Η Θεία μου, όπως άλλωστε οι περισσότεροι στην οικογένεια μου, είναι τρελή και με μια καρδιά που υπερχειλίζει αγάπη. Όλους και όλες αγάπη μου τους λέει. Με όλους και όλες θα κάτσει να πιει καφέ και θα της ανοίξουν την καρδιά τους γιατί μόνο έτσι μπορεί να κάνει κανείς σε ανθρώπους που έχουν ήδη ανοιχτή την καρδιά τους. Είναι απ’ αυτούς τους φλογερούς, ζεστούς ανθρώπους που αστράφτει το βλέμμα τους με μια παράξενη λόξα. Απ’ αυτούς που όταν γελάσουν θα γελάσουν δυνατά και τιτιβιστά και θα σπρώξουν τους άλλους δίπλα τους, θα ξεφύγει και καμιά γουρουνίσια παράξενη ανάσα και θα γελάσει ακόμα πιο δυνατά μετά απ΄ αυτό. Στα μάτια μου ανέκαθεν την κάλυπτε ένα χρυσαφένιο, καλοκαιρινό φως ακόμη και μέσα στο καταχείμωνο. Η Θεία μου η μάγισσα, που φώτιζε τις καρδιές των ανθρώπων, και έβλεπε στα όνειρα της το μέλλον.
Ένα καλοκαίρι, πρέπει τότε να ήμουν δώδεκα κάτι χρονών, είχε έρθει στην Ελλάδα και κάπως καταφέραμε και πήγαμε οι δυο μας μόνοι παραλία. Πήραμε το λέωφορείο για την εξωτική Λούτσα ξεκινώντας από την Αγία Παρασκευή, χωρίς να πολύ γνωρίζουμε τι εστι Αγία Παρασκευή – Λούτσα, Αύγουστο μήνα, με λέωφορείο.
— Δεν πειράζει Γιώργο μου! μου έλεγε, κάνοντας αέρα με μια πολύχρωμη Ισπανική βεντάλια. Εμείς θα χαμογελάμε! Χα χα χα! Εμείς ήμαστε δροσεροί! Δεν κάνει ζέστη! Κοίτα πως χαμογελάμε! και μου έκανε γκριμάτσες πίσω από την πολύχρωμη Ισπανική βεντάλια της. Θυμάμαι πως γελούσαμε σε όλη την διαδρομή.
Όταν επιτέλους φτάσαμε ξεχειλίσαμε στην παραλία, στρώσαμε ψάθες και πετσέτες που είχαν κάθε χρώμα που μπορούσε να χωρέσει ο λογισμός σου, και θυμάμαι χαρακτηριστικά το πως τύλιξε τα καστανόξανθα μαλλιά της με μια μεταξωτή κορδέλα και φόρεσε κάτι τεράστια μαύρα γυαλιά ηλίου τύπου Τζάκι Ο. Έπαιρνε κάτι βαθιές ανάσες που είχε μάθει στον διαλογισμό, πολύ πριν η γιόγκα γίνει μόδα, και απολάμβανε τον θαλασσινό αέρα που της γέμιζε τα ρουθούνια. Φορούσε το πιο μαγευτικό της χαμόγελο.
— Να βρε Γιώργο, να! μου έδειχνε την θάλασσα με τα δυο χέρια. Αυτά είναι αγάπη μου. Να αυτά, και αυτό.
Και πήρε με τρόπο το σεϊκερ με τον φραπέ στο χέρι της και πήρε μια τζούρα καφέ και πάτησε με τα δόντια της το καλαμάκι.
— Θέλεις λίγο; με ρώτησε.
Και εννοείτε πως είπα ναι. Θυμάσαι την αγάπη της Γιαγιάς μου για τον καφέ; Ε έτσι και η Θεία, οπότε, τι; Εγώ θα την γλίτωνα; Από μικρός. Ο δικός της καφές, βέβαια, ήταν γλυκός (υπέργλυκος: Γιώργο μου, παίρνω δυο κουταλιές καφέ έτσι τσουπ, και μετά αρχίζω, και βάνω ζάχαρη, και βάνω, και βάνω, και βάνω, ε και κάπου εκεί σταματάω) ενώ εμένα μου έμμενε να τον πίνω πικρό, σκέτο και δυνατό. Και κάπου εκεί στα ξαφνικά εμφάνισε μαγικά μια τράπουλα. Ένα μυστηριώδες χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της, τα μάτια της ήταν καλά κρυμμένα απ’ τον ήλιο πίσω απ’ αυτά τα τεράστια μαύρα γυαλιά αλλά ήξερα ότι τα μελί της μάτια χαμογελούσαν με τον ίδιο μαγικό τρόπο.
