Τελειώνει η μέρα στο γραφείο.
Στο ‘χω πει, η δουλειά με κάνει να ξεχνάω.
Να λησμονώ αποστάσεις, να μην σκέφτομαι εναλλαγές εποχών, να ξεχνώ τον χρόνο.
Φοράω μια ζακέτα, και πηγαίνω στην θάλασσα, σαν να ‘ναι Αύγουστος, ονειρεύομαι ξύπνια πως είμαι με το μαγιό και μια πετσέτα στο ψιλοβότσαλο και σε περιμένω νά ‘ρθεις.
Γυρνάω σπίτι μου, κάθομαι στην καρέκλα σου στην κουζίνα μου, πίνω νερό από το ποτήρι σου και φτιάχνω να πιω τον καφέ σου.
Κάθομαι στη θέση σου στον καναπέ μου και ξαπλώνω να θυμηθώ.
Όχι. Δεν με στοίχειωσες όπως φοβάσαι, αναμνήσεις με γέμισες, αναμνήσεις που δεν είχα και δεν θα ξαναέχω.
Με έμαθες να μοιράζομαι, να δίνω, να παίρνω. Δεν έβαλα ποτέ στο ζύγι τί πήρα και τι έδωσα, τι κέρδισα και τι έχασα.
“Έχασα”; Όχι. “Χάρισα” είναι η σωστή λέξη. Με άφησες να σου χαρίσω χρόνο, και κέρδισα τις ανάσες σου γύρω μου, πάνω μου.
Κέρδισα φιλιά σαν μέλι, με γεύση θυμαριού που καίει την γλώσσα, με προστάτευες σα να μουν βασίλισσα στο μελίσσι σου.
Με τάιζες βασιλικό πολτό φροντίζοντάς με, με δυνάμωσες, με έμαθες να αγαπήσω το είδωλο του καθρέφτη μου, το μέσα και το έξω μου.
Ένα παράπονο έχω. Ποτέ δεν έμαθα τι κέρδισες εσύ από μένα.
Ξάπλωσα να θυμηθώ λοιπόν.
Και μαλώνω με τους τοίχους που ‘χουν ποτίσει το άρωμά σου.
Τα απογεύματα, τσακώνομαι στο τηλέφωνο με την κολλητή μου που σε κατηγορεί, επειδή η φίλη της έχασε τα λογικά της, όπως λέει.
Τις Κυριακές, βρίζω από μέσα μου τον φούρναρη, που δεν θυμάται τι ψωμί έπαιρνες για να το πάρω.
Τέλος, τα βράδια κοιμάμαι στη μεριά σου στο κρεβάτι μου. Και μες την νύχτα, τσακώνομαι με τα μαξιλάρια σου και πάω στη μεριά μου.
Κι εκεί πάνω στον καβγά, πάλι ξημέρωσε, και λείπεις…