Μια ζωή γεμάτη από κόκκινες γραμμές.
Αυτός ήταν ο δικός του δρόμος.
Ένα πεδίο οριοθετημένο από νάρκες.
Ποτέ δεν κατάφερε να τον περπατήσει ανέμελος.
Εκείνη τη μέρα μία ακόμα νάρκη είχε εκραγεί κι εκείνος αιμορραγούσε ακατάσχετα.
Η ίδια πάλι ιστορία.
Ο ίδιος εφιάλτης έπαιρνε σάρκα και οστά με διαφορετικούς κάθε φορά πρωταγωνιστές.
«Σας ευχαριστούμε αλλά δυστυχώς η θέση δεν είναι πλέον κενή. Καλή τύχη να έχετε στη ζωή σας.»
Δεν μπορούσε πια να ακούει τη λέξη «Καλή τύχη» από το στόμα τους.
Έσφιγγε τις γροθιές του και δάγκωνε με μανία τα χείλη του για να κρατηθεί και να μην απαντήσει.
Ακόμα και οι πιο θετικές λέξεις όταν εκφέρονται από τα χείλη συγκεκριμένων ανθρώπων, αντηχούν σαν ειρωνικές βρισιές.
Πολλές φορές και σαν κατάρες.
«Ποιά καλή τύχη μου εύχεσαι βρε φίλε; Αν πραγματικά ευχόσουν κάτι τέτοιο, θα φρόντιζες εσύ να μου την δώσεις.»
Αυτό ήθελε να ουρλιάξει μπροστά τους και μετά να τους φτύσει και να φύγει.
Επειδή κανένας από αυτούς δεν είχε το σθένος να παραδεχτεί την πραγματική αλήθεια που αρνούνταν πεισματικά να του δώσουν μια ευκαιρία.
Ποταπά ανθρωπάκια κρυμμένα πίσω από σινιέ ακριβά κοστούμια.
Ανθρωπάκια που έκριναν και αποφάσιζαν βάσει ενός φακέλου μέσα στον οποίο τον είχαν τοποθετήσει.
Γαλάζιος ήταν ο δικός του ο φάκελος.
Πρώην χρήστης ουσιών έλεγε μέσα.
Ποιός νοιαζόταν αν η δύναμη της ψυχής του ήταν τόσο μεγάλη και κατάφερε να σκοτώσει τους δαίμονες του;
Η σκιά τους ακόμα υπήρχε και τον κοιτούσε μειδιώντας σατανικά.
Η ζωή του, η αξία του, η υπόσταση του κρινόταν από ένα γαλάζιο φάκελο.
Όλοι οι υπόλοιποι τον διάβαζαν και του απαγόρευαν το δικαίωμα να ζήσει, να ονειρευτεί και να δημιουργήσει.
Από τη μέρα που γεννιόμαστε, ένας φάκελος μας ακολουθεί σε όλη τη ζωή μας.
Οι περισσότεροι από μας δεν ξέρουν καν την ύπαρξη του.
Ώσπου μια μέρα ανοίγει και τότε βλέπουμε τη ζωή μας όλη είναι μια στοίβα από χαρτιά, άλλα χειρόγραφα και άλλα δαχτυλογραφημένα.
Ψάχνουμε τη ψυχή μας και αυτή είναι κλεισμένη σ’ένα φάκελο.
Έτσι ήταν και η δική του.