— Για πες μου, λοιπόν, αγάπη μου…τι θες να μάθεις;
Τι ήθελα να μάθω; Τι εννοούσε;
Τι να θέλω εγώ δώδεκα κάτι χρόνων να μάθω;
— Θεία…θα αγαπήσω ποτέ μια κοπέλα, αληθινά όμως; Ξέρεις…πως είναι στις ταινίες;
— Πως είναι στις ταινίες; Τα χαρτιά γυρίζανε με αργό κυκλικό ρυθμό ανάμεσα στα δάχτυλα της, τα νύχια της μακριά και κόκκινα, το χαμόγελο της αινιγματικό. Θέλεις έναν έρωτα σαν την ταινίες αγάπη μου; Γιατί; Αφού αυτά είναι ψέμματα.
Χράτς, χράτς, χράτς έκανε τα χαρτιά. Ένιωθα σαν να με ζύγιζε. Σαν να προσπαθούσε να αξιολογήσει αν ήμουν έτοιμος να μάθω την απάντηση σε αυτή μου την ερώτηση. Σταμάτησε απότομα, και έβγαλε τα γυαλιά της. Με κοίταξε στα μάτια.
— Ανακάτεψε την τράπουλα, και βάλε όλη σου την ενέργεια σ’ αυτήν. Σκέψου συνέχεια την ερώτηση σου και μην την βγάλεις ποτέ από το μυαλό σου, από την σκέψη σου. Όταν νιώσεις ότι ήρθε η στιγμή, θέλω να μου βάλεις πέντε χαρτιά κάτω, εδώ, και εδώ, και εδώ. Έτσι, πεντάδα. Κατάλαβες;
Κατάλαβα. (Σκατά κατάλαβα.)
Και όμως, όπως ανακάτευα, και σκεφτόταν το εφηβικό μυαλό μου τον έρωτα, και την αγάπη, κάπου, κάπου εκεί έξω ήσουν και εσύ. Αν εγώ ήμουν δώδεκα εσύ τότε θα ήσουν στο Λύκειο. Παίζει να σε είχαν ήδη φιλήσει κάπου πάνω από μια στριφτή μπουκάλα. Παίζει ενώ εγώ ήμουν ακόμη παιδί εσύ να είχες ήδη γίνει γυναίκα. Μα εγώ σε σκεφτόμουν – χωρίς καν να ξέρω τότε ότι εσένα σκεφτόμουν, και ανακάτευα άθελα μου την τράπουλα και μαζί μ’ αυτήν τους κόκκους άμμου και της χορδές του σύμπαντος και έπαιζα τυφλά με την μοίρα μου.
Τα χαρτιά πέσανε με βαρύ χτύπο. Σήκωσε απότομα αέρα.
— Μελτέμι, είπε η Θεία, χαϊδεύοντας μου τα μάγουλα. Άκου δω αγάπη μου…ότι κι αν βγει εσύ θα μου χαμογελάς έτσι; Εσύ θα είσαι πάντα ο κύριος Αισιόδοξος, και πάντα θα χαμογελάς! Αφού στο κάτω-κάτω, καλύτερα να ξέρεις μάτια μου. Σωστά;
Καλύτερα να ξέρεις, μάτια μου.
Σωστά;
Ανοιχτά τα φύλλα. Σπαθί – ανάποδο. Καθρέφτης – ραγισμένος. Θεοί – αγκαλιασμένοι. Θάλασσα – αγριεμένη. Στο κέντρο μια γυναίκα.
— Ήσουν κάποτε, σε μια άλλη ζωή αγάπη μου, σε ένα πόλεμο. Πολύ, πολύ παλιά. Δεν ήθελες να πας αλλά έπρεπε. Δεν ήθελες να πας γιατί είχες αγαπήσει πάρα πολύ μια γυναίκα και δεν ήθελες να την αφήσεις, αλλά έπρεπε. Δεν υπήρχε επιλογή. Έκανες μεγάλο ταξίδι και άργησες πάρα πολύ να έρθεις και ενώ αυτή θα σε περίμενε, δεν βάσταξε αγάπη μου… Έσπασε η καρδιά της. Και ήρθες και δεν την βρήκες και στεναχωρήθηκες πάρα πολύ. Μα εκείνη την στιγμή έκανες μια προσευχή – ήθελες να την ξαναβρείς. Και ξέρεις κάτι αγάπη μου; Οι Θεοί σε άκουσαν και η ευχή σου βγήκε αληθινή. Θα είχες ευκαιρία να την ξαναβρείς…Αλλά σε μια άλλη ζωή. Χμ. Μωρέ λες να…;
Και ξανά τα χαρτιά έπεσαν, αφήνοντας όμως στην μέση την γυναικεία φιγούρα. Και ξανά να κοιτάμε μαζί τα τι έγινε τότε σε άλλες ζωές που ήταν και δεν ήταν δίκες μου. Και κάθε φορά, κάτι γινόταν: ταξίδι σε λάθος κατεύθυνση, αρρώστια, κάθε φορά στο τέλος χώρια και ποτέ μαζί. Μα γιατί να ρωτάει η Θεία, να έχει στεναχωρηθεί και η ίδια πλέον, μα γιατί κάθε φορά…; Μα κάθε φορά; να μουρμουρίζει. Και σταμάτησε ξαφνικά.
