριστούμε.
Μπαίνουν στή σειρά ύστερα κ’ οί σαράντα κοπέλλες, βλέπει αύτός τή μέλισσα νά πετά καί νά κάθεται άπάνω στή βασιλοπούλα, στήν πρώτη πρώτη.
— Έ, διάλεξε .τώρα τού λέει ό βασιλιάς.
Αύτός κάνει πώς δέν ξέρει. Κοιτάζει άποδώ, κοιτάζει άποκεϊ.
— “”Ας πάρω, λέει, αύτήν έδώ κι ο,τι είναι ή τύχη μου, έκείνη θά είναι.
Καί πήρε τήν πρώτη.
Κόπηκε ή καρδιά τού βασιλιά, άμα τόν είδε πού πήρε αύτήν.
— “Ε, καλά, τού λέει, τής τύχης σου ήταν, παλληκάρι μου, ή κόρη μου.
Τήν παίρνει έκείνος άπό κει καί τήν φέρνει ίσια στό σπανό. “Αμα είδε ό σπανός τήν Ξανθομαλλούσα, τήν παίρνει καί πάνε στό βασιλιά καί τού λέει :
— Τώρα πού ήρθε ή Ξανθομαλλούσα, ν’ άνέβη τό παιδί άπάνω στή μηλιά, νά κόψη τά μήλα τά κόκκινα πού είναι στήν κορφή.
— Μή, γιά τό Θεό, λέει ό βασιλιάς’ αύτά τά μήλα ώς τώρα κανείς δέν τά κοψε. Περιμένουμε καί πέφτουνε μόνα τους* δέ βλέπεις τί ψήλος έχουν ;
— “Οχι, νουνέ, τού λέει ό σπανός* αύτό τό πράμα μπορεί νά τό κάνη τό παιδί.
“Αμα έ’φυγε ό βασιλιάς, ό σπανός έ’βαλε τό παιδί ν’ άνέβη στή μηλιά. Εκεί πού θά έ’κοβε τό μήλο τής κορφής, σπάζει τό κλαδί, πάρ’ το κάτω τό παιδί μαζί μέ τό μήλο. Κ’ έκεί πού άπόμεινε νεκρό τό παιδί, άνοίγει ό σπανός ενα λάκκο καί χώνει τό παιδί. Παίρνει ύστερα τό μήλο καί τό πάει στήν Ξανθομαλλούσα. “Αμα τόν είδε έκείνη :
— “Α, λέει, έσύ ποιός είσαι ;
— Έγώ, τής λέει, είμαι τ’ άφεντικό τοΰ παιδιοΰ πού σ’ έφερε. Έγώ είμαι ό άντρας σου.
Άμα τ’ άκουσε έκείνη, ξεφωνίζει :
— Γλήγορα, λέει, νά φύγης άπό δώ.
Άπό τις φωνές πού έβγαζε έκείνη, τρέχει ό βασιλιάς μέσα.
— Τί είναι, τής λέει, και φωνάζεις ;
— Πάρ’ τον, τοΰ λέει, αύτόν τό σπανό άποδώ και δέν μπορώ νά τόν βλέπω και φέρτε μου τόν άντρα μου, πού μ’ έφερε έδώ πέρα.
— Ποΰ είναι τό παιδί ; ρωτά ό βασιλιάς τό σπανό.
— “Επεσε, τοΰ λέει, άπ’ τή μηλιά και σκοτώθηκε και τόν έχω έδώ κάτω σ’ ένα λάκκο θαμμένο.
— Γλήγορα, τοΰ λέει ή Ξανθόμαλλοΰσα, βγάλε τον νά τόν ιδώ, και νά μή χαθή κανένα κομμάτι του.
Στέλνει ό σπανός και τό φέρνουν τό παιδί πεθαμένο.
“Αμα τό είδε ή Ξανθομαλλοΰσα, έβγαλε άπό τό τάσι τ’ άθάνατο νερό και τό χυσεν άπάνω του, κι άμέσως τό παιδί άναστήθηκε.
— Ά, τοΰ λέει, τώρα, σπανέ, ό όρκος μου έτελείωσε : έπέθανα κι άναστήθηκα. Τώρα θά τά πώ ολα !
Κάθεται και λέει άπ’ άρχής όλη τήν ιστορία του. Τότε ό βασιλιάς διάταξε κ’ έδεσαν τό σπανό στήν ούρά τοΰ άλογου κ’ έδωκαν τοΰ άλογου βιτσιά και τόν κατακομμάτιασε. Και τό παιδί τό πάντρεψε μέ τήν Ξανθομαλλοΰσα κ’ έκανε χαρές και πασχαλιές και ύστερα τό βαλε και στό θρόνο.
Μπορείτε να μου πείτε την πηγή αυτού του παραμυθιού?
Δηλ. αν το βρήκατε δημοσιευμένο σε κάποιο βιβλίο, και αν ναι, σε ποιο?
Σας ευχαριστώ πολύ.
Με εκτίμηση,
Στέλλα
Το ψάχνω… ; )
Μήπως έχουμε κανένα νέο για την πηγή?
Ευχαριστώ πολύ
Νομίζω ότι το βρήκα:
Μέγας, Α. Ελληνικά παραμύθια
Σειρά Πρώτη
σελ. 116-127
Εκδοτικός Οίκος Κολάρος
Ευχαριστώ! Μακάρι να βγαίνει ακόμα γιατί με τον θάνατο των Ελληνικών Γραμμάτων πολλά ωραία παιδικά βιβλία έχουν εξαφανιστεί…