Μόλις χθες, έκλεισα τα πενήντα. Όμως νομίζω πως το πρόσωπό μου έχει κάτι το παιδικό. Δεν ξέρω τί. Μου θυμίζει μια σκέψη που έκανα συχνά στα νιάτα μου, όταν αυτή η ηλικία, που βρίσκομαι τώρα, μου φαινόταν μακρινή κι απίθανη. Σκεφτόμουν λοιπόν: «Πώς θά ’ναι άραγε η φάτσα μου στα πενήντα;». Κι η απάντηση ήταν πως δεν μπορούσα να το φανταστώ. Αποφάσιζα έτσι πως, είτε είχα περιορισμένη φαντασία, είτε πως θα γινόμουν κανένας σκατόγερος, κι ότι απλώς δεν ήθελα να το φανταστώ. Ή, αν πίστευα στο πεπρωμένο, δεν μπορούσα να το φανταστώ γιατί δεν θα γινόταν ποτέ, δηλαδή θα πέθαινα νέος. Ωστόσο δεν πίστευα στο πεπρωμένο, κι είχα γι’ αυτό και δίκιο και άδικο .Δίκιο, γιατί ζώ ακόμα, αλλά και άδικο, γιατί αυτά που συνέβησαν τους τελευταίους μήνες, δεν εξηγούνται παρά σαν κάτι το μαγικό, σαν ένα μοιραίο παιχνίδι.
Τί έλεγα λοιπόν; Η φάτσα μου. Ναί, καθώς την παρατηρώ, μάλλον είναι τα μάτια μου -δεν έχω και πολλές ρυτίδες. Ή το χαμόγελό μου. Αλλά αυτό το τελευταίο, καλύτερα να μην το σκέφτομαι. Τώρα μου ήρθε στο μυαλό και κάτι άλλο· κάτι που μου είχε πεί ο πατέρας μου, όταν, στα τελευταία του, του είπα χαϊδευτικά ότι κι εγώ είχα γεράσει, για να μην νοιώθει μόνος κοντά στον θάνατο. «Ασε, ρε μπαμπά», του είχα πεί, «κι εγώ, δε βλέπεις πώς γέρασα; Έχω γίνει σαν σάπιο μήλο». Όμως εκείνος, κουνώντας το κεφάλι, μου είχε απαντήσει πως όχι, είχα λάθος, κι ότι δεν θα γερνούσα ποτέ. Εγώ γέλασα, του είπα πως δεν είχα κανένα συμβόλαιο με τον Θεό, αλλά αυτός, σηκώνοντας το χέρι του για να με χαϊδέψει, επέμεινε. «Ακουσέ με», είχε πει, «μοιάζεις της μητέρας σου. Έτσι κι εκείνη, δεν έδειχνε τα χρόνια της».
Εδώ και λίγο καιρό, σκέφτομαι αυτά τα λόγια του μέρα-νύχτα. Αλλά δεν μπορώ να μάθω αν είχε δίκιο. Μακάρι να μπορούσα. Η τελευταία φορά που είδα τη μητέρα μου, ήταν όταν ήμουν τεσσάρων ετών. Κι από τότε, ποτέ ξανά.
Βέβαια ο πατέρας μου ήταν λιγάκι υπερβολικός, αφού έτσι κι αλλιώς η καημένη η μαμά μου δεν πρόλαβε να γεράσει. Ήταν εικοσιέξι χρονών τη μέρα που πέθανε. Είκοσι δυό, όταν γνωρίστηκαν. Για την εποχή εκείνη, μου μιλούσε πολύ συχνά.
Ήταν το φθινόπωρο του ‘40. Ανάμεσα σε χιλιάδες Εβραίες της Πολωνίας, μια κοπέλα κατάφερε να φτάσει στο Μονπελιέ της Γαλλίας. Εκεί, η οικογένεια ενός πλούσιου κρασοπαραγωγού την λυπήθηκε, και την έκρυψε σαν υπηρέτρια. Κι επειδή αυτά τα λογοτεχνικά μού φαίνονται λιγάκι αστεία, η κοπέλα ήταν η μαμά μου, κι ο μεγαλύτερος γιός του κρασοπαραγωγού, ο μπαμπάς μου. Που στην αρχή, επειδή ήταν τόσο νέα, κι έδειχνε ακόμα νεότερη απ’ την πείνα και την αδυναμία, την πέρασε για κοριτσάκι, και την λυπήθηκε, όπως η υπόλοιπη οικογένεια. Μόλις όμως η υπηρετριούλα άρχισε να θρέφει, ο μπαμπάς μου μπέρδεψε τις ηλικίες, σταμάτησε να τη λυπάται και την ερωτεύτηκε. Κι η μαμά μου τον ερωτεύτηκε με τη σειρά της, παρ’ όλο που κούτσαινε λίγο απ’ το δεξί του πόδι. Αλλωστε αυτό τον είχε γλιτώσει απ’ τον πόλεμο, κι εκείνα τα χρόνια, αν μια κοπέλα δεν αγαπούσε κάποιον ανάπηρο, η μόνη λύση ήταν να αγαπήσει κάποιον νεκρό. Οι ερωτευμένοι ζήτησαν να παντρευτούν αλλά οι παππούδες μου ήταν χωριάτες με καρδιά βασιλιάδων. Δεν θέλαν ο γιός τους να μπλέξει με μια παρακατιανή Εβραία. Του είπαν να αλλάξει μυαλά, η γιαγιά μου -τί μητέρα!- απείλησε ότι θα τους κατέδιδε και τους δύο στο Τρίτο Ράιχ, και στο τέλος ο πατέρας μου, από φόβο μήπως καταδώσουν μονάχα την αγαπημένη του, την πήρε μαζί του και τό ’σκάσε κούτσα-κούτσα στο Παρίσι.
