MΙΑ ΦΟΡΑ ήταν μιά γυναίκα καί είχεν ένα παιδί μοναχά. Αύτό τό παιδί δέν έβγαινε καθόλου οξω άπ’ τό σπίτι, παρά καθότανε μέσ’ στό τζάκι κοντά στή στάχτη. Τό έβγαλε κ’ ή μητέρα του Σταχτοπούτη.
Μιά μέρα του είπεν ή μητέρα του :
— Πήγαινε, παιδί μου, λιγάκι οξω. Τί κακό πιά είναι αύτό μέ σένα καί δέν βγαίνεις καθόλου οξω !
— Δώσε μου μιά δεκάρα νά πάω, είπε ό Σταχτοπούτη ·
Του δίνει ή μητέρα του μιά δεκάρα, τήν παίρνει, βγήκεν οξω. “Αμα βγήκε στό δρόμο, ηύρε παιδιά καί θέλανε νά σκοτώσουν ένα σκυλάκι. Τούς είπε :
— Βρέ παιδιά, δώστε μου έμένα τό σκυλάκι, νά σάς δώσω μιά δεκάρα.
Δίνει τήν δεκάρα, παίρνει τό σκυλάκι καί τό πάει στό σπίτι του.
Μιά άλλη μέρα είπε πάλιν ή μάννα του :
— Πήγαινε, παιδί μου, λιγάκι οξω.
Λέει ό Σταχτοπούτης :
— Δώσε μου μιά δεκάρα νά πάω.
Του δίνει ή μάννα του μιά δεκάρα, τήν παίρνει ό Σταχτοπούτης, πήγε οξω.
Έχει πού πήγαινε στό δρόμο, ηύρε πάλι παιδιά και θέλανε νά σκοτώσουν ένα γατάκι. Είπε :
— Δώστε μου έμένα τούτο τό γατάκι, νά σας δώσω αύτή τή δεκάρα.
Δίνει τήν δεκάρα, παίρνει τό γατάκι.
Πήγε δά τό γατάκι στό σπίτι του και καθότανε πάλι μέσ’ στό τζάκι.
Μιά άλλη μέρα του είπε πάλι ή μητέρα του:
— Πήγαινε, παιδί μου, λιγάκι όξω.
Είπεν ό Σταχτοπούτης :
— Δώσε μου μιά δεκάρα νά πάω.
Του έδωκεν ή μητέρα του μιά δεκάρα, βγήκεν ό Σταχτοπούτης όξω. ‘Εκεί πού πήγαινε, ηύρε πάλι παιδιά και θέλανε νά σκοτώσουν ένα φιδάκι. Είπε :
— Δώστε μου έμένα τούτο τό φιδάκι, νά σας δώσω αύτή τή δεκάρα.
Δίνει τή δεκάρα, παίρνει τό φιδάκι, τό πήγε κι αύτό στό σπίτι του.
‘Αφού τ’ άνέθρεψε και τά τρία και μεγαλώσανε, λέει μιά μέρα τό φιδάκι :
— Θέλω νά μέ πάς πιά στήν πατρίδα μου.
Σηκο’^νεται ό Σταχτοπούτης, βάζει τό φίδι μπροστά και
αύτός καταπόδι και πηγαίνουν. Στό δρόμο πού πηγαίνουν, γυρίζει τό φίδι και τοΰ λέει :
— Ό πατέρας μου είναι ό βασιλιάς των φιδιών. Τώρα άμα πάμε έκεΐ, όλα τά φίδια θά χυθοΰν άπάνω σου, μά σύ νά μή τρομάξης, γιατί έγώ θά φωνάξω και θά σ’ άφήσουνε. Κι άμα πάμε στό σπίτι τοΰ πατέρα μου, θά γυρέψη αύτός νά σοΰ δώση πολλά πράματα, γιατί μέ γλύτωσες, μά σύ νά μή δεχτής τίποτα, μόνο νά γυρέψης τό δαχτυλίδι, πού έχει άπό κάτω άπό τή γλώσσα του.
