«ΠΕΡΑΣΑΜΕ από διάφορους δρόμους, στενούς, στραβούς, όλο αραπιά και βρώμα. Περνώντας έβλεπα κάτι παράδρομους, ακόμα πιο στενούς και στραβούς, με χαμηλόστενες, μαυρισμένες από τη λίγδα πόρτες, όπου κάθουνταν στο χώμα Αραπίνες, κι έπαιζαν Αραπάκια, και μπαινόβγαιναν κότες, και περιδιάβαζαν περιστέρια καμαρωτά πλάγι σε πεινασμένες γάτες που τα κοίταζαν με λαίμαργα μάτια. Λαχταρούσα να σπάσω το λουρί μου, να πηδήσω από το αμάξι, ν’ αρπάξω καμιά γάτα από το σβέρκο και να την τινάξω ώσπου να την πνίξω.
Γιατί πρέπει να ξέρετε πως εμείς οι σκύλοι μισούμε τις γάτες, όπως ο Έλληνας μισεί το Βούλγαρο. Τουλάχιστον έτσι είπε μια μέρα ο Μήτσος και ο Μήτσος τα ξέρει αυτά τα πράματα. Αν ρωτήσεις τον Έλληνα, γιατί μισεί το Βούλγαρο, θα σου πει πως είναι «προπατορικοί εχθροί». Δεν ξέρω πολύ καλά τι θα πει αυτό, μα φαντάζομαι πως ο Βούλγαρος θάχει κάποια αποφορά που εξωφρενιάζει τον Έλληνα, όπως η γάτα εμάς.»
Το απόσπασμα είναι από το κλασσικό παιδικό βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα «Μάγκας». Η ιστορία ενός σκύλου, όπως την περιγράφει ένας σκύλος. Ένας ιδιαίτερα ρατσιστής σκύλος. Ο οποίος όταν πρωτοφτάνει στην Αίγυπτο, κάπως έτσι βλέπει την κατάσταση:
“Παρακάτω, ένα κοριτσάκι με κόκκινη γκαλαμπία και το κεφάλι δεμένο σε τσεμπέρι, που μια φορά ήταν άσπρο, έβαζε κι έβγαζε από ένα καφάσι στο χώμα, και από το χώμα στο καφάσι, κάτι πήτες φτενές και κούφιες, που τις τρώνε οι Αραπάδες αντί ψωμί. Πού και πού στο πεζοδρόμιο, καμιά Αραπίνα, καθισμένη ανακούρκουδα, πουλούσε τραγουδιστά κουρμάδες ή σταφύλια αραδιασμένα στο ταψί της που βούιζε από τις μύγες. Και στη λάσπη του δρόμου, Αραπάκια έπαιζαν και φώναζαν, και όπου έβλεπαν αμάξι, πετιούνταν απάνω, έπιαναν στα δόντια την παρδαλή τους γκαλαμπία ξεσκεπάζοντας όλο το μελαχρινό κορμάκι τους, και χόρευαν και πηδούσαν εμπρός στ’ άλογα, που ήταν θαύμα πώς δεν πατήσαμε κανένα.”
O ρατσισμός είναι πλήρης. Δηλαδή δεν τηρεί προσχήματα, δεν δίνει διέξοδο να το δεις αλλιώς το θέμα. Να θεωρήσεις ότι η συγγραφέας τα γράφει για να μας διδάξει να μην είμαστε ρατσιστές ή κάτι τέτοιο. Γράφει σε μια εποχή που ήταν πολιτικά ορθό και απόλυτα φυσιολογικό να είσαι ρατσιστής με απόλυτους όρους. Πρώτα και πάνω από όλα, ο άνθρωπος είναι «αράπης». Απλά μετά κάποιοι τους δίνουν και άλλα ονόματα. Πχ:
“Τους κυνήγησα, κι έφθασα την ώρα που πηδούσε χάμω ο αμαξάς, και δυο αραπάδες σταβλίτες, που εκεί τους λεν σαΐσηδες, παραλάβαιναν τ’ άλογα, τα σκούπιζαν, κι έλυναν τα λουριά τους.”
Ακόμα και η ευαισθησία είναι σε συνδυασμό με τέτοιο ρατσισμό:
“Πλάγι σ’ ένα μαρμαρένιο τραπέζι κάθουνταν ένας μεσόκοπος Αράπης, ψηλός, λιγνός, ντυμένος με μια μακριά μαύρη γκαλαμπία που έλαμπε σα μεταξωτή. Με ανακούφιση είδα πως φορούσε κάλτσες και κόκκινες παντούφλες που τις λένε αράπικα «μπαμπούς».
