Μια φορά κι έναν καιρό… Στην Αμερική του 1869, 100 χρόνια δηλαδή πριν την προσσελήνωση του Apollo 11, oι πολεμοχαρείς κλαίνε τη μοίρα τους γιατί ο πόλεμος έχει τελειώσει και έχουν πέσει όλοι τους σε απραξία. Αναπολούν το ένδοξο παρελθόν και νιώθουν άβολα με τα πένθιμα ρούχα που παλιώνουν αχρησιμοποίητα στις ντουλάπες και το μπαμπάκι που ξαναφυτρώνει στα χωράφια, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Βερν!
Κάπως έτσι ξεκίνησε και η ιδέα της ταινίας Κινουμένων Σχεδίων «ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ» που παίζεται ήδη στους Κινηματογράφους και απέσπασε το Βραβείο Κινηματογραφικής Καινοτομίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Ο Άγγελος Σπάρταλης, εμπνευστής και σκηνοθέτης, ζει μόνιμα στην Κρήτη, εμπλέκει με μοναδικό τρόπο το ταλέντο του στη ζωγραφική με τον κινηματογράφο και δημιούργησε κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα. Την πρώτη Ελληνική κινηματογραφική ταινία κινουμένων σχεδίων μεγάλου μήκους.
Εμπνευσμένη από το ομώνυμο έργο του Ιούλιου Βερν και κατασκευασμένη με την τεχνική του κολάζ, με καλλιτεχνικό ύφος που ταιριάζει σε στυλ «Τιμ Μπάρτον», η ταινία είναι ένας διαγαλαξιακός ύμνος στη φιλία!
Γιατί η φιλία ξεκινάει στη γη αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι τα αστέρια… Όπως και η τέχνη!
(Στα τραγούδια της ταινίας θα ακούσετε τους Διονύση Σαββόπουλο και Ψαραντώνη! Ενώ στις φωνές των ηρώων τους Μάνο Βαμβακούση, Αλέξανδρο Λογοθέτη, Στράτο Τζώρτζογλου και Δημήτρη Σταρόβα!
Μόλις κερδίσατε το Βραβείο Κινηματογραφικής Καινοτομίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για την μεγάλου μήκους ταινία Κινουμένων Σχεδίων «ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ». Όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε για την ταινία αυτή, είχατε φανταστεί την απήχηση που θα έχει;
Στην αρχή κυριαρχούσε γενικά η άγνοια. Αν δεν ήμασταν βέβαια «εν αγνοία», δε θα ξεκινάγαμε ποτέ αυτή την ταινία (κάνει και ρίμα!). Φαντάσου ότι υπολογίζαμε να τελειώσουμε σε 1, άντε το πολύ 2 χρόνια και τελικά μας πήρε 5.
Στη συνέχεια, η αποδοχή της ταινίας από το κοινό αποτέλεσε και για μας τους ίδιους μεγάλη έκπληξη, τουλάχιστον στην αρχή. Πιστεύαμε ότι είχαμε κάνει μια πιο στριφνή, πιο «κουλτούρα να φύγουμε» ταινία, ενώ στην πραγματικότητα η δουλειά μας μπόρεσε κι αγκάλιασε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας και μόρφωσης. Αυτό θα το βάλουμε στόχο την επόμενη φορά, δε θα συμβεί κατά τύχη, θα το επιδιώξουμε συνειδητά αλλά χωρίς πολλές πονηριές. Τον κόσμο θ’ αγκαλιάσουμε, δε θα θυσιάσουμε και την καρδούλα μας για τα φράγκα! (Καλά ποιος είσαι ρε μεγάλε, ο Ρίτσος?!)