Πήγαν δά έκεΐ, σφυρίζει μιά τό φιδάκι, άρχισαν νά έρχωνται τά φίδια, γέμισ’ ό κόσμος φίδια. Καταμεσής το^ν είχαν ένα φίδαρο ίσαμε κει έπάνω. Τούτος ήταν ό βασιλιάς των.
Τά φίδια, άμα είδαν τό Σταχτοπούτη, χύθηκαν άπάνω του νά τόν φάνε. Φωνάζει τό φιδάκι, τόν άφήκαν. Τότε τό φιδάκι πάει κοντά στόν πατέρα του και του λέει :
— Τοΰτο τό παιδί, πατέρα, μέ γλύτωσε άπό τόν θάνατο* ίσαμε τώρα ήθελα νά μαι πιά ξεχασμένο. Γι’ αύτό σήμερα τόν έφερα έδώ νά τού δώσης δ,τι σού γυρέψη.
Τόν παίρνει δά ό φίδαρος, πήγαν στό σπίτι του και τού
λέει:
— Τί καλό θέλεις άπό μένα πού μοΰ γλύτωσες τό παιδί μου ;
Λέει ό Σταχτοπούτης :
— Δέν θέλω, λέει, τίποτα άλλο παρά τό δαχτυλίδι πού έχεις άπό κάτω άπό τή γλώσσα σου.
Τότες είπεν ό βασιλιάς τών φιδιών:
— Μεγάλο πράμα μοΰ γυρεύεις, άλλά γιά τό χατίρι τού γιοΰ μου στό δίνω.
Πήρε τό δαχτυλίδι ο Σταχτοπούτης, κ’ έφυγε. Στό δρόμο πού πήγαινε πείνασε και είπε :
« Τό φίδι, λέει, μοΰ δινε τόσα και τόσα και δέν τά πήρα, μονάχα πήρα τοΰτο τό δαχτυλίδι και τώρα ψοφώ άπ’ τήν πείνα ». Θύμωσε, χτυπά μιά κάτω τό δαχτυλίδι, πετάχτηκε άπό μέσα ένας άράπης και είπε :
Τ1‘ « ΙΥ * 1 .
— 1ι ορίζεις, αφεντικό ;
— Άμ’ τί νά ορίσω ; λέει, θέλω νά φάω !
Στρώνει ό άράπης γλήγορα τραπέζι, βάζει φαγιά, κρασιά κι δ,τι αγαπά ή καρδιά σου.
Σάν άπόφαγε ό Σταχτοπούτης, τά συμμάζεψε ό άράπης, πάει πάλι μέσα στό δαχτυλίδι.
Πήρε τό παιδί τό δαχτυλίδι, ήρθε στό χωριό του και περνούσε μ’ αύτό καλά. Μιά μέρα λέει ό Σταχτοπούτης τής μάννας του :
— Μάννα, νά πάς στό βασιλιά και νά τού πής νά μοΰ δώση τή θυγατέρα του γυναίκα.
Ή μάννα του τοΰ είπε :
— Σέ τί άράδα είμαστε εμείς, μάτια μου, και νά μάς δώση ό βασιλιάς τή θυγατέρα του ;
Κ’ εκείνος τής είπε :
— Νά πάς χωρίς άλλο !
Κίνησε κι αύτή ή καημένη νά πάη στο βασιλιά. Καθώς μπήκε μέσα, είπε τού βασιλιά :
— Τό παιδί μου θέλει νά πάρη τή θυγατέρα σου γυναίκα.
Τότε τής είπε ό βασιλιάς:
— Σά μπορέση ό γυιός σου και χορτάση στήν τάδε πλατεία δλο τό στρατό μου, τότε θά τόν πάρω στήν κόρη μου γαμπρό. Δίνω σαράντα μέρες διορία* σέ σαράντα μέρες αν δέν μπορέση, θά πάρώ τό κεφάλι του.
