“Δεν γίνεται να με ανάβεις έτσι όταν είμαι στην δουλεία,” διαβάζω στο μήνυμα σου, “Γιατί; Γιατί εσύ μπορείς να…ανακουφιστείς, και εγώ; Τι θα φταίω μετά αν αρπάξω τον πρώτο που θα περάσει απ’ το γραφείο μου και να τον φέρω να μου σβήσει την φωτιά;” Τι θα φταις; Καθόλου, σκέφτομαι. Χαμογελάω και γράφω κι απαντώ, “Παρά ταύτα – εγώ ακόμα θα σ’ αγαπώ.”
Μπαμ-μπαμ. Αυτό το αριστερό-δεξί-αριστερό, το συνδυαστικό χτύπημα χυδαιότητας και μετά ρομάντζου, το αφοπλιστικά αναστατωτικό. Εκπληκτικός συνδυασμός! Τσακ! Φωτογραφία του πέους σου! Τσοπ! Αυτό-χιούμορ, αυτό-σαρκασμός…και αυταρέσκεια. Τσαπ! Εγώ, όταν γεράσεις (Ρομάντζο!), και πέσουν τα βυζιά σου (Χυδαιότης!), εγώ ακόμα θα σ’ αγαπώ (Ρομάντζο ξανά!) – και με δυο Βιάγκρα θα σε γαμάω (Διπλό χτύπημα ρομάντζου και χυδαιότητας!) Παπ, πουπ, παπ! Ωχ!
Η χρήστης πληκτρολογεί…
Ζαλίζεται ο αντίπαλος! Αρχίζει και παραπατάει…
Η χρήστης διαγράφει, κάνει μια παύση, ξανά πληκτρολογεί…
Και, ναι! Ναι!
“Είσαι υπέροχος. Και εγώ σ’ αγαπώ Γιώργο. Καληνύχτα. Να προσέχεις.”
Πέφτει! Στον τελευταίο και δεκατοπέμπτο γύρο κυρίες και κύριοι αυτού του εκπληκτικού αγώνα!
Με υπεργέμιζε όταν άκουγα το σ’ αγαπώ σου. Κάθε φορά ένιωθα σαν απελπισμένος ναυαγός στην μέση μιας τρομερής, μαύρης θύελλας που κρατούσε απελπισμένα ένα κομμάτι ξύλου και ξαφνικά πιανόταν από την ναυαγοσωστική λέμβο. Κοιμόμουν τόσο πολύ καλύτερα και πιο βαθιά μετά απ’ αυτό το τρίγωνο σ’ αγαπώ, καληνύχτα, να προσέχεις. Κοιμόμουν και έκανα όνειρα τρελά: όνειρα με λευκά φορέματα και ανθρακί κουστούμια και μια αυλή περιβαλλομένη από νυχτολούλουδο και γιασεμί. Όνειρα με μας και δυο κολλητούς να χορεύουμε νησιώτικα μέχρι το πρωί. Όνειρα δυο υπέροχων διδύμων κοριτσιών που θα μου έκαναν την ζωή πατίνι. Όνειρα που είχαν μέσα ύπνους που κοιμόμουν αργά πρωινά Κυριακής περικυκλωμένος από τις τρεις γυναίκες της ζωής μου: τα κορίτσια μου και την μάνα που τα γέννησε.
Και όταν στα όνειρα μου μας έβλεπα πολύ μεγάλους σε έβλεπα εσένα με σταχτένια, μακριά μαλλιά και εμένα με μια περήφανη λευκή μουστάκα. Μας έβλεπα να σε φιλώ απαλά στα χείλη τα βράδια και να σου λέω, “Είδες; Εγώ ακόμα σ’ αγαπώ.” Και εσύ να χαμογελάς και να χαϊδεύεις ότι απέμεινε από τις κάποτε μακριές βλεφαρίδες μου που σου θύμιζαν παλιό αστέρι του Χόλιγουντ. Και τότες να μου λες, “Και εγώ σ’ αγαπώ πολύ, Γιώργο μου… Καληνύχτα. Και να προσέχεις.”
