Το Δεκέμβρη του ’89 ανακάλυψα για πρώτη φορά τη μη ύπαρξη του Άγιου Βασίλη.
Κάτι η απορία στο βλέμμα των γονιών μου όταν αγωνιωδώς ζητούσα ένα τηλεκατευθυνόμενο αεροπλανάκι, λίγο η μισή γουλιά κρασί που έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό του παππού (υπερδιέγερση αντί για υπνηλία) και η περιέργεια για το γενειοφόρο με τα κόκκινα βρήκε απάντηση.
Ένα βράδυ παραμονής έγινε μια νύχτα προσμονής, για να δω λίγο πέρα από την αστερόσκονη των Χριστουγέννων.
Κρεμασμένος στην άκρη της πόρτας του δωματίου μου είχα άμεση θέα προς το ποικιλόχρωμο έλατο που μας τιμούσε με τη παρουσία του όντας γαρνιρισμένο με χρυσό και ασήμι από τη κορυφή έως τις ρίζες.
Ξάφνου ήταν κιόλας μεσάνυχτα και παρέα με το Μελχιώρ, το Γκάσπαρ και τον Μπαλτάζαρ περιμέναμε να έρθει ο μάγος των μάγων καβάλα στην άμαξα με οδηγό το Ρούντολφ. Να μπει από τη καμινάδα (δεν είχαμε αλλά τη φανταζόμουν αληθινή) αγκαλιά με ένα ασφυκτικά παραγεμισμένο σάκο με δώρα.
Η αγωνία μου ήταν τόσο μεγάλη που άκουγα τους χτύπους της καρδιάς στο ρυθμό του μικρού τυμπανιστή… ακόμα με στοιχειώνει ο ρυθμός όποτε τον ακούω.
Δεν πέρασε πολύ ώρα μέχρι τα αυτιά μου να πιάσουν τα πρώτα τριξίματα στο πάτωμα.
Ήθελα πολύ να κλείσω τα μάτια και να τρέξω να κουκουλωθώ κάτω από τα σκεπάσματα αλλά τα πόδια με πείσμα ρίζωσαν. Είχαν πάρει τη θέση του μυαλού και δεν μπορούσα να ξεφύγω από το πεπρωμένο εκείνη τη βραδιά.
Τα φώτα τρεμοσβήνουν και το αστέρι στη κορυφή λαμπύριζε εκθαμβωτικά. Πότε γινόταν μπλε, πότε κόκκινο, πότε κίτρινο και ήταν τόσο δυνατό όσο να μπορούσα με βεβαιότητα να ξεχωρίσω τη φιγούρα που καρτερικά προσμένω να δω και το ιπτάμενο αντικείμενο να εναποτίθεται σε απόσταση μιας ανάσας από τα χέρια μου.
Οι φωνές που πλησίαζαν ήταν οικίες, τα πατήματα γνωστά αλλά ο φόβος της αναμονής δεν μου έδινε ξεκάθαρη εικόνα. Άλλωστε η φαντασία μου οργίαζε σε οποιοδήποτε άκουσμα πέραν των σκέψεων μου.
Καθώς οι σκιές σκέπαζαν το χώρο στο σημείο μηδέν, οι σφυγμοί μου έπεσαν κάτω από τα φυσιολογικά όρια. Ευτυχώς η λάμψη και η ζεστασιά που εξέπεμπαν τα λαμπιόνια ήταν αρκετή για να με κρατάει στη ζωή μέχρις ότου είδα κάτι να ζυγώνει.
Μέσα στις φιγούρες και τα χρώματα άρχισα να διακρίνω μια μορφή, ξάφνου βλέπω δύο πελώριους γίγαντες να περπατάνε. Ανάμεσα τους αχνοφαινόταν μια γυναίκα.
Η κοσμοθεωρία του ευτραφή κύριου με τα γυαλάκια και τα ρόδινα μάγουλα είχε ανατραπεί όταν αναγνώρισα τη μητέρα μου. Όλες οι ιστορίες που ακολουθούσαν για οφθαλμαπάτες, κυρίως για να διατηρηθεί ο μύθος ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας, πήγαν εις μάτην.
Ξεπερνώντας σχετικά γρήγορα το αρχικό σοκ είπα χαλάλι μέσα μου και ξεφύσησα καθησυχαστικά σκεπτόμενος το δώρο μου.
Μόνο ένα αεροπλάνο θα χώραγε σε τέτοια δυσθεώρητα πακέτα επαναλάμβανα συνεχώς και χαμογελούσα. Προφανώς το δεύτερο άνηκε στο μικρότερο αδερφό μου του οποίου οι απαιτήσεις περιορίζονταν στα παντός τύπου τρενάκια.