Από τότε τα κρασιά τον ξεχάσαν. Γι’ αυτό κι εγώ γεννήθηκα σ’ ένα υπόγειο, κι όχι σε καμιά βίλα. Αλλά δεν είχα κανένα παράπονο. Παρόλο που έφτασα στην καρδιά του πολέμου, σαν βόμβα κοιλιάς-εδάφους, ήμουν πολύ ευχαριστημένο μωρό. Έτσι μου έλεγε ο πατέρας μου. Κι από τα λίγα, τα ελάχιστα που θυμάμαι, ήμασταν μια από εκείνες τις πάμφτωχες αλλά τρισευτυχισμένες οικογένειες των παραμυθιών, που μάλλον τελικά δεν υπάρχουν ούτε στα παραμύθια- αφού κι η δική μας, κράτησε μόνο τέσσερα χρόνια.
Μια μέρα του ’44, ενώ έπαιζα με τα υπόλοιπα χαμίνια στην πλατεία, ακούσαμε φωνές. Όλοι μαζί τρέξαμε να δούμε τι συμβαίνει, κι είδαμε πως ένα κτήριο είχε πάρει φωτιά και καιγόταν συθέμελα. Κάθισα και το χάζευα μαζί με τα άλλα παιδάκια, ώσπου κατάλαβα ότι σ’ αυτό το κτήριο βρισκόταν και το σπίτι μου. Δεν έκλαψα τότε. Είπα: «Αυτό είναι το σπίτι μου», και συνέχισα να το κοιτάζω. Όμως απ’ το υπόγειο όπου ζούσαμε, όλα χάθηκαν. Μαζί τους κι η μητέρα μου.
Θα το πώ και πάλι· νομίζω πως θυμάμαι κάποια πράγματα από τα χρόνια πριν την καταστροφή, τα χρόνια που η μαμά μου με κυνηγούσε στο σπίτι γελώντας για να μου φορέσει το βρακί μου, ή μου έλεγε παραμύθια που σκαρφιζόταν μόνη της, για να φάω το αυγουλάκι μου. Μπορεί τα μισά να μην έγιναν έτσι, έχω ακούσει άλλωστε να λένε πως ο άνθρωπος δεν θυμάται και πολλά πριν απ’ τα πέντε. Κάποια ίσως τα έχω ακούσει χιλιάδες φορές απ’ τον πατέρα μου, κι έμαθα να τα θεωρώ δικές μου αναμνήσεις. Δεν θέλω βέβαια να παραδεχτώ πως δεν υπάρχει τίποτα, πως όλα ξεχαστήκαν, αλλά το κενό με αναγκάζει. Έχω προσπαθήσει τόσες φορές να στύψω το κεφάλι μου, να δώ μία και μόνο καθαρή εικόνα εκείνου του μικρού υπόγειου ,όμως κάθε φορά η μνήμη μου το αρνείται. Αυτή η ηλικία είναι το όνειρο ενός μυαλού που δεν έχει ακόμα ξυπνήσει -δεν μπορούμε να την κρατήσουμε κοντά μας πιο πολύ απ’ όσο ένας που ξύπνησε το όνειρο που έχει μόλις δεί. Η μέρα, τα χρόνια, θα το σβήσουν. Έτσι έγινε και με μένα.