Φαντάσου πόσα όνειρα έκανα, αν κάθε φορά που άκουγα το σ’ αγαπώ σου ταξίδευα μακριά.
Πολύ μακριά. Σε ξένες χώρες, σε ξένα τοπία, σε ξένους έρωτες μέσα σε ξένες αγκαλιές. Σε ξένα χρόνια, σε ξένες μέρες, και τα ξένα βράδια που τα ακολουθούν… Και ξεβραζόμουν σε μια ακτή, στην μέση της θάλασσας, και φιλούσα με δάκρυα στα μάτια την στεριά που έβρισκα εκεί. Όταν την έβρισκα εκεί.
Όταν σε έβρισκα εκεί.
Ένας σοφός, πολύ παλιά, μου έμαθε την ιστορία για των υπεραιώνιο έρωτα της Θάλασσας και της Ακτής. Μου είπε που αποσπάστηκαν δύο κομμάτια από την αγκαλιά του Ουρανού και του Χάους και όταν ξέπεσαν γεννήθηκε η Γη και ο Ωκεανός, που και αυτά μετά γέννησαν με την σειρά τους την Ακτή και την Θάλασσα. Που αυτών τα παιδιά ήταν δίδυμες κόρες που τις λέγανε Αφρό και Βυθό. Δυο υπέροχα πλάσματα που γεννήθηκαν από την ανίκητη έλξη της Θάλασσας και της Ακτής, αυτά τα δυο τόσο διαφορετικά στοιχεία που όμως δεν μπορούν το ένα να αντισταθεί και να μην φιλήσει το χαμόγελο του άλλου. Για πάντα.
Για όλη τους την ζωή.
“Toda la vida,” σου ψιθυρίζω, και έχω μείνει πλέον μισός – ένας ανθρώπινος σάκος ζαρωμένου δέρματος με κάτι τελευταία τρύπια κόκαλα μέσα του. Και είμαι τόσο αδύναμος που εσύ μπορείς και με σηκώνεις – φαντάσου εκεί ανταλλαγή ρόλων – και να με βάζεις για ύπνο και να στεναχωριέσαι, να στεναχωριέσαι πολύ και να μου λες με υγρά μάτια πως μου απαγορεύεις να το κουνήσω απ’ επάε. Ότι μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να μου πει φύγε! και αυτή είσαι εσύ. Να με ρωτάς, ακούς ή είσαι ακόμη κουφός;
Και εγώ να σου χαμογελάω, και να σου κλείνω αργά τα ματόκλαδα, και να σου λέω, “Darling…I need to let go.” Και να μου λες σκάσε. Σκάσε – σταμάτα πανίβλακα, ηλίθιε, γεροξεκούτη, δεν θα πας πουθενά. Δεν σε αφήνω να πας πουθενά! Δεν είπαμε ότι μόνο εγώ θα μπορώ να σου πω το φύγε;!
“Παρά ταύτα, αγάπη μου, εγώ ακόμα σ’ αγαπώ,” απαντώ, “Για όλη μου την ζωή.”
Και κάπου εκεί ένα απλό βράδυ Σαββάτου όπως όλα τα άλλα να τελειώσει η αγάπη μου για σένα.
Να τυλιχτεί αυτή η χρυσή κλωστή που τρεμοσβήνει και να γίνει μια μικρή, τελευταία, ολοστρόγγυλη κουκκίδα, και με μια μικρή πράσινη λάμψη να εξαφανιστεί από του ουρανό και τον χωροχρόνο.
Και κάπου εκεί, σε μια άλλη ζωή, σε ένα παράλληλο σύμπαν, ένα αγόρι και ένα κορίτσι βλέπουν μαζί ένα μοναχικό αστέρι να πέφτει από τον ουρανό…