Γράφει η Πέννυ Χονδρογιάννη
Το φαγητό ήταν καλό, το κρασί κόκκινο , τα αστεία ενδιαφέροντα, το κύμα έκανε το σωστό ήχο καθώς έσκαγε στο μισό μέτρο από το τραπέζι μας και η καλοκαιρινή βραδιά ζεστή όσο θα έπρεπε. Όχι όμως τόσο, όσο να με τραβήξει έξω από την πλήξη μου και να με φέρει με κάποιο τρόπο κοντά σε εκείνη την κατά τα άλλα ανέμελη παρέα.
Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας γνώριμος λαϊκός σκοπός και κάποιος άντρας από τη διπλανή παρέα σηκώθηκε να χορέψει. Γύρισα ασυναίσθητα προς το μέρος του και η ματιά μου ακολούθησε τα βήματα του μέχρι την αυτοσχέδια πίστα από άμμο. Σχεδόν μου φάνηκε πως η μουσική συντονιζόταν στις κινήσεις του σώματός του, παράξενο.
Ο ερωτισμός του ήταν διάχυτος, φαινόταν σαν ο χορός να ήταν μόνο η αφορμή. Ένοιωσα να με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα, μια κίτρινη αχτίδα ξεκινούσε από το πρόσωπο του κι έφτανε ως το στομάχι μου, ακόμα και μέχρι την ψυχή μου έφτασε. Σηκώθηκα να τον απολαύσω, κάθισα επάνω στα γόνατά μου και τον πλησίασα όσο πιο κοντά μπορούσα. Κάτι μου θύμιζε αυτή η ψηλόλιγνη φιγούρα του. Τον κοιτούσα επίμονα μήπως και θυμηθώ που ακριβώς τον είχα ξαναδεί.
Τελικά το βρήκα! Είχα μπροστά μου τον φαντάρο που χόρευε ζεϊμπέκικο σε ένα πίνακα του Τσαρούχη. Η ίδια ακριβώς αντρική φιγούρα, η ίδια ακριβώς στάση που είχε απεικονίσει ο ζωγράφος, το ένα χέρι στο μηρό και το σώμα λυγισμένο έτοιμο να παραδοθεί στην επόμενη νότα του τραγουδιού. Ή μήπως η νότα στο φαντάρο;
Μόνο που ο άντρας που είχα απέναντι μου δε φορούσε αρβύλες, χακί και δίκοχο, φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο κι ένα μπεζ παντελόνι. Ίσως να ήταν σε έξοδο από την υπηρεσία του, είχε το ύφος ένστολου, του έλειπε το σπίτι του, ήταν ολοφάνερο, για πρώτη φορά του είχε λείψει το σπίτι του. Δεν είχα καμία αμφιβολία.
Μαζί με μένα και οι υπόλοιποι της παρέας σηκώθηκαν όρθιοι και του χτυπούσαν παλαμάκια. Εγώ έκοψα τα γαρύφαλλα από το βάζο στο τραπέζι μας και του τα έριξα στα πόδια όσο χόρευε. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Κι αν σηκωνόμουν από τα γόνατα και τον φιλούσα, πώς να ήταν η γεύση των χειλιών του άραγε;
Όταν τελείωσε η μουσική, όλοι τον χειροκρότησαν για το υπέροχο θέαμα που μας πρόσφερε. Ακούστηκαν μερικά ενθουσιώδη «μπράβο». Εγώ ήθελα μόνο να του πω “Σε ευχαριστώ”.
Εκείνος πήγε στο τραπέζι του, τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του, ήπιε την τελευταία γουλιά από το ποτό του και σηκώθηκε να φύγει. Έπρεπε τουλάχιστον να του πω μια κουβέντα πριν να χαθεί, πριν φυλακιστεί ξανά για πάντα μέσα στα χρώματα του πίνακα.
“Να σε χαίρονται οι γυναίκες που αγκαλιάζεις με το κορμί σου, παλικάρι μου”, τόλμησα και του είπα.
Μου χάρισε το γελαστό του βλέμμα και ένα υπέροχο χαμόγελο κι έφυγε βιαστικά.
Πολλές φορές, όταν η καθημερινότητα με ταπεινώνει με την ανάρμοστη συμπεριφορά της, φέρνω στο νου μου εκείνη την αντρική φιγούρα. Αναρωτιέμαι αν ήταν αλήθεια, ή αν τον ονειρεύτηκα. Βγαλμένος από εκείνο τον πίνακα του Τσαρούχη, είναι τόσο παράξενο που έρχεται κάθε τόσο και λικνίζεται μπροστά μου. Τι σημασία έχει αν είναι αλήθεια άλλωστε ; Δεν δικαιούμαι να χω κι εγώ το δικό μου παραμύθι; Έναν ολόδικό μου πίνακα.