Πρωί, πρωί τινάχτηκα σαν ελατήριο από το κρεβάτι και προσγειώθηκα σε πελώριες σακούλες αμπαλάζ. Ήμουν στον παράδεισο έτοιμος να κόψω τις βελούδινες μπορντό κορδέλες για να βρω το θησαυρό μου.
Δεν πήρε παραπάνω από δέκα λεπτά για να ξετυλίξω ότι υπήρχε σε ακτίνα πέντε μέτρων γύρω μου. Το αντικείμενο του πόθου αγνοείτο. Μεταξύ βιβλίων, ρούχων, κεριών, μιας καφετιέρας, επιτραπέζιων παιχνιδιών, κασετών ήχου (μιλάμε για τη δεκαετία του ’80) υπήρχε και ένα τηλεκατευθυνόμενο ράλι.
Δεν θυμάμαι αν νευρίασα περισσότερο για τ’ αεροπλάνο που δεν θα απογειωνόταν ποτέ ή γιατί με την άκρη του ματιού μου διέκρινα μία αμαξοστοιχία με δεκάδες βαγόνια.
Ένιωσα χαμένος καθώς δεν είχα καταφέρει να βρω τον Άγιο Βασίλη και το δώρο μου ήταν επίγειο και όχι εναέριο.
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα οφείλω να ομολογήσω ότι μόνο χαμόγελο μου φέρνει στα χείλη η θύμηση του «κεραυνού».
Το αμάξι που έτρεχε σαν τον άνεμο σε δρόμους, πάρκα, στο σχολείο, στα χωράφια στο χωρίο μετατρέποντας με, αυτόματα σε εκείνο το παιδί που είχε ίσως το καλύτερο παιχνίδι μέχρι την εποχή των βίντεο – παιχνιδιών.
Η μαγεία των Χριστουγέννων φωτίζει ξεχασμένα συναισθήματα, μνήμες που κρατάμε μέσα μας βαθιά φυλαγμένες, μυρωδιές από κουραμπιέδες και μελομακάρονα.
Σαν εκείνα τα χρόνια που τρέχαμε αξημέρωτα, λίγο πριν βγούμε για τα κάλαντα ακολουθώντας απλά τη μύτη μας προς τη κουζίνα.
Πολλοί άνθρωποι πριν την αλλαγή του έτους και λίγο μετά νιώθουν χαμένοι. Το μήνυμα των γιορτών είναι απλό και μιλάει για την αγάπη που οφείλουμε να πλημμυρίσουμε πρώτα τη καρδιά μας και να μοιράσουμε απλόχερα στους συνανθρώπους μας.
Κάθε μέρα της ζωής κρύβει ένα μικρό θαύμα, από εκείνα που φέρνει η μοίρα και εμείς σαν παιδιά προσπερνάμε πριν καν τα δούμε γιατί δεν έχουν το περιτύλιγμα που περιμέναμε.
Με το νέο χρόνο ας μη ξεχάσουμε τη νιότη μας, θα μας φέρει στο νου εκείνη τη γεύση πικραλίδας στο στόμα που με το καιρό γλυκίζει και θα θυμηθούμε ότι εκείνος που νιώθει στην αρχή χαμένος εν τέλει τα κερδίζει όλα και μερικές φορές ακόμα παραπάνω από αυτό που περίμενε.
Η πρόταση της εβδομάδας
Οι ταινίες για τη συγκεκριμένη θεματική ενότητα είναι αναρίθμητες. Πολλές εξ αυτών αγαπημένες όπως «Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης, 1993» του Τιμ Μπάρτον, «Μόνος στο Σπίτι, 1990», «Ο Άγιος Βασίλης είναι… λέρα, 2003» με το Μπίλι Μπομπ Θόρτον, «Μια υπέροχη ζωή, 1946» του Φρανκ Κάπρα με το Τζέιμς Στιούαρτ, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, 2008» με το Τζιμ Κάρεϊ και άλλες πολλές.
Το πολυαγαπημένο μου όμως ταξίδι στο σελιλόιντ με το «Πάρτι Φαντασμάτων, 1988» και οδηγό το Μπιλ Μάρεϊ είναι απόλαυση γέλιου και σαρκασμού για μικρά και μεγάλα παιδιά. Μας περιγράφει το θαύμα των Χριστουγέννων που αξίζει να επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά ώστε ο κόσμος να γίνει ένα καλύτερο μέρος για όλους.
Καλή χρονιά σε όλους με υγεία και αγάπη.