Ένας τραγικός έρωτας…
Στης Ακρόπολης τα μέρη
αυτοκτόνησε η Μαίρη
– Ποια, ποια, ποια;
Του Διαδόχου η νταντά!
Στο σπιτάκι του αδίκως
αυτοκτόνησε ο Μιμίκος
– Ποιος, ποιος, ποιος;
Ο Μιμίκος ο γιατρός!
Ποιος δεν έχει ακούσει για το ζευγάρι Μιμίκος και Μαίρη… Εκείνος γιατρός, εκείνη γκουβερνάντα στ’ ανάκτορα. Γνωρίστηκαν στον Βασιλικό κήπο και αγαπήθηκαν παράφορα. Η διπλή αυτοκτονία τους από μια τραγική παρεξήγηση – αυτός αρρώστησε κι εξαφανίστηκε για τρεις μέρες, αυτή νόμιζε ότι την παράτησε. Η επικοινωνία βλέπετε το 1893 ήταν υποτυπώδης-, συντάραξε όλη την Αθήνα. Όλοι έκλαψαν το ζευγάρι, σα να ήταν δικά τους παιδιά.
Το κοινό μνήμα τους στο Α’ νεκροταφείο ήταν πάντα γεμάτο λουλούδια. Κάθε ρομαντική ψυχή έβρισκε εκεί το προσωποποιημένο σύμβολό της. Η ερωτική τους ιστορία έγινε τότε θρύλος και λαϊκό τραγούδι…
Το ρεπορτάζ που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1930:
«Την πρωίαν της 25ης Σεπτεμβρίου του 1893, οι Αθηναίοι ανεγίνωσκον εις τας εφημερίδας, μίαν συνταρακτικήν είδησιν. Η δευτέρα παιδαγωγός του υιού του διαδόχου Κωνσταντίνου, πρίγκηπος Γεωργίου, Μαρία Βέμπερ, εφονεύθη πεσούσα εκ του αετώματος του Παρθενώνος. Αι εφημερίδες δεν εγνώριζον εάν επρόκειτο περί δυστυχήματος ή αυτοκτονίας. Την 10.30’ πρωινήν της προηγουμένης ημέρας, η Μαίρη, με την πρώτην παιδαγωγόν του πρίγκηπος αγγλίδα και τον μικρόν πρίγκηπα Γεώργιον, εξήλθον εις περίπατον εις τον Ανακτορικόν Κήπον. Παρέμειναν 20 λεπτά της ώρας. Η Μαίρη τότε είπεν εις την Αγγλίδα, ότι θα μετέβαινε να κάμη ένα γύρον εις την Ακρόπολιν και θα επέστρεφε την μεσημβρίαν δια το γεύμα, κατόπιν του οποίου θα εξήρχοντο πάλιν εις περίπατον μετά του πρίγκηπος.
Ολίγον προ της 11ης, η Μαίρη εβάδιζε με ταχύ βήμα προς την Ακρόπολιν. Διήλθε δια των Προπυλαίων, οι δε φύλακες, καίτοι η ώρα ήτο προχωρημένη, δεν την εσταμάτησαν. Την εγνώριζον και την έβλεπον συχνάκις επί της Ακροπόλεως. Μετ’ολίγας στιγμάς όλοι απεχώρησαν, πλην γηραιού φύλακος, παραμείναντος παρά τον ναόν της Απτέρου Νίκης και 3 γερμανών περιηγητών. Ο φύλαξ, μηδέποτε υποπτευθείς τι, την παρηκολούθει εξ απλής περιεργείας. Υπήρξεν ο μόνος ο οποίος είδεν ολόκληρον την σκηνήν της αυτοκτονίας, εις όλας της τας λεπτομερείας. Η αφήγησίς του είναι ζωντανή, πλήρης δραματικότητος.
– Την είδα, διηγήθη ο φύλαξ, να σκύβη και να κόβη κάτι μικρά αγριολούλουδα, που φυτρώνουν κοντά εις τον Παρθενώνα. Τα έβαλε εις το στήθος της. Έπειτα εμπήκεν εις τον ναόν, ανερριχήθη αργά επί της νοτίου πλευράς, κρατούσα την ομβρέλλαν της ανοικτήν εμπρός εις το πρόσωπόν της. Εβάδισε προς το αέτωμα της προσόψεως και εκάθησεν επί του γείσου, όπου είναι το υψηλότερον μέρος του αετώματος. Έκλεισε την ομβρέλλα της και την απέθεσε δίπλα της επί του μαρμάρου. Έπειτα έβγαλε το καπέλλο της και εσηκώθηκεν ορθία. Εκοίταζε δεξιά και αριστερά. Ο αέρας ανέμιζε τα μαλλιά και τα ρούχα της τόσον, ώστε όταν οι γερμανοί περιηγηταί επλησίασαν, τους εφώναξε να απομακρυνθούν από εντροπή, διότι τα ρούχα της υψούντο παραπάνω από τον αστράγαλον. Αρκετή ώρα περιέφερε το βλέμμα της προς όλας τας διευθύνσεις. Όπως ήτο ντυμένη στα λευκά, νέα, δροσερά, εφαίνετο ως ζωντανόν, ωραίον άγαλμα. Δεν εσήκωσα ούτε μια στιγμή τα μάτια μου, από πάνω της, χωρίς να ξέρω γιατί.