Πήγε ή μάννα του, του τό είπε. Περνούσαν οί μέρες* ό Σταχτοπούτης καθόταν ξένοιαστος. Άμα τέλειωσαν οί τριάντα έννέα μέρες, ό βασιλιάς τού έστειλε είδηση οτι οί μέρες τελειώνουν και νά μήν κάνη πώς τό ξέχασε. Τό παιδί τού έστειλε ξωπίσω είδηση δτι τό ξέρει κι άς μή νοιάζεται.
Άμα ήρθαν οί σαράντα μέρες, παίρνει τό δαχτυλιδάκι και πάει στήν πλατεία πού ήθελε νά ταΐση το στράτεμά. Χτυπά μιά τό δαχτυλίδι, βγαίνει ό άράπης, .τού λέει :
rr-i/ C /V » /
— 11 ορίζεις, αφεντικό ;
— Θέλω, λέει, τούτη τήν πλατεία νά τήν γέμισης φαγιά.
Πιάνει ό άράπης, γεμίζει τήν πλατεία φαγιά, πήγαν
οί στρατιώτες έφαγαν και περίσσεψαν κι ολα φαγιά.
Τότε ό βασιλιάς λέει πάλι στή μάννα του Σταχτοπούτη:
— Σάν κάνη, λέει, ό γυιός σου ένα δρόμο άπ’τήν πόρτα σας ίσαμε τή δική μου δλο μέ φλουρί, σέ σαράντα μέρες πάλι διορία, θά τόν πάρω γαμπρό.
Άμα τέλειωσαν πάλι οί σαράντα μέρες, χτυπά τό παιδί τό δαχτυλίδι κάτω και προστάζει τόν άράπη νά κάνη γλήγορα ένα δρόμο άπ’ τήν πόρτα του ίσαμε τό παλάτι δλο μέ φλουρί, πριν νά σηκωθή ό βασιλιάς.
Πιάνει δά 6 άράπης ίσαμε νά πής τρία τόν έκανε.
Σηκώνεται ό βασιλιάς, άνοίγει τό παραθύρι, βλέπει οξω, τί νά ίδή ! Θαυμάσαν τά μάτια του άπό τό δρόμο.
Φωνάζει πάλι τή μάννα τού παιδιού και τής λέει :
— ‘Ακόμα, λέει, ένα πράμα θά κάνη ό γυιός σου, και θά τόν πάρω πιά γαμπρό. Θέλω, λέει, νά κάνη ένα πύργο καλύτερο άπ’ τό δικό μου τό παλάτι. Τού δίνω πάλι διορία
σαράντα μέρες” σα δέ μπορέση, θά πάρω τό κεφάλι του.
Τό παιδί πάλι, νά μήν τά πολυλογούμε, σάν έσωσαν οί σαράντα μέρες, χτύπησε τό δαχτυλιδάκι κάτω, βγήκεν ό άράπης κ’ έκανε έναν πύργο πιο καλό άπ’ του βασιλιά.
‘Ανοίγει τό πρω’ί τό παραθύρι ό βασιλιάς, τόν βλέπει” ήταν όλος μέ μάλαμα καμωμένος.
Πήγε τότε ή μάννα τού Σταχτοπούτη στό βασιλιά και τοΰ είπε :
— Τό παιδί μου έκαμε όλα όσα τό πρόσταξες.
Τότε ό βασιλιάς τής είπε νά έτοιμαστή γιά τό γάμο. Κ’ ή γριά έφυγε και πήγε κ’ είπε τοΰ παιδιού της όσα τής εΖπεν ό βασιλιάς.
Κι άφοΰ έτοιμάστηκαν όλα, ό βασιλιάς πάντρεψε τόν Σταχτοπούτη μέ τήν κόρη του στό καινούργιο τό παλάτι κ’ έβαλεν έναν άράπη γιά νά τούς φυλάη.