Με είχε δει που βούρκωσα.
Τα τίναξε τα χαρτιά στον αέρα και χέστηκε για το ότι κάποια τα πήρε ο αέρας και κατρακύλησαν μέχρι την θάλασσα και με άρπαξε στην αγκαλιά της και με κράτησε κοντά.
— Αγάπη μου! Μωρό μου όμορφο, που σε κοίμιζα και εγώ όταν έκλαιγες μικρό – μην κλαις αγάπη μου, μην κλαις! Εσύ είσαι ο κύριος Αισιόδοξος, θυμάσαι;
Και εγώ όμως να κλαίω. Να κλαίω που έχανα μια αγάπη πριν καν την γνωρίσω. Να κλαίω χωρίς να το ξέρω για σένα που ήσουν στο Λύκειο και εγώ Γυμνασιόπαιδο και έμμενε ακόμη να γνωριστούμε και να ερωτευθούμε και μετά να αποχωριστούμε όπως είχε γίνει ξανά, και ξανά, και ξανά στο παρελθόν. Να κλαίω στα δώδεκα γιατί κατάλαβα τότε ότι ο έρωτας πονάει, ότι η αγάπη δεν είναι πάντα αρκετή, και ότι κάποια πράγματα είναι και δεν είναι τόσο απλά – είναι όσο περίπλοκα είναι όλες οι λέξεις σε όλα τα βιβλία του κόσμου μαζεμένα.
Έκλαιγα στα γόνατα της και αυτή μου έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά, να χαμογελάω, να γελάω, και να χορεύω, ότι εγώ είμαι ο κύριος Αισιόδοξος και ότι και να γίνει στο τέλος να ξέρω με σιγουριά πως όλα θα πάνε καλά. Η αγκαλιά της ένωνε όλα τα ραγισμένα μου κομμάτια.
Και τώρα;
Και τώρα ολόκληρο γαϊδούρι ξανά στα γόνατα της κλαίω. Τα μαλλιά της δεν είναι τόσο φωτεινά πια, και η υγεία της την έχει παιδέψει πολύ τα τελευταία χρόνια, μα τα μάτια της ακόμη πετάνε φωτιές. Και με ακούει που της μιλώ και μου χαϊδεύει τα μαλλιά μου όπως τότε, και μου σιγοτραγουδά να με ηρεμήσει, γιατί εγώ νιώθω ότι πνίγομαι.
Γιατί εγώ της λέω της Θείας για αυτό το πρώτο δικό μας φιλί – αυτό το πρώτο φιλί στην βροχή που ήρθε και γύρισε τον κόσμο μας ανάποδα. Αυτό το φιλί που μας έκαψε και μείνανε μόνο οι στάχτες μας. Της λέω για τώρα που ενώ εγώ κοιμάμαι, εσένα σου βγάζει αυτός το φόρεμα. Σε θαυμάζει – γυναίκα. Το σώμα σου γυμνό κάτω από ένα αποκαλυπτικό ολόσωμο μαύρο δανδελοτό εσώρουχο που αγκαλιάζει τις υπέροχες γραμμές σου. Και περπατάτε προς το κρεββάτι, και σφίγγει το στομάχι μου, και του αγγίζεις το στήθος, και εγώ τρελαίνομαι και δεν μπορώ να βλέπω άλλο τέτοια οράματα και το δωμάτιο γεμίζει ασφυχτικά με καπνό. Και βγάζω μια κραυγή καθώς αφήνεσαι στα χέρια του, και όσο αφήνεσαι με αφήνεις.
Και αυτή είναι η τιμωρία μου.
Γιατί εγώ είμαι ο κύριος Αισιόδοξος, κατάλαβες; Και με καλεί το πεπρωμένο μου.
Το Σύμπαν με καλεί και μου θυμίζει ότι κάποιες φορές πρέπει να μάθεις να αγαπάς και ας χάσεις. Ότι δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο από ένα ειλικρινές ‘σε θέλω’, και ότι τα καλύτερα φιλία τα κλέβεις κάπου ανάμεσα από χείλη που τρεμοπαίζουν ανάμεσα στο ‘σε μισώ’ και στο ‘σ’ αγαπώ’.
Ξεκίνησε με ένα φιλί, ένα απλό φιλί, και τελείωσε άδοξα με μια ανόητη χειραψία – πληγωμένοι, άδειοι, περισσότερο ξένοι πια παρά εραστές και αγαπημένοι.
Δυστυχώς, έτσι θα μας θυμάμαι.
…
— Για πες μου, λοιπόν, αγάπη μου…τι θες να μάθεις;
— Θεία…θα αγαπήσω ποτέ μια κοπέλα, αληθινά όμως; Ξέρεις…πως είναι στις ταινίες;