ΜΙΑ ΦΟΡΑ ήταν δυο άδέρφια, ο ένας άρχοντας κι ό άλλος φτωχός. Ό άρχοντας είχε τό φτωχό τσοπάνη.
Σάν ήρθε τό Μεγάλο Σάββατο, έπιασεν ό άρχοντας, ξεχωρίζει τάρνιά, πού θά σφάξουν τή Λαμπρή. Σάν κοντεύανε νά τά πουλήσουν, γύρεψε κι ό άδερφός του ένα άρνάκι νά τό σφάξη νά τό φάη μέ τά παιδιά του και μέ τή γυναΐκα του τό Πάσχα, σάν πού ήταν ή μέρα.
Ό άδερφός του, φιλάργυρος βλέπεις, άρχινα μιά φιλο- νεικία μαζί του. . .
— Βρε άχάριστε, δέν εύχαριστειέσαι πού σ’ έχω και σέ ταΐζω ένα κομμάτι ψωμί,, μόν’ θέλεις και άρνί ;
Ό φτωχός δέν ξαναμίλησε, μόνο σάν τά πούλησαν πλιά τάρνιά κι άπόμεινεν ένα άρνάκι μοναχά και δέν που- λειώταν, λέει τού άδερφού του :
— Νά πάρω τούτο δά τάρνάκι ;
— Πάρ’ το, λέει, και πήγαινε στου δαίμονα τή μάννα !
Τόσο του κακοφάνηκε του φτωχού αύτός ό λόγος, ώστε άποφάσισε μήτε στό σπίτι του νά πάη μήτε πουθενά, μόνο νά πάρη τά βουνά καί τά κλαδιά, νά πά νά βρή « του δαίμονα τή μάννα ».
Τρέχει σάν τρελλός. Πηγαίνει, πηγαίνει, νυχτώθηκε. “Εκατσε νά ξεκούραστη ό άνθρωπος.
Έκεΐ πού δι-αλογιζότανε, είδε μιά φωτιά. Σηκώνεται πάλι, πηγαίνει κατά τή φωτιά, νά δούμε τί είναι. Πήγε δά κοντά στή φωτιά, τί νά δή ! “Ενα τραπέζι μεγάλο κι άράδα αράδα καθότανε οί πειρασμοί, οί δαιμόνοι ολοι μα- ζωμένοι, καί τρό>γανε καί πίνανε.
“Αμα τον είδαν, ό ένας :
— Καλώς τόν μπάρμπα !. . .
— Καλώς τόν μπάρμπα ! Πώς ήταν και μάς έλαχες ; Μείς καθόμαστε τόσα χρόνια εδώ και κανείς δέν ήρθε νά μάς δή’ σύ πώς τό παθες κ’ ήρθες ;
Τόν ρωτούσαν πιά ολα τά δαιμόνια. Ό.άνθρωπος είπε:
— Δέν θέλω τίποτα, μονάχα ό άδερφός μου μοΰ δωκε τούτο δά τάρνί και μοΰ είπε νά πηγαίνω στοΰ δαίμονα τή μάννα, και πήρα τάρνί κ’ ήρθα και σάς ηύρα.
Τού είπαν νά φάη, δέν θέλησε. Τόν ρωτήσανε :
— Τί θέλεις νά σοΰ χαρίσωμε γιά τό δώρο πού μάς έφερες ;
— “Ο,τι βαστά ή καρδιά σας, λέει, δώστε μου.
Τού έδωκαν ένα μύλο, πού άλέθουν τόν καφέ, και τού είπαν δτι ό μύλος, άμα τόν γυρίζεις, δ,τι θέλει βγάζει, γρόσια, φλουριά, φαγιά, κάθε λογής πράματα και τόν καθοδήγησαν νά μή τόν δώση σέ κανέναν, δ,τι κι αν τού δώσουν.,
Τόν πήρε ό άνθρωπος, ήρθε στό σπίτι του τή νύχτα τού Μεγάλου Σαββάτου.
Ξημέρωνε Πάσχα. Τά παιδιά του κλαίγανε* δέν είχαν ψωμί νά φάνε, ρούχα δέν είχαν κλαίγανε τή μοίρα τους.
“Αμα ήρθε 6 πατέρας τους, βγάζει τό μύλο, γυρίζει λιγάκι, έβγαλε ψωμιά, φαγιά, φλουριά, ρούχα, τί θέλεις καρδιά μου ! Σηκώνονται τό πρωί, άλλάζουν, πάνε στήν Εκκλησιά, έρχονται δλο χαρές και πασκαλιές.
Τώρα ό άδερφός του είδε τά παιδιά, τή γυναίκα του άδερφοΰ του άλλαγμένα, καθώς πού πρέπει.
— Έδώ, λέει, θά τρέχη τίποτα.
‘Απ’ τή μιά είχε, άπ’ τήν άλλη είχε, ρώτα ξαναρώτα τά παιδιά, έμαθε πώς είχε ό άδερφός του Ινα μύλο και τά βγάζει. Πάει στόν ίδιο, τόν ρωτά, έπιασε κείνος νά τάρνηθή.
— ‘Έλα λέγε, λέει, και μένα μοΰ τό παν τά παιδιά σου.
Ό άνθρωπος ήθελε δέν ήθελε τό μαρτύρησε. Τώρα ό άδερφός του πέφτει στά παρακάλια, σώνει και καλά νά τού χαρίση τό μύλο καί κείνος νά του δώση γρόσια πολλά καί νά του γράψη άπάνω του ολο τό βιό του.
Ό άνθρωπος τό δέχτηκε, μά πήγε πρώτα στό σπίτι, γυρίζει τό μύλο καί γεμίζει ενα σεντούκι φλουριά, ύστερα πηγαίνει καί τόν δίνει του άδερφου του.
Ό άδερφός του πάλι δέν εύχαριστειόταν νά εχη τό μύλο καί νά κάθεται στό χωριό, μά τόν πήρε νά πάη στήν Πόλη γιά νά τόν δείχνη σ’ δλον τόν κόσμο.
Έκεΐ πού ταξίδευε μέσ’ στό καράβι γυρέψανε άλας. Πιάνει γυρίζει τό μύλο νά βγάλη άλας. Ό μύλος δέν παρά- ταγε* γύριζε μονάχος, εβγαζε, εβγαζε άλας, γέμισε τό καράβι, βούλιαξε, πνιγήκανε δλοι !
Τό μύλο τόν πήραν πάλι οί όξαποδώ, μά ό φτωχός ειχε πολλά φλουριά καί ζούσε χρυσόν καιρό.