Έξαφνα, ακριβώς εις τας 11.20’, την είδα να πέφτη από το ύψος εκείνο εις το περιστύλιον. Αμέσως έβαλα τις φωνές, έσπευσαν και οι γερμανοί και ο αρχιτέκτων Τρίμης, ο οποίος είχε μόλις ανέλθει επί της Ακροπόλεως. Όταν επλησιάσαμεν, εβογγούσεν ελαφρά. Έπεσε πλαγίως, διότι εκτυπούσε επάνω στις κολώνες και ευρέθη υπτία. Της ερραντίσαμεν με νερό το πρόσωπο, της εδώσαμε να πιή, αλλά γρήγορα έβλεπε κανείς ότι η ζωή της έσβυνε. Εκαλέσαμεν ένα αμάξι και την μεταφέραμεν εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον. (σ.σ. Το στρατιωτικό νοσοκομείο βρισκόταν στον μετέπειτα στρατώνα χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, δίπλα στο σημερινό Μουσείο της Ακρόπολης.) Η Μαίρη μόλις ανέπνεε. Εις το νοσοκομείον την περιποιήθη ο εφημερεύων ανθυπίατρος Μαυράκης. Της έδωσε κονιάκ και της επέδεσε τα τραύματα.
Η Μαίρη έφερε τραύμα επί της αριστεράς χειρός, το ιερούν οστούν ήτο θραυσμένον εκ του οποίου επήλθεν εσωτερική αιμορραγία. Επίσης έπαθε κάταγμα του στέρνου και ελαφρόν τραύμα επί της σιαγόνος.
Εξέπνευσε την 1ην μ.μ. Η πτώσις δεν της παρεμόρφωσε καθόλου το πρόσωπον.
Η ΛΥΣΙΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ
Εν τω μεταξύ ο διάδοχος Κωνσταντίνος ειδοποιήθη περί του τραγικού συμβάντος, το οποίον ανήγγειλε καταλλήλως εις την πριγκήπισσαν Σοφίαν, φοβούμενος μήπως την ταράξη διότι ηγάπα πολύ την Μαίρη. Αι αρχαί επελήφθησαν αμέσως ανακρίσεων. Ήτο αυτοκτονία ή ατύχημα; Ο φύλαξ εβεβαίωνεν ότι και άλλοτε η Μαίρη είχεν ανέλθει επί της κορυφής του Παρθενώνος, μίαν νύκτα μάλιστα σεληνοφώτιστον παρέμεινε αρκετή ώραν.
Ολίγας στιγμάς μετά τον θάνατον της Μαίρης, κατέφθασαν αι θεραπαινίδες των ανακτόρων με αγκαλιές μενεξέδων της Αττικής. Την εστόλισαν και εθρήνουν προ του νεκρού της, διότι όλοι εις το παλάτι ηγάπων την Μαίρην και της κατεσκεύασαν λουλουδένιο στρώμα. Αλλ’ εκτός των θεραπαινίδων, προσήρχοντο και πλήθη κόσμου, ιδία κορίτσια τα οποία εκόμιζον και αυτά λουλούδια.
Την επομένην το δράμα διελευκάνετο πλήρως. Δευτέρα αυτοκτονία, του ανθυπιάτρου Μιχαήλ Μιμίκου, απεκάλυψε τούτο.
Ιδού οι λόγοι οι οποίοι ώθησαν την Μαίρην προς τον θάνατον. Από επταμήνου συνεδέετο δι’έρωτος μετά του νεαρού ανθυπιάτρου Μιχαήλ Μιμίκου, υπηρετούντος εις το Α’ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον. Η Αυλή είχε μάθει τα του έρωτος αυτού, πολλάκις δε η αγγλίς παιδαγωγός την επετίμησεν. Η Μαίρη είχε γράψει εις τον πατέρα της εν Γερμανία ζητούσα την συγκατάθεσίν του όπως νυμφευθή τον Μιμίκον, αλλ’ο πατήρ της απήντησε αρνούμενος. Περιελθούσα εις αδιέξοδον, έγραψεν εις τον Μιμίκον, ότι είχεν εκτεθή και η υπόθεσις έπρεπε να τελειώση δια του γάμου. Δεν έλαβεν απάντησιν. Έγραψε δεύτερον, τρίτον γράμμα. Καμμία απάντησις. Τέλος την ημέραν της αυτοκτονίας της, εν εσχάτη απελπισία, του έγραψε: «Ελθέ σήμερον την πρωίαν εις τας ένδεκα εις την Ακρόπολιν. Είμαι πλέον απελπισμένη. Αν δεν έλθης αυτοκτονώ». Η Μαίρη μετέβη εις την Ακρόπολιν, ανερριχήθη επί του αετώματος, ανέμενε τον Μιμίκον και βλέπουσα ότι δεν έρχεται, εξετέλεσε το «σαπφικόν άλμα», όπως έγραψεν η «Ακρόπολις».