Ό Σταχτοπούτης γιά νά μή χάση τό δαχτυλίδι, τό είχε πάντα μέσ’ στό στόμα του. Ό άράπης όμως πού τούς φύλαγε, ήταν πονηρός και μιά μέρα είπε στή βασιλοπούλα νά ρωτήση τόν άντρα της πώς είχε αύτή τή δύναμη. Ό Σταχτοπούτης τής είπε γιά τό δαχτυλίδι κι αύτή τό είπε τοΰ άράπη.
— Δέν τό παίρνεις νά τό ιδώ κ’ έγώ λίγο ; τής είπε ό άράπης.
Κι αύτή πάει, έκεΐ πού κοιμότανε ό άντρας της, βγάζει μ’ έναν τρόπο άπό μέσ’ άπό τό στόμα του τό δαχτυλίδι και τό δίνει τοΰ άράπη. Αύτός, άμα τό πήρε στά χέρια του, τό χτυπά μιά κάτω, βγήκεν ό άράπης άπό μέσα, λέει:
Τ*’ « >Υ » 1 .
— 1ι ορίζεις, αφεντικό ;
— Νά πάρης, λέει, αύτόν πού κοιμάται άπάνω, μέ τό στρώμά του μαζί, και νά τόν άποθέσης μέσ’ στό δρόμο χωρίς νά τό καταλάβη, ύστερα νά χαλάσης τοΰτο τόν πύργο και νά τόν κάνης καταμεσής στή θάλασσα και νά έχη μέσα έμένα μονάχα και τούτη τή γυναΐκα.
Πιάνει ό άράπης τοΰ δαχτυλιδιού, χαλά τόν πύργο, ρίχνει τόν καημένο τόν Σταχτοπούτη μέσ’ στή στράτα και
8 Γ. Μέγα, Ελληνικά Παραμύθια
κατόπι κάνει τόν πύργο μέσ’ στή θάλασσα καί βάζει μέσα τόν άράπη καί τή γυναίκα τού Σταχτοπούτη.
Τό πρωί’ βλέπει ό Σταχτοπούτης πώς κοιμόταν μέσ’ στό δρόμο καί μήτε γυναίκα μήτε δαχτυλίδι. Σηκώνεται αύτός κλαμένος, πάει στό βασιλιά καί κάνει τά παράπονά του. “Υστερα πήγε ό κακότυχος στό σπίτι του. fH γάτα πήγε καί
τριβόταν άπάνω του καί μιαούριζε καί τού έλεγε :
Τ |
, * it ι έχεις, αφέντη ;
— Τί νά χω, γάτα μου, τής λέει, τούτο καί τούτο έπαθα. Τή νύχτα πού κοιμώμουν, μού πήρε τό δαχτυλίδι ό άράπης καί τή γυναίκα κ’ έφυγε.
— Σώπα, άφέντη, τού λέει ή γάτα, έγώ θά σου τό φέρω. Δώσ’ μου τό σκυλί, νά τό καβαλλικέψω καί νά πάθ3 νά πάρω τό δαχτυλίδι.
Τότε τής δίνει τό σκυλί, τό καβαλλικεύει ή γάτα καί περνάει τή θάλασσα. Πάει, βρίσκει τόν πύργο κι άνεβαίνει πάνω στό ταβάνι. Κείνο τό βράδυ κάνανε γάμο οί ποντικοί. Χύνεται ή γάτα, άρπάζει τή νύφη. Σκούζουν, φωνάζουν οί ποντικοί :
— “Ασε μας τή νύφη καί πάρε οποίον θέλεις άπό μάς.
— Δέ σάς τήν άφήνω” αν θά πάτε νά μού φέρετε τό δαχτυλίδι πού έχει ό άράπης μέσ’ στό στόμα του, τότε θά σάς τήν άφήσω.
— Μήν τήν πειράζης τή νύφη, έγώ θά πά νά στό φέρω, λέει ένας ποντικός.
