Ανήμπορη να αντιδράσει τον άκουγε να της φωνάζει:
«Θέλω να ξέρω! Τι νιώθεις για μένα;» Μια κραυγή βουτηγμένη στον πόνο και την απελπισία.
Μια ερώτηση που κάνει πολλούς να θέλουν να το βάλουν στα πόδια και ακούν τα τύμπανα του πολέμου να κρούουν απειλητικά από μακριά.
Η έκφραση των συναισθημάτων μας είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα με τα οποία όταν έλθουμε αντιμέτωποι λυγίζουμε, κομπιάζουμε, σκύβουμε το κεφάλι, τρέπουμε το βλέμμα μας σε φυγή.
Κάποιες φορές διότι δε γνωρίζουμε τον τρόπο να τα εξωτερικεύσουμε.
Κάποιες άλλες γιατί και εμείς οι ίδιοι είμαστε μπερδεμένοι και μας είναι δύσκολο να ξεμπλέξουμε το κουβάρι που βρίσκεται μέσα μας.
Και ακόμα χειρότερα, είναι εκείνες οι στιγμές που απλά δεν έχουμε συναισθήματα ή τουλάχιστον αμοιβαία με το άτομο που έχουμε απέναντι μας.
Σταμάτησε να αντιστέκεται. Τον κοίταξε με βλέμμα ανεξήγητα λυπημένο. Η σιωπή είχε μπει ανάμεσα τους. Εκείνη τη στιγμή μόνο τα μάτια μιλούσαν. Και κάποιες σκόρπιες σκέψεις από το σύντομο παρελθόν.
Έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα. Η φωνή της παγωμένη ίσα που έβγαινε από τα χείλη της.
«Εγώ…εγώ…δεν…λυπάμαι». Γύρισε το κεφάλι της για να μη δει τα στεγνά και παγωμένα μάτια της. Δεν είδε το δικό του βλέμμα. Θολό από τα δάκρυα της απογοήτευσης.
Άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Ο κρότος από το κλείσιμο έκανε αντίλαλο στο κενό της ψυχής του. Εκείνο που αυτή είχε δημιουργήσει.
Δεν αντέδρασε. Έμεινε μετέωρος μέσα στο άδειο δωμάτιο. Μόνος. Μια θηλεία στο λαιμό του. Η απόρριψη.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να βγει έξω. Να την ακολουθήσει. Μάταιο. Τι σημασία έχει να ακολουθήσεις/κυνηγήσεις κάποιον που δεν αισθάνεται το ίδιο με σένα;
Μια υπέρτατη ελευθερία είναι ο έρωτας. Δεν μπορεί κανείς και τίποτα να μας αναγκάσει να τον αισθανθούμε αν δεν το θέλουμε.
Το μόνο που μπορούμε να απαιτήσουμε είναι ο άλλος που έχουμε απέναντι μας να σεβαστεί τα συναισθήματα μας και να μην παίξει μαζί τους.
Έπειτα με το κεφάλι ψηλά οπισθοχωρούμε.
Αυτό έκανε και ο Φίλιππος εκείνη τη στιγμή.
Καλύτερα να λείπει από τη ζωή της παρά να περισσεύει.
Την άφησε να φύγει.
Η μουσική ήταν το μόνο που ζέσταινε την καρδιά του. Ήπιε ακόμα μια γουλιά ποτό. Έκλεισε τα μάτια του.
Σκέψεις των τελευταίων ημερών είχαν στήσει χορό γύρω από το κεφάλι του.
Όλες αυτές τις μέρες ο Εγωισμός και το Ένστικτο κουρασμένοι από την αδιαφορία του, έπαιζαν στην παιδική χαρά της ψυχής του.
Η Αξιοπρέπεια είχε κάτσει στην τραμπάλα και περίμενε κάποιον να παίξει μαζί της.
Ο Έρωτας και τα Όνειρα είχαν ανέβει στις κούνιες και οι Προσδοκίες είχαν αναλάβει να τα σπρώχνουνε όλο και πιο ψηλά πιο μακριά.
Κάθε φορά που πήγαιναν αυτά ψηλά η Ανησυχία με την Πραγματικότητα έσπρωχναν τις Προσδοκίες μακριά με σκοπό να τα προσγειώσουν.
Ήταν αυτό το σημείο που οι Προσδοκίες με την Πραγματικότητα συγκρούονταν μεταξύ τους και μάχονταν για το ποιά θα επικρατήσει.
Οι μεν ήθελαν να σπρώχνουν τον Έρωτα και τα Όνειρα όλο και πιο ψηλά ενώ η δεύτερη τα ήθελε εκεί.
Να πατάνε στη γη…
Η Ώρα περνούσε. Το δωμάτιο φαινόταν διαφορετικό στο ημίφως. Ανάβει ένα τσιγάρο.
Ο καπνός παρέσερνε τις Σκέψεις του σε ένα ατέρμονο χορό.
Δεν είχε μάθει να αισθάνεται, πάντα ήταν μετρημένος με όλα.
Ήθελε να έχει τον έλεγχο των συναισθημάτων του. Ο Παρορμητισμός τον γυρόφερνε αλλά η Αυστηρότητα και αυτή η μανία για ισορροπία και ασφάλεια τον έκαναν μίζερο. Έτσι είχε καταφέρει με τα χρόνια να χτίσει ένα ψηλό και απροσπέλαστο τοίχος γύρω του. Μέχρι που ήλθε εκείνη. Η γλύκα των φιλιών της, η ζέστη της αγκαλιάς της, η ηρεμία του βλέμματος της τάραξαν τα θεμέλια του τοίχους του. Την ήθελε πολύ αλλά συνάμα και φοβόταν.
Είχε μάθει να αμύνεται και όχι να αφήνεται.
Γι αυτήν όμως έκανε την υπέρβαση. Εκείνη όμως δεν τον ακολούθησε.
Τώρα ήταν μόνος σε ένα άδειο δωμάτιο.
Το ξημέρωμα τον βρήκε να κοιμάται στον καναπέ συντροφιά με τους Εφιάλτες του.
Το χτύπημα από το τηλέφωνο τον έκανε να πεταχτεί πάνω.
Το κοιτάζει.
Εκείνη…
Well you see her when you fall asleep
But never to touch and never to keep
Cause you loved her too much and you dived too deep