“Και ο ήλιος θα ανατείλει αύριο και το κέικ θα φουσκώσει”.
Τον κοίταξα προσεκτικά. Μπροστά μου τα συντρίμμια του αυτοκινήτου της γυναίκας μου. Η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή ώστε να έχει διαλυθεί τελείως. Δεν καταλάβαινα γιατί μου έλεγε ατάκες για facebook status αλλά ένιωσα κάπως καλύτερα όταν έβαλε ένα μπράτσο γύρω από τους ώμους μου.
“Να, παρ’τε αυτό”, είπε ο πυροτεχνουργός. “Νομίζω ήταν της γυναίκας σας.”
Πράγματι το μπράτσο που είχε βάλει γύρω μου δεν ήταν δικό του. Αυτό θα ήταν κάπως αγενές, δεν γνωριζόμαστε καν. Ήταν της γυναίκας μου. Αυτό δεν ήταν αγενές. Ήταν φρικιαστικό! Αλλά ο τύπος συνέχισε με το ίδιο ύφος να μιλάει:
“Σχεδόν όλα στη ζωή φτιάχνονται αν τα βγάλεις από την πρίζα, περιμένεις λίγο και τα ξαναβάζεις στην πρίζα.”
Δεν ήξερα πως να κρατήσω το αποκομμένο μπράτσο, μετά τον αγκώνα είχε πολλά αίματα. Και δεν ήξερα πως να απαντήσω στον τύπο τώρα. Το μίσος στον πλανήτη γενικά αυξάνεται μάλλον. Ακόμα και η φίλη μου η vegan και Βουδίστρια τσαντίστηκε και έβριζε προχθές, προφανώς είναι παγκόσμιο το πρόβλημα. Το μίσος είναι σαν φούρνος που ανοιγοκλείνει άτσαλα και σου κάθεται το κέικ. O πυροτεχνουργός όμως ήταν μέσα στο μυαλό μου και μίλησε πάλι πριν προλάβω εγώ:
“Ξέρεις το μίσος είναι σαν μπουγάτσα”. Ούτε μια παρομοίωση, μια μεταφορά, ένα λογοπαίγνιο που φτιάχνω στο μυαλό μου δεν μου άφησε να έχω. “Καταλαβαίνω ότι ήταν γυναίκα σου αλλά η αλήθεια είναι ότι στα 20 που διαλέγουμε συντρόφους δεν έχουμε ιδέα τι μας γίνεται, έτσι; Να τα λέμε κι αυτά.”
Η ενσυναίσθηση ξεκινά όταν σκεφτόμαστε πόσο μοιάζουμε όλοι οι άνθρωποι. Τον κοίταξα με την μάγκικη στολή του καθώς πήγαινε στο μουράτο τζιπ του. Εγώ καλυμμένος με αίματα και το μπράτσο της γυναίκας μου κάπως άβολα στο χέρι και τα μαλλιά μου με αυτό το “μόλις έβγαλα το πουλόβερ” look. Δεν μοιάζουμε καθόλου. Τον Μπάτμαν τον μεγάλωσαν νυχτερίδες, τον Σπάιντερμαν τον δάγκωσε αράχνη και τον Σούπερμαν τον τάιζαν συχνά σούπα. Δε νομίζω αντέχω άλλο. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που ροχάλισε ο σκύλος μας, ήθελα να έχω υπερδυνάμεις να τον σταματήσω κάπως αλλά η γυναίκα μου δεν με άφησε να τον πετάξω έξω. Μετά επέμενε να πάρουμε γάτα και ροχάλιζε κι αυτή. Ασύγχρονα. Όταν ροχάλιζαν και οι τρεις τους μαζί η αλήθεια είναι ότι είχα ευχηθεί να σταματήσει έστω το ένα ροχαλητό. Αλλά όχι έτσι.
Είναι αλήθεια ότι η αύρα των ανθρώπων μένει μαζί μας. Σαν το εκτόπλασμα στο ghostbusters, σαν μια αόρατη αγκαλιά σε κάθε στιγμή που τους θυμόμαστε λείπει η μισή εμπειρία. Τα παιδιά βρήκαν την τριλογία Die Hard στο ράφι και εγώ μια ξεχασμένη δωδεκάδα μηλίτη στο υπόγειο. Το θέμα είναι να βρίσκεις την ισορροπία στη ζωή. Έπεσα για ύπνο. Ο σκύλος ροχάλιζε. Η γάτα ροχάλιζε. Προς στιγμή, μου έλειψε το τρίτο ροχαλητό. Έβγαλα το μπράτσο της γυναίκας μου από την πλαστική σακούλα που το είχε βάλει ο πυροτεχνουργός. Έβγαλα το δαχτυλίδι από το δάχτυλό της, φίλησα τρυφερά το χέρι της μια τελευταία φορά, κούνησα λίγο όλο το μπράτσο να ξυπνήσει ο σκύλος και το πέταξα από το παράθυρο. Ο βλάκας ο σκύλος βέβαια πήδηξε να το πιάσει, χτύπησε και την γάτα στο περβάζι, έπεσαν όλοι έξω.
Έκλεισα το παράθυρο. Επιτέλους θα κοιμηθώ σαν άνθρωπος. Η σιωπή είναι φάρμακο. Όλοι θα πεθάνουμε, θα γίνουμε ένα με το χώμα. Εκτός από το μπράτσο της γυναίκας μου βέβαια, βλέπω στον κήπο τον σκύλο που ακόμα το ροκανίζει και την γάτα που γλείψει μια ακρούλα που έκλεψε. Δεν πρέπει να αντιδρούμε υπερβολικά, να είμαστε πρακτικοί πάντα. Θα το μαζέψω αύριο καθαρισμένο, καλύτερα.
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν έχει γυναίκα. Ούτε σκύλο. Ούτε γάτα. Ούτε παιδιά. Έχει δει όμως όλα τα Die Hard και του αρέσει ο μηλίτης.)