-Δεν πειράζει, δεν φταις εσύ. Τον διαβεβαίωσα όσο μπορούσα.
Ξαναπροσπάθησε να κλείσει το τυλιχτό. Του έφυγε ένα κομμάτι τομάτα, δυο κρεμμύδια και τρία δάκρυα.
-Εγώ φταίω…σου έβαλα πολλά. To έπαιξα λυπημένος αλλά σε στυλ “ε, τι να κάνουμε, απέτυχες.”
Έπεσε στα γόνατα. Πήρα το σουβλάκι από τα τρεμάμενα χέρια του και τον αγκάλιασα. Δάγκωσα διακριτικά το παραγεμισμένο σουβλάκι πίσω από την πλάτη του.
-Έλα, έλα….μην κλαις. Κανείς δεν μπορούσε να στουμπώσει όλα αυτά τα υλικά σε μια τόση δα πιτούλα.
Άλλες δυο μεγάλες μπουκιές…κομπλέ.
-Μην κλαις, να, το πετάω! Μην στεναχωριέσαι για ένα σουβλάκι που δεν κατάφερες να κλείσεις.
Το χαρτί και λίγη πίτα με ζουμιά μπήκε εύκολα καλάθι στον κάδο. Δεν είπα τίποτα άλλο για να μην μυρίσει το κρεμμύδι στην ανάσα μου. Έκανα κι εγώ ότι έκλαιγα με το χέρι στα μάτια και καλά γιατί ντρεπόμουν. Κοντοστάθηκα στην πόρτα και σήκωσα το άλλο χέρι να τον χαιρετήσω.
Καλό ήταν, χόρτασα νομίζω. Στις περισσότερες σχέσεις όλο απολογείσαι για κάτι πολύ αστείο που είπες. Σε αυτήν δεν απολογούμαι καθόλου. Απλά αλλάζω σουβλατζίδικο συχνά.