Περιποιημένος κύριος, με το φουλάρι του διπλωμένο στο λαιμό, το παλτό κουμπωμένο και το μούσι του λευκό. Μου έκανε νόημα από την είσοδο για να προλάβει κι εκείνος να μπει στο ασανσέρ. Ίσα που πρόφτασα να πατήσω το κουμπί του στοπ. Ευτυχώς.
Το ραντεβού μου ήταν στο γραφείο ενός φίλου δικηγόρου στον έκτο. Μεταξύ του πέμπτου και του έκτου ορόφου ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος, κάτι σαν τρίξιμο, σούρσιμο, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Αυτό ήταν, το ασανσέρ σταμάτησε. Ωραία. Βρισκόμουν κλεισμένη σε ένα πανάρχαιο ασανσέρ, στα πρόθυρα υστερίας, με έναν ηλικιωμένο με φουλάρι. Και τι πρωτότυπο, το κινητό χωρίς μπαταρία. Στην πρώτη προσπάθεια να τηλεφωνήσω στο φίλο μου, τσαφ, έσβησε κι αυτό.
«Ηρεμήστε δεσποινίς» μου είπε ο ηλικιωμένος συνεπιβάτης. «Είναι κάτι που συμβαίνει όχι και πολύ σπάνια, σε μια ωρίτσα το πολύ θα μας έχουν πάρει χαμπάρι».
«Κινητό έχετε;» τον ρώτησα γεμάτη αδικαιολόγητη ελπίδα.
«Δεν έχω κινητό καρδιά μου» μου είπε. Κρατούσε στα χέρια του μια εφημερίδα. Έβγαλε το μεσαίο φύλλο, το έστρωσε κάτω και μου πρόσφερε θέση να καθίσω στρώνοντας, ταυτόχρονα ,ένα και για τον εαυτό του. Όλη την ώρα προσπαθούσα να θυμηθώ που τον είχα ξαναδεί.
«Είστε ο….Α.;» τον ρώτησα τελικά με έναν ελαφρύ δισταγμό.
Ναι ήταν «ο…Α.» πολύ γνωστός συγγραφέας, αν και όχι από τους αγαπημένους μου . Ο Α. άνοιξε την εφημερίδα που κρατούσε στα χέρια του. Η σελίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα τη λέξη «αριστερός» ανάμεσα σε άλλες που δεν πρόλαβα να δω. Άρχισε τότε να γελάει. Ωραία, τουλάχιστον θα γελούσαμε.
«Κάθε φορά που ένας Έλληνας πολίτης δηλώνει «αριστερός» ή «δεξιός» , ένας Νεφελίμ στο Σείριο πεθαίνει από ακατάσχετη διάρροια, η οποία έχει πλημμυρίσει όλο το γαλαξία. Σκατά προσανατολισμός στο γαλαξία κορίτσι μου, κατάλαβες;»
Όχι, δεν είχα καταλάβει κι εκείνος το κατάλαβε που δεν είχα καταλάβει και συνέχισε.
«Κάποτε, το να δήλωνε κανείς σε αυτή τη χώρα «αριστερός» ή «δεξιός» ή τέλος πάντων οπαδός κάποιας ιδεολογίας , είχε κάποιο νόημα, κάποια λογική ή συναισθηματική εξήγηση. Από τη στιγμή που η φούσκα έσπασε μέσα στη μούρη μας κι όλοι καταλάβαμε πως η μόνη ιδεολογία που μας κυβέρνησε ήταν μια παρέα λωποδυτών που ονομάστηκαν «γενιά του πολυτεχνείου», τι νόημα έχει να δηλώσει κάποιος τον πολιτικό του προσανατολισμό με όρους δεξιού-αριστερού;»
Ήμουν απορημένη, δεν περίμενα μια τέτοια συζήτηση, εκείνη τη στιγμή, σε εκείνο το μέρος, με εκείνον τον άνθρωπο.
«Ξέρεις πολλές φορές δίνω συνεντεύξεις. Σχεδόν ποτέ δεν λέω την αλήθεια. Καμία αυθεντία, κανένας διανοούμενος δεν λέει την πραγματική του γνώμη. Αναρωτιέσαι γιατί; Γιατί είμαστε βολεμένοι, όλοι φάγαμε λίγα ψίχουλα. Κάποιοι είναι εγκλωβισμένοι στη γνώση, κάποιους τους έχει ρουφήξει το σύστημα, κανείς δεν έχει όρεξη να ξεβολευτεί.»