Είχε μόνο ένα μάτι. Τον λυπήθηκα. Στην αρχή μου καίουνταν η καρδιά σαν έβλεπα Αραπάδες – Φελάχους, όπως λέγονται οι εντόπιοι – μ’ ένα μάτι. Μα σε λίγο συνήθισα. Είναι τόσοι μονομάτηδες στην Αίγυπτο, που καταντά πια σα φυσικό τους.”
Είναι σα φυσικό τους, σαν μαϊμούδες που λένε άλλοι ρατσιστές… Οι «αράπηδες» και οι «αραπίνες» έχουν καθορισμένους ρόλους:
“- Ενώ και η Άννα και εγώ σας είδαμε από το παράθυρο, στη γωνιά του κήπου, που κουβεντιάζατε τόσην ώρα με μιαν Αραπίνα που σας έριξε την τύχη σας; (…) Και είδα την Αραπίνα που έριχνε ρεβίθια στο χώμα. Και είπε και η Ευαγγελιώ η ράφτρα για σας: «Για κανένα γαμπρό θα ρωτά».”
O ρατσισμός της Πηνελόπης Δέλτα είναι τόσο αδιαίρετος από την όλη ματιά της που ισχύει ακόμα και για τους σκύλους!
“Είχα αρχίσει ν’ απελπίζομαι, όταν από μακριά είδα ένα κιτρινιάρικο αραπόσκυλο, που πήγαινε το δρόμο του με βήμα σαν ξεβιδωμένο, ήσυχο και αμελημένο, το κεφάλι του κρεμασμένο, και τη μακριά του ουρά καμπυλωτή σαν τρομπέτα.”
«Αραπόσκυλο»! Η ΚουΚλουξΚλαν θα ήταν περήφανη για τέτοια λεξιπλάστρια. Γιατί δεν φτάνει που ρίχνει την λέξη μια φορά έτσι, την επαναλαμβάνει μέχρι να την θεωρήσουμε απαραίτητο μέρος του λεξιλόγιου!
«…θυμήθηκα τ’ άγρια μου γαβγίσματα, κάθε φορά που κανένα αραπόσκυλο σίμωνε την καγκελόπορτα του κήπου μας.»
Το «αραπόσκυλο» είναι η χαμηλότερη βαθμίδα σκύλου, ξεκάθαρα πράγματα:
“..πιο τιποτένιος, πιο φτωχός από αυτόν ακόμα τον κακομοίρη, το λιμασμένο αραπόσκυλο.”
“Μα σου λέγω πως δεν είμαι ευγενής. Είμαι αραπόσκυλο.”
“Εγώ δεν έχω ανατροφή. Εγώ είμαι αραπόσκυλο. Εγώ είμαι γέννημα και θρέμμα του δρόμου.”
Η δε λέξη «αράπης» συνδυάζεται με τα πάντα!
«Ο Αράπης που μας ακολούθησε μπήκε σ’ ένα από τα αραπόσπιτα και βγήκε μ’ ένα σκοινί.»
«…σιχαίνουμουν τον Αράπη που μύριζε αραπίλα, σαν όλους τους μαύρους, που έχουν ιδιαίτερη βαριά μυρωδιά.»
Η συμπεριφορά των «Αράπηδων» είναι ανεξήγητη, σαν να είναι ζώα:
“Αραπάκια πέταξαν τις φωνές κι έτρεξαν έξω στα σοκάκια. Και τρόμαξαν κάτι Αραπίνες που βγήκαν από τα χωματόσπιτα, και άρχισαν να βρίζουν τα παιδιά, και όλοι μαζί μου έριχναν πέτρες.”
“Οι Αραπάδες, σα θένε να βρίσουν, λένε τα ζώα τους με άλλα ονόματα ζώων.”
Και δεν κάνουμε διακρίσεις. Οποιοσδήποτε δεν είναι λευκός σαν κι εμάς…. «αράπης» κατευθείαν!
«Μα ήταν αντίκρυ κάτι άλλοι άνθρωποι, επίσης στ’ άλογα, με φέσια, σαν τους Αραπάδες. Μα δεν ήταν, λέγει, Αραπάδες, ήταν, λέγει, Τούρκοι.»
Οι «Αραπάδες» δεν είναι μόνο κατάπτυστοι, είναι και πρακτικό πρόβλημα:
“…αφού δεν έχει εδώ Έλληνα γαλατά, και από Αραπάδες, μόνο βρωμισμένο και νοθευμένο γάλα μπορείς να βρεις.”