Πάει δά ό ποντικός, βουτά μέσ’ στό μέλι τήν ούρά του, ύστερα τήν τυλίγει μέσ’ στό πιπέρι καί έπειτα πάει καί τήν χώνει μέσ’ στού άράπη τή μύτη εκεί πού κοιμώταν.
Φταρνίστηκε ό άράπης, πετάχτηκε τό δαχτυλίδι, τό παίρνει ό ποντικός καί τό πάει στή γάτα. Τότε άπόλυσε τή νύφη ή γάτα καί κάμανε τό γάμο οί ποντικοί. Πήρε ή γάτα τό δαχτυλίδι, κατεβαίνει άπ’ τό ταβάνι, καβαλλικεύει τό σκύλο, πέφτει αύτός στή θάλασσα καί πήγαιναν στόν άφεντικό τους. “Οταν κόντευαν πιά νά βγούν άπό τή θάλασσα, λέει ό σκύλος τής γάτας :
— Δώσ’ μου καί μένα τό δαχτυλίδι νά τό ιδώ.
Ή γάτα δέν τό έδινε κι ό σκύλος τή φοβέριζε πώς θά τή ρίξη μέσ’ στή θάλασσα. Φοβήθηκε κ’ ή γάτα, κάνει νά τού τό δο^ση, τί λογής τό έκαναν, τούς γλίστρησε, πέφτει τό δαχτυλίδι στή θάλασσα !
— Τί μού καμες ! λέει ή γάτα τού σκύλου, πώς θά πάω στόν άφέντη μας χωρίς δαχτυλίδι ;
Σάν βγήκαν οξω, τούς ρώτησε ό Σταχτοπούτης τί έκαναν.
Τότες ή γάτα εΐπε πώς έμεΐς τό βρήκαμε, λέει, τό δαχτυλίδι, μονάχα τούτος έδώ έγινε αιτία καί τό χάσαμε μέσ’ στή θάλασσα. Ό σκύλος μήτε μιλιά.
Ό Σταχτοπούτης πάλιν άναστέναξε. Έκεΐ πού καθότανε, ειδε ή γάτα πού τραβούσαν πάρα πέρα γρίπο. Οί γάτες, ξέρεις, άγαπούν τά ψάρια* πήγε κοντά στούς ψαράδες καί φώναζε « Νιάου, νιάου ».
Οί ψαράδες τήν λυπήθηκαν καί τής έρριξαν κάμποσα ψάρια. Έκεΐ πού τά έτρωγε, ηύρε μέσα στήν κοιλιά ενός ψαριού τό δαχτυλίδι !
Τό παίρνει μέ μιά χαρά, τό πάει στό Σταχτοπούτη. Τό παίρνει αύτός, πάει στό βασιλιά καί τού λέει :
— Θέλεις, λέει, νά σού φέρω τόν άράπη καί τήν κόρη σου;
— Άμ’ σά μπορής, λέει ό βασιλιάς, κάθεσαι άκόμα καί δεν τό κάνεις ;
Τότε χτυπά ό Σταχτοπούτης τό δαχτυλίδι κάτω, βγαίνει ό άράπης καί τού λέει :
— Τί ορίζεις, αφεντικό ;
— Νά πάρη ς, λέει, τόν πύργο πού είναι μέσα στή θάλασσα καί νά τόν φέρης έτσι πώς είναι, νά τόν βάλης έκεΐ πού ήταν καί πρώτα.
Πάει δά ό άράπης τού δαχτυλιδιού, παίρνει τόν πύργο καί τόν στήνει άπόξω άπό τό παλάτι του βασιλιά, έκεΐ πού ήταν καί πρωτύτερα. ‘Ανεβαίνει ό βασιλιάς μ’ ένα σπαθί άπάνω καί σφάζει τόν άράπη, καί δίνει πάλι τήν κόρη του στό Σταχτοπούτη κ’ είχε καί τό γατάκι καί τό σκυλάκι μέσ’ στόν πύργο καί περνούσε ζωή χαριτωμένη.