Η ερώτηση μου βγήκε αυθόρμητα από το στόμα. «Ναι αλλά έτσι δεν χάνονται, δεν θάβονται οι ικανοί άνθρωποι της κοινωνίας; Δεν πρέπει κάποιος να μιλήσει;»
« Οι ικανοί είναι ήδη χαμένοι, είμαστε σχεδόν όλοι χαμένοι. Μήπως υπάρχει πια άνθρωπος που δεν έχει αντιληφθεί πως αυτή η παρέα λωποδυτών εδραίωσε ένα σύστημα μέσα στο οποίο για να είσαι «ικανός» έφτανε να κρατάς στο χέρι ένα πτυχίο πανεπιστημίου, ακόμα κι αν το είχες αποκτήσει παίρνοντας τα θέματα από την οργάνωση των φοιτητών; Ακόμα κι αν η διατριβή σου ήταν αποτέλεσμα κλοπής ή παραγγελίας σε «ειδικούς»;
«Και τι συνέβη και φτάσαμε ως εδώ;» ρώτησα συνεπαρμένη από τον Α. και τον τρόπο που μου μιλούσε. Κουνούσε τα χέρια του όση ώρα αγόρευε. Το θέαμα ήταν παράξενο, καθιστός στο πάτωμα του ασανσέρ, το μούσι του πήγαινε πάνω-κάτω μαζί με το σαγόνι, τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
«Υπάρχουν ορισμένα συμπεράσματα κοριτσάκι μου που βγαίνουν αβίαστα, από τη διαίσθηση και τη λογική. Η αμορφωσιά, η ελλιπής παιδεία ήταν ο τέλειος καμβάς. Η «μαφία» της ελληνικής οικογένειας άπλωσε τα πλοκάμια της χρησιμοποιώντας την απληστία και τη ματαιοδοξία του ανθρώπου. Εκεί γύρω στο 1980 κι έπειτα, αυτή η οικογένεια κατάλαβε πόσο δυνατή μπορούσε να γίνει. Πάνω στην οικογενειοκρατία στηρίχτηκε όλο το σύστημα, οι διορισμοί, οι προμήθειες, οι λαμογιές.»
«Εμείς δεν φταίμε καθόλου κύριε Α.;» τόλμησα να ρωτήσω σηκώνοντας ελαφρά το φρύδι μου. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως όπου να ‘ναι θα μου τα ‘χωνε κι εμένα, οπότε λίγη προκαταβολική αυτομαστίγωση δεν θα έβλαπτε καθόλου.
«Ε, βέβαια φταίμε. Φταίμε γιατί δεν κάναμε τίποτα νωρίτερα. Όσο ήταν καιρός. Δεν διαθέταμε το κατάλληλο υπόβαθρο για να αντιδράσουμε, όπως δεν το διαθέτουμε και τώρα. Βλέπεις τι κάνουμε τώρα; Χαβαλέ. Αν είναι δυνατόν. Κάνουμε χαβαλέ με τα χάλια μας. Έχουμε μάθει να υποφέρουμε και μάλιστα γελώντας. Χειροκροτούμε τα χάλια της Βουλής, όπως γελάμε με κάποιον που τρώει μια τούμπα μπροστά στα μάτια μας, ενώ περπατούσε καμαρωτός-καμαρωτός.»
«Ξέρετε, καμιά φορά σκέφτομαι πως δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος της ανοησίας.»
«Κι όμως κορίτσι μου- πως είπαμε πως σε λένε; Δεν σε ρώτησα- είναι δυνατόν να είναι τόσο μεγάλη η βλακεία κι όσο περνάει ο καιρός επεκτείνεται και μεγαλώνει μέσω των ΜΜΕ. Αν θες να ξέρεις, αυτή η εφημερίδα που κρατώ στα χέρια μου, τα κανάλια, τα ραδιόφωνα, το διαδίκτυο, όλα αυτά, είναι τα μέσα μέσω των οποίων μας ελέγχουν. Και να σκεφτείς πως δεν είμαι συνωμοσιολόγος. Μα πρέπει κάποτε να βρούμε την αλήθεια αυτού που μας συμβαίνει. Και δεν θα την βρούμε πουθενά αλλού, παρά μέσα μας. Ας μην κοροϊδευόμαστε άλλο. Δεν υπάρχει καμία ιδεολογία. Οι ιδεολογίες χρειάζονται ένα γερό κεφάλαιο για να εφαρμοστούν. Αυτή τη στιγμή λείπει αυτό το κεφάλαιο, το μόνο που έχει απομείνει είναι μια ομπρέλα με τη μορφή των κομμάτων για να χωρούν από κάτω οι μάζες.»
«Μαρίνα κύριε Α. . Όλα αυτά μοιάζουν πολύ απογοητευτικά» είπα και σκέφτηκα πως είχα ξεχάσει όλη αυτή τη ώρα που βρισκόμουν και με ποιον.
«Δεν είναι μόνο απογοητευτικά, Μαρίνα, είναι και ψεύτικα. Η εμπιστοσύνη έχει χαθεί και δεν πρόκειται να αποκατασταθεί. Το μόνο που μοιάζει αληθινό είναι ο φασισμός της Χρυσής Αυγής. Δείχνουν διάφανοι κι αυτό είναι επικίνδυνο. Κι εντέλει ξέρεις κάτι; Νομίζω πως ξέρω τι σκέφτεσαι. Και ποιος είσαι εσύ που θα μου τα πεις αυτά; Αυτό δεν σκέφτηκες; Μπορεί και να μην είμαι τίποτα. Μπορεί να είμαι απλώς ένας ξεμωραμένος γέρος συγγραφέας, μπορεί και να μην είμαι ούτε καν συγγραφέας. Είδαμε όμως κι αυτούς που είναι κάτι. Δείξε μου έναν και θα σε κάνω βασίλισσα!»
Το ασανσέρ ξεκίνησε να κουνιέται τόσο απότομα, όσο απότομα είχε σταματήσει. Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε ο φίλος μου ο δικηγόρος και η περιπέτεια τελείωσε κάτι παραπάνω από αισίως. Πάντως ωραία τα περάσαμε με τον κύριο Α. Τον ρώτησα αν μπορούσα να βάλω το όνομά του και μου είπε πως καλύτερα όχι, ας μην ξεβολευτεί. Τι να πω κι εγώ, δεν είναι καιρός για ξεβολέματα.