Η ταινία είναι εμπνευσμένη από το ομώνυμο βιβλίο του Ιούλιου Βερν αλλά γίνονται αναφορές σε διάφορες χρονικές περιόδους της ιστορίας. Ποιο είναι το βασικό μήνυμα της;
Η ταινία παρουσιάστηκε συχνά σαν αντιπολεμική. Όχι ότι δεν είναι, αλλά ο βασικός της στόχος είναι άλλος. Η ταινία μιλά για τη δύναμη της φιλίας, διαχρονικά και παντού, είναι ένας διαγαλαξιακός ύμνος στη φιλία.
Είναι μια ταινία για παιδιά ή για μεγάλους;
Η ταινία σχεδιάστηκε για 30άρηδες σαν ένα κινούμενο σχέδιο ενηλίκων τύπου «Τιμ Μπάρτον» φάση κι έτσι. Με δισταγμό γράψαμε στα δελτία τύπου ότι η ταινία αναφέρονταν σε άτομα άνω των 9 ετών, εγώ επέμενα να είναι άνω των 15. Τελικά όπως αποδείχτηκε, η ταινία μας έχει μεγάλη επιτυχία και στο κοινό 9-14 ενώ έχει επίδραση και στα παιδάκια 5-8, γεγονός που μας συγκίνησε. Θυμάμαι πολλές γιαγιάδες να βγαίνουν από την αίθουσα και να έχουν κι εκείνες και το εγγόνι τους τον ίδιο ενθουσιασμό. Μεγαλείο!
Είστε ζωγράφος και μέσα από μια έκθεση σας προέκυψε η ιδέα αυτής της ταινίας. Πώς αποφασίσατε όμως να τη σκηνοθετήσετε;
Αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Η ζωγραφική έφερε το σινεμά και το σινεμά τη ζωγραφική, δεν υπήρξαν σαφή όρια στην επιρροή της μιας τέχνης στην άλλη. Όπως σου είπα και πριν, την απόφαση την πήρα αρχικά από άγνοια κινδύνου. Κι από τη γοητεία που μου άσκησε ο Βερν. Όπως οι περισσότεροι, τον είχα σκονισμένο στη βιβλιοθήκη, όταν όμως τον ξαναδιάβασα…
Πώς λειτουργεί η τεχνική του κολάζ και γιατί επιλέξατε αυτή τη μέθοδο κατασκευής της ταινίας; Τι ατμόσφαιρα δημιουργεί;
Την τεχνική του κολάζ την επιλέξαμε για αισθητικούς λόγους αλλά και για λόγους οικονομίας. Δίνει πολύ όμορφα αποτελέσματα με σχετικά χαμηλό κόστος και σχετικά σύντομα. Επιβάλει μια δωρικότητα στην κίνηση της κάμερας που επιδρά και στο ρυθμό της ταινίας, συχνά με συγκινητικά αποτελέσματα. Δεν είναι κατάλληλη τεχνική για εντυπωσιασμούς και γι αυτό την αποφεύγουν τα μεγάλα στούντιο. Είναι ένα σύγχρονο θέατρο σκιών, ας το πούμε έτσι απλά.
Τη μουσική υπογράφουν ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Ψαραντώνης. Μιλήστε μας για αυτό το ιδιαίτερο ταίριασμα.
Αυτό είναι το πρώτο τους αντάμωμα, η πρώτη φορά που τραγουδάνε μαζί. Συμμετέχουν στην ταινία με μεράκι και με τα ιδιαίτερα τους ταλέντα και τη φωτίζουν με τη χάρη τους. Ήταν οι καταλληλότεροι για τον ρόλο και γι αυτό ακριβώς τους προτείναμε συνεργασία, όχι για να μαζέψουμε ονόματα. Κι αυτό τελικά νομίζω αποτυπώθηκε στην ταινία. Να σημειώσω εδώ ότι συμμετείχαν εθελοντικά, όπως όλοι οι συντελεστές της ταινίας, χωρίς οικονομική ανταμοιβή.