Διατί δεν απήντησεν ο Μιμίκος; Τα γράμματα εστάλησαν εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον, εις το οποίον επί οκταήμερον δεν προσήλθεν ο Μιμίκος, οικουρών λόγω ασθενείας. Την ογδόην ημέραν, την 24η Φεβρουαρίου, κατά τας 2 μ.μ. εξήλθε και μετέβη εις το νοσοκομείον. Κάποιος στρατιώτης, τον εσταμάτησεν και του ενεχείρισε τέσσαρα γράμματα. Ήσαν της Μαίρης. Ο Μιμίκος ενώ ητοιμάζετο να τ’ανοίξη, παρετήρησε ασυνήθη κίνησιν εις το νοσοκομείον, εζήτησε πληροφορίας, εισήλθεν εις τον θάλαμον, όπου τω είπον ότι μετέφερον κάποιαν ξένη και είδε την Μαίρην, η οποία μόλις προ μιας ώρας είχεν εκπνεύσει. Έξαλλος ερρίφθη επί του πτώματος, επί μίαν ώραν ολοφυρόμενος. Εις μάτην ο φίλος του ανθυπίατρος Μαυράκης προσεπάθει να τον αποσπάση. Εν τέλει ο αδελφός του κατώρθωσε να τον παραλάβη αργά το απόγευμα, επειδή δε ήκουσε τον Μιμίκον ορκιζόμενον εις την νεκράν, ότι θα την ακολουθήση, τον επετήρει. Παρέμεινε πλησίον του όλην την νύκτα αγρυπνών περί το προσκεφάλαιον του αδελφού του, αφού είχεν αφαιρέσει εκ του δωματίου παν ό,τι θα ηδύνατο να χρησιμεύση ως όπλον.
ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Ο ΜΙΜΙΚΟΣ
Ο Μιμίκος επανειλημμένως προσεποιήθη ότι κοιμάται με την ελπίδα, ότι ο αδελφός του θα εξήρχετο όπως μεταβή και κατακλιθή εις το δωμάτιόν του. Αλλ’ο αδελφός του δεν εσάλευε.
Περί την αυγήν ο Μιμίκος είπεν εις τον αδελφόν του ότι αισθάνεται ρίγη και τον παρεκάλεσε να του φέρη εκ του παρακειμένου δωματίου εν σκέπασμα. Και ενώ ο αδελφός έσπευσε να εκτελέση την παράκλησιν, ο Μιμίκος γρήγορα, αρπάζει εν πιστόλιον, το οποίον είχε κρύψει υπό το στρώμα, τοποθετεί το στόμιον επί της καρδίας του και πυροβολεί. Ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος.
Την επομένην εις τας 11 εκηδεύετο η Μαίρη, ενώ εις την οικίαν του Μιμίκου ητοιμάζετο άλλη κηδεία. Η πριγκήπισσα Σοφία επρότεινε όπως οι δύο ερασταί ταφούν μαζύ, αλλ’οι οικείοι του Μιμίκου επροτίμησαν να τον θάψουν εις τον οικογενειακόν των τάφον. Δύο ημέρας όμως έπειτα οι φίλοι του Μιμίκου μετέβησαν κατά την νύκτα εις το νεκροταφείον, εξέθαψαν τον νεκρόν του Μιμίκου και τον έθαψαν παραπλεύρως της Μαίρης, αφήσαντες το εξής σημείωμα, επάνω εις σωρόν ανθέων: «Ωρκίσθημεν να σας ενώσωμεν οι φίλοι σου και ιδού».
Κύμα ομαδικής υστερίας επλημμύρησε την πρωτεύουσαν με την ιστορίαν αυτήν. Εν πρώτοις η διπλή αυτοκτονία έδωσε ένα πρόχειρον επιχείρημα εις τους ερωτευμένους και ούτω κάθε ερωτευμένο ζευγάρι εθεώρει υποχρέωσίν του να φέρη άνθη εις τον τάφον του Μιμίκου και της Μαίρης.
Φυλλάδια με την ιστορίαν των δύο ερωτευμένων εκυκλοφόρουν, απλήστως αναγινωσκόμενα, αι εφημερίδες ημιλλώντο ποια να προσφέρη συνταρακτικωτέρας αποκαλύψεις και εις μάτην οι ολίγοι εναπομείναντες σώφρονες πολίται εκραύγαζον ότι κινδυνεύει η νεολαία να αποχαυνωθή εκ του υστερισμού, ο οποίος την εκυρίευσε.
Το κύμα της υστερίας παρήλθεν εύκολα και γρήγορα. Αλλά η ιστορία των δύο ατυχών νέων, οι οποίοι εξ αιτίας μιας κακής συμπτώσεως, εχάθησαν (αν ο Μιμίκος μετέβαινε ολίγας ώρας πριν στο νοσοκομείον, το δράμα θ’απετρέπετο), παραμένει μία παθητική σελίς εις την ιστορίαν της παλαιάς Αθήνας».
«Καρδιαίς, αν σμίξουνε στη γη σαν τις καρδιαίς μας πάλι. Να μη χωρίσουν ποτέ η μία από την άλλη»…