Με λίγα λόγια η Πηνελόπη Δέλτα είναι έτοιμη για την Χρυσή Αυγή! Σε άλλες χώρες, όσο περίεργο κι ας μας φαίνεται, τέτοια βιβλία «διορθώνονται» για να μην περιέχουν τόσο ρατσισμό. Να ταιριάξουν με τις απαιτήσεις των καιρών μας κάπως καλύτερα.
Μπράβο! Εξαιρετικό ποστ. Δυστυχώς στη χώρα που κανείς δεν διαβάζει, δεν υπάρχει και η αναγκαία κριτική αναθεώρηση στα κείμενα που θεωρούνται κλασσικά. Δεν συμφωνώ να αγγίξουμε το αμερικάνικο άκρο όπου το “nigger” αντικαθίσταται με πιο ήπιες λέξεις, λέω μόνο να μην ταίζουμε τα παιδιά μας με παρωχημένες κι επικίνδυνες απόψεις, ή όταν το κάνουμε, να φροντίζουμε να εξηγούμε το υπόβαθρό τους (πως πχ στην Π.Δέλτα εκφράζεται ο εθνικισμός του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, κοινός τόπος για όλη την Ευρώπη και ειδικά τα Βαλκάνια, πως κάποιες λέξεις είχαν άλλο νόημα από αυτό που τους δίνουμε σήμερα κ.ο.κ.)
Προσπάθησα. Με τον “Τρελαντώνη” έβγαζα τις άγνωστες λέξεις καθώς τους το διάβαζα για να μην διακόψω την ροή της αφήγησης. Με τον “Μάγκα” κατέληξα να διακόπτω κάθε 4 προτάσεις τον εαυτό μου για να εξηγήσω. “Ξέρετε παλιά οι άνθρωποι….και η λέξη αυτή….” Αποτέλεσμα; Βαρέθηκαν και δεν τον τελειώσαμε ποτέ τον “Μάγκα”….
Τουλάχιστον να διαβάζεται από σύγχρονα παιδιά, να ρέει το κείμενο κάπως.
Δεν μου αρέσει που βάζεις στο ίδιο καλάθι “πεπερασμένες ρατσιστικές απόψεις” και “άγνωστες λέξεις” -δηλαδή λόγω πλούσιου άγνωστου λεξιλογίου τα παιδιά σου δεν θα διαβάσουν Παπαδιαμάντη ή Καρκαβίτσα ή πρέπει εμείς να απλοποιήσουμε το αρχικό κείμενο; Όχι και Ποτέ!
Στο ζήτημα όμως των ρατσιστικών αντιλήψεων της Δέλτα είμαι κάθετος και όσοι κάνουν πως δεν τις βλέπουν ή τις αρνούνται είναι σαν να αρνούνται τα ίδια τα γεγονότα: η Δέλτα έγραφε στην εποχή της έξαρσης των βαλκανικών εθνικισμών, τότε που τα σύνορα ήταν ακόμη ρευστά και μοιραία αυτό… βγαίνει προς τα έξω! Πολλά από τα γραφόμενά της σήμερα φαντάζουν ανεπίτρεπτα κι ας δικαιώνονται από την ιστορικότητά τους. Να κι ένα ακραίο παράδειγμα για τους politically correct: υπαρκτό πρόσωπο πχ ο Βουλγαροκτόνος, αλλά σκεφτείτε πως θα σας φαινόταν αν ο Κανόνας της παιδικής λογοτεχνίας μιας γείτονος χώρας περιελάμβανε έναν τίτλο σε στυλ “Στον καιρό του Ελληνομακελάρη”!
Μπρρρ!
Προφανώς δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Δυναμική μάχη είναι η ιστορία και η Παιδεία. Τουλάχιστον μερικοί το βασανίζουμε και σε ευχαριστώ για αυτό!
εντάξει με την ίδια λογική και ο Ζαμπέτας (ο σκύλος ο μαύρος ο αράπης) ρατσιστής ήταν και ο τσιτσάνης το ίδιο (σαν πάω εκεί στην αραπιά) και και και.Το έργο της Π.Δέλτα και την ίδια μπορείς διαπνέεται από έντονα εθνικιστικό και εθνοκεντρικό πνεύμα μιας και αποτελούσε μέρος της διανόησης της ριζοσπαστικής δεξιάς της εποχής, όπως και ο Ι. Δραγούμης, πρώιμος θεωρητικός του πρώιμου ελληνικού φασισμού, αλλά τώρα το αράπης, αραπάκια κτλ από μόνο του δεν είναι απόδειξη