Πόσο εύκολο είναι για έναν δημιουργό να πραγματοποιεί μια παραγωγή που ονειρεύεται στις σημερινές δύσκολες συνθήκες; Σας πήρε αρκετό καιρό ο σχεδιασμός της;
Η ταινία όπως σου είπα και στην αρχή μας πήρε 5 χρόνια να ολοκληρωθεί. Δύσκολες ξε-δύσκολες οι συνθήκες, πάντα βρίσκεις λίγο κουράγιο να το διασκεδάσεις το πράμα. Περάσαμε πολύ όμορφα και ζεστά φτιάχνοντας αυτή την ταινία -ντάξει, πέσανε και μερικές χιλιάδες μπινελίκια- και τέλος πάντων… θα το ξανακάνουμε
Σκέφτεστε να ασχοληθείτε περισσότερο στο μέλλον με τον κινηματογράφο;
Κινηματογράφος σ’ αυτά που γίνονται μόνο με τον κινηματογράφο και ζωγραφική σ’ αυτά που γίνονται μόνο με τη ζωγραφική.
Είστε από την Κρήτη. Πόσο έχετε επηρεαστεί σαν καλλιτέχνης από τον τόπο καταγωγής σας ;
Η Κρήτη είναι τόπος ευλογημένος, «πετάς πέτρα και φυτρώνει δεντρό» που έλεγε και η προγιαγιά μου η Μαρία. Αυτή τη «βεντέμα» του τόπου λοιπόν την κουβαλάνε και οι άνθρωποι και περνάει και στη δουλειά τους, όποια κι αν είναι, άρα και στη δική μου. Είμαστε «μπόλικοι» ας το πούμε έτσι.
Ν’ αρπάξω εδώ την ευκαιρία να πω και κάτι που μ’ απασχολεί τελευταία. Ο Κούνδουρος λέει ότι δεν έχει και πολύ σημασία τι σε ρωτά ο δημοσιογράφος, εσύ να κάνεις μια τρίπλα -δήθεν πως απαντάς- και μετά να λες τα δικά σου! Δεν είμαι λοιπόν και πολύ χαρούμενος μ’ αυτή την ακατάσχετη Κρητικολαγνεία που επικρατεί στην Αθήνα. Όπου και να πας στα Εξάρχεια σερβίρουν ρακή, ντάκο και γραβιέρα συνοδεία δήθεν παραδοσιακής Κρητικής μουσικής. Αυτά δεν τα λέω μόνος μου, έχω κλέψει και μερικά λόγια του Αποστολάκη του Χαΐνη. Προτείνω λοιπόν λίγο μάζεμα, τουλάχιστον από τη μεριά των Κρητικών γιατί θα τους περάσει μια μέρα των Αθηναίων η πολύ αγάπη και θα φάμε τα μούτρα μας. Παιδιά, η ρακή δεν είναι η ίδια άμα την πίνεις έξω απ’ το νησί, πάρτε το χαμπάρι! Το μέτρο το βρίσκει κανείς βορειότερα. Η αγάπη των Θεσσαλονικιών και των Ποντίων για την Κρήτη είναι αυθεντικότερη, αρχαιότερη και αμοιβαία. Εγώ είμαι Παοκτζής, να σου δώσω ένα λόγιο παράδειγμα.
Θα μπορούσατε να μας πείτε μια φράση από την ταινία που σας αντιπροσωπεύει;
«Αυτόν τον τάφο δεν τον αλλάζω με κανένα άλλο τάφο που στέκει ακίνητος!», το λέει ο Μισέλ Αρντάν όταν ο πλοίαρχος Νίκολ τον προειδοποιεί ότι η οβίδα στην οποία επιβιβάζονται για να εκτιναχτούν στη σελήνη μπορεί να γίνει ο τάφος τους!
Μια ευχή σας για το καλλιτεχνικό μέλλον της χώρας μας.
Να είμαστε τυχεροί, όλα τα άλλα τα έχουμε!
Δείτε εδώ το τρέιλερ της ταινίας: