Επιδίωξα τόσο πολύ την μοναξιά. Αλλά όταν την είχα επιτέλους σχεδόν ζαλίστηκα. Δεν μου έλειπαν τα πράγματα που δεν ήξερα ότι χρειάζομαι. Είμαι πια ένας άντρας που σχηματίστηκε από τις ματιές περαστικών γυναικών. Η άγνοιά μου με έσωσε. Τα βίτσια μου καύσιμο για να τις ξεγελάω ότι έχω φλόγα στα μάτια. Και τώρα στα πενήντα βλέπω μεν αλλά μάλλον δεν καταλαβαίνω τι κάνουν οι άνθρωποι. Σαν να θόλωσε η αντανάκλαση, δεν είναι δίκαιος ο κόσμος, ανισόρροπες σχέσεις, εξισώσεις με πολλαπλούς άγνωστους, δεν λύνεται, δεν λύνεσαι, θέλω να πεθάνεις αλλά και να σε κρατήσω αγκαλιά.
.
Συνέχισα να ανεβαίνω προσεκτικά και πλέον η επιφάνεια δεν ήταν μακριά. Μπροστά μου ένα μεγάλο σπασμένο κλαδί και δέντρου. Από τον κορμό φαινόταν ότι είχε πέσει πριν πολύ καιρό. Αλλά σε μια άκρη, εκεί που το έφτανε ο ήλιος, είχε δυο μπουμπούκια. Σα γράμμα που έφτασε στον παραλήπτη του πολύ μετά τον θάνατο του αποστολέα, τόσο εύθραστα που ο αέρας από την μπότα μου όταν πέρασε κοντά τους τα ξεκόλλησε.
.
Θυμήθηκα την κόμμωση του πατέρα μου. Η μάνα μου επέμενε, αυτός ενέδωσε, πήγα να τον κουρέψω εγώ. Οι τρίχες του στα χέρια μου τόσο εύθραστες, σαν από παλιά λάμπα καμμένες, φθαρμένες, λεπτές και έτοιμες να σπάσουν με ένα φύσημα κι αυτές. Τα χέρια μου βιαστικά και φλύαρα στο κρανίο του, αυτό το κεφάλι που ποτέ δεν σταματάει αλλά τώρα, περιέργως, φαινόταν χαλαρό. Ο κουρέας ξέρει τι σκέφτεσαι, πέρασαν χίλιες σκέψεις του σε εμένα, από μνήμες παιδικές, τον πόλεμο, την ξενιτιά. Εγώ του είπα πως γκρινιάζει ο γιος μου αν δεν τον κουρέψω όπως θέλει, πως μεγαλώνουν γρήγορα και πυκνά τα μαλλιά του, σαν φώκια είναι, δεν περνάει εύκολα ούτε χτένα, ούτε νερό. Αλλά ο πατέρας μου με τόσες λίγες τρίχες ακόμα με κάνει να σκύβω το κεφάλι όταν τον σκέφτομαι, πιο πολύ από ότι ο ίδιος τώρα που θέλω να του κάνω τον σβέρκο με την πολύ ψιλή. Μπορεί οι τρίχες να μοιάζουν σαν από ετοιμόρροπη λάμπα, αλλά το μυαλό του λάμπει καλύτερα με την εξωτερική γυαλάδα. Κι όταν σβήσει αυτός ο Κολοσσός του κόσμου μου θα είναι σαν μια σταγόνα ιδρώτα που τώρα φάνηκε στο μέτωπό του, γυαλιστερή, πεντακάθαρη θα εξατμιστεί μπροστά στα μάτια μας, θα έχω εγώ μετά να κουβαλάω το άρωμά του ανάμεσα στις βρώμες του κόσμου αυτού.
.
“Με την δικιά σου, πως πάει;” με είχε ρωτήσει ξαφνικά. Απάντησα έμμεσα με πλεονασμούς και γενικότητες, άφθονες άγουρες λέξεις, στο τέλος πέθανε ότι έλεγα στη μέση μιας πρότασης που δεν είχα καν σκεφτεί καλά πριν την αρχίσω. Δεν επέμενε. Σώπασε. Με ευχαρίστησε όταν τελείωσα το κούρεμα. Με άφησε να σκάψω μόνος μου τον λάκκο της απάντησης που δεν έδωσα.
.
Με δυο άλματα ήμουν έξω από την τρύπα που με είχε σώσει από τις σφαίρες. Δεν ακουγόταν κάτι και κάπως έπρεπε να δω τι γίνεται. Από το γυαλιστερό βράχο δεν γινόταν να βγω σιγά σιγά. Ήμουν έτοιμος να τρέξω αλλά δεν φαινόταν κάτι μπροστά μου. Ούτε μακριά στα πέρα βράχια, ούτε στον ορίζοντα από όπου ερχόταν χθες το αυτοκίνητο. Δεξιά μου το υπόλοιπο δέντρο που δεν είχε πέσει μέσα. Αριστερά βράχια πεσμένα χωρίς παλτό από κάτω τους. Και από πίσω….
.
…ρόπαλο ή μεγάλος φακός. Στεκόταν ακίνητος στη σκιά, δεν τον είδα καθώς τα μάτια μου δεν είχαν συνηθίσει το φως. Με πέτυχε επαγγελματικά σε σημείο του κεφαλιού τέτοιο ώστε οριακά πρόλαβα να δω αστέρια πριν πέσω κάτω.