Κι ίσως νά ’χετε καταλάβει πως όλα αυτά τα έκανα για να θυμηθώ τη μητέρα μου, που είχα χάσει τόσο μικρός, και να λέτε πως είμαι υπερβολικά ευαίσθητος. Δεν είναι όμως έτσι, πιστέψτε με. Γιατί είναι άλλο να ξέρεις ποιό είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που αγάπησες, κι ας έχει πεθάνει. Ο χρόνος θα το έσβηνε από μέσα σου έτσι κι αλλιώς, έρχεται η μέρα που οι μάνες των νεκρών πολεμιστών δεν θυμούνται ούτε και το όνομά τους, αλλά η εικόνα είναι πολύ σημαντική. Είναι μια ταφόπλακα που σκεπάζει τον νεκρό σου και σε κάνει να ησυχάζεις, η ασφάλεια ότι είναι εκεί, σου χαμογελά έστω κι αν είναι ψέμα, ότι και τη μέρα που θα ξυπνήσεις έντρομος, γεμάτος ντροπή που δεν θυμάσαι πώς ήταν τα μάτια του, θα γυρίσεις στο προσκεφάλι σου και θα τον δείς να σε κοιτάζει, πέρα απ’ τον χρόνο.
Ο τάφος της δικής μου μητέρας έμεινε ωστόσο ανοιχτός. Θυμάστε τί σας είπα; Δεν την είδα ποτέ ξανά. Κι αυτό είναι αλήθεια. Γιατί οι ελάχιστες φωτογραφίες που τους επέτρεπαν τα οικονομικά τους -οι φωτογραφίες του γάμου, μερικές δικές μου μωρουδιακές- κάηκαν εκείνο το ποωί που έμεινα ορφανός.
«Μα είναι δυνατόν;» θ’αναρωτιέστε. «Ένας άνθρωπος που αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του», (όπως ο πατέρας μου), «δεν κουβαλάει μαζί του έστω και μια φωτογραφία της;». Έχετε δίκιο, κουβαλούσε, κι ο φουκαράς θα την είχε πάνω του ως τη μέρα του θανάτου του. Το ίδιο πρωί όμως, την ώρα που πέθαινε η μητέρα μου, κάποιος στον δρόμο του έκλεψε το πορτοφόλι. Ο πατέρας μου τον κυνήγησε, αλλά το πόδι του τον εμπόδισε να πιάσει τον κλέφτη. Πήγε μέχρι την αστυνομία, κι εκεί πληροφορήθηκε ότι το πορτοφόλι του δεν ήταν το μόνο που είχε χαθεί. Υπέροχη μέρα, υπέροχη μοίρα.
Οι δύσπιστοι θα γελάσουν πάλι με την αφέλειά μου. Οτι δεν έψαξα αρκετά, ότι με τα σύγχρονα μέσα θα μπορούσα να βρώ κάτι, κάπου, έστω κι ένα ίχνος της, αν έψαχνα αρκετά. Όμως έκανα ό,τι μπορούσα να κάνω. Μαθητής ακόμα, είχα ψάξει στο σπίτι της γιαγιάς μου στο Μονπελιέ. Μετά τον θάνατο του άλλου της γιού στον πόλεμο, είχε συμφιλιωθεί με τον πατέρα μου, έστω κι αν εμένα μ’ έβλεπε πάντα σαν μουλάρι. Κι αν εκεί μέσα υπήρχε έστω και μια φωτογραφία της μητέρας μου, θα μου την είχε δώσει ευχαρίστως. Όμως κανείς δεν φωτογραφίζει τους υπηρέτες του.
Πριν από μερικά χρόνια, με τη βοήθεια κάποιων ανακοινώσεων που είχα βάλει σε ξένες εφημερίδες, κατάφερα να εντοπίσω μερικούς συγγενείς της μητέρας μου στην Οράντεα της Ρουμανίας, και ταξίδεψα ως εκεί. Ήταν κάτι ξαδέρφια της, που συγκινήθηκαν πολύ όταν με είδαν, και μου είπαν ότι τους την θύμιζα. Αυτό θα πεί να γυρνάς το μαχαίρι στην πληγή. Δυστυχώς όμως, καθώς είχαν αποχωριστεί όταν ήσαν ακόμη παιδιά, δεν είχαν ούτε μιά φωτογραφία της μικρής τους ξαδέρφης. Η Πολωνέζα θεία μου προσφέρθηκε να μου την ζωγραφίσει σ’ ένα μικρό χαρτάκι, που όπως το ήθελε η τύχη, το έχασα στο τραίνο της επιστροφής. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν τίποτα.
θλιβερή ιδέα· απ’ τη μητέρα μου, τη γυναίκα που με είχε φέρει στον κόσμο, και που ίσως να με είχε αγαπήσει όσο ποτέ και κανείς, δεν υπήρχε τίποτε στον κόσμο. Ήταν σαν να μην είχε υπάρξει, σαν να ήταν ένα απ’ τα ζωγραφισμένα πρόσωπα των παραμυθιών και της αρχαίας ιστορίας. Δεν θα την έβλεπα ποτέ.
A.Κορτώ – Ο γιος της